Τι ισχύει και τι όχι για την Συρία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι ισχύει και τι όχι για την Συρία

Οι πραγματικές αιτίες τής εξέγερσης και η επόμενη μέρα

Ένας από τους λόγους που στην Ελλάδα υπάρχει μια διάθεση υποστήριξης του Άσαντ είναι και η κυριαρχία μιας φανερής ή λανθάνουσας «ρωσολαγνείας». Το «ξανθό Γένος» που βοηθά - θεωρητικά πάντα – τους ομόδοξούς του και που η ιστορία από την εγκατάλειψή μας κατά τα Ορλωφικά και τη στήριξη στον Κεμάλ μέχρι το πρόσφατο «χαστούκι» τής απόσυρσης της οικονομικής προσφοράς για ΔΕΣΠΑ – ΔΕΣΦΑ και της αδυναμίας προσφοράς αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για το «κούρεμα» των καταθέσεων στην Κύπρο, καταδεικνύει το αντίθετο. Στην εξωτερική της πολιτική η Ρωσία αποδεικνύει περίτρανα ότι αναγνωρίζει μόνο το συμφέρον της (όπως είναι απόλυτα φυσικό και λογικό) και συνεπώς δεν έχει προβλήματα στη συνεργασία με αλλόθρησκους (όπως στην περίπτωση της Τουρκίας ή της Συρίας) ή στην επίθεση εναντίον Ορθοδόξων στη Γεωργία. Δεν ψέγουμε ή μεμφόμεθα την Ρωσία, αλλά τους συμπατριώτες μας που προσπαθούν στη γεωπολιτική ανάλυση να εμπλέξουν συναισθηματικές παραμέτρους. Δεν υπάρχει καμία «ηθική υποχρέωση» των Ρώσων έναντι των Χριστιανών και η στήριξη του Πούτιν στον Άσαντ οφείλεται στην στρατιωτική και οικονομική συνεργασία με το Αλαουιτικό καθεστώς. Οι Χριστιανοί δεν φαίνεται να κινδυνεύουν, αλλά και αν κινδύνευαν, αυτό δε θα άλλαζε τις γεωπολιτικές ισορροπίες ή τις εκκολαπτόμενες συμμαχίες.

Την συριακή αντιπολίτευση στελεχώνουν σημαντικές προσωπικότητες της Χριστιανικής κοινότητας, όπως ο Τζόρζ Σάμπρα, πρόεδρος του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου, και ο Μισέλ Κίλο, πρόεδρος του Δημοκρατικού Βήματος και μέλος τού Εθνικού Συνασπισμού. Η θέση των Χριστιανών είναι δύσκολη, διότι γνωρίζουν πόσο στυγνή είναι η δικτατορία τού Άσαντ αλλά δεν θέλουν να πάρουν όπλα στα χέρια τους και να συμπολεμήσουν ακόμα και με εξτρεμιστές ισλαμιστές. Ιδιαίτερα αν λάβουν επίσημη θέση κατά του καθεστώτος, κινδυνεύουν να χάσουν τα πάντα. Η κατάρρευση του συριακού καθεστώτος θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση των δομών, όπως στο Ιράκ, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν την χώρα μισό εκατομμύριο Χριστιανοί. Συνεπώς οι Χριστιανοί δεν είναι υπέρ ή εναντίον τού καθεστώτος. Είναι υπέρ της σταθερότητας, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης των Μαρονιτών Μπσάρα Αλ Ραάγι. Ταυτόχρονα, ο Μητροπολίτης των Χαλδαίων, Αντουάν Αουντό, δεν επιθυμεί την φυγή των Χριστιανών από τη χώρα του αν και εκτίθενται σε κίνδυνο εξαιτίας των συγκρούσεων και του πολέμου όπως και οι συμπολίτες τους οι Μουσουλμάνοι [37]. Η επίσημη ειρηνόφιλη και μη φιλοκυβερνητική τοποθέτηση του Μητροπολίτη, Χάνα Ιβραΐμ, στο BBC στις 13 Απριλίου 2013 οδήγησε στην απαγωγή του [38].

Η Τουρκία, φυσικά, επιθυμεί την πτώση τού Άσαντ και εκτιμά ότι θα μπορέσει να αξιοποιήσει την άνοδο των Σουνιτών Μουσουλμάνων (κυρίως της Αδελφότητας, την οποία στήριξε ανοικτά και κατά τον πρόσφατο εκτοπισμό τού προέδρου Μόρσι στην Αίγυπτο). Πρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε αν η Τουρκία κεφαλαιοποίησε την «Αραβική Άνοιξη» μέχρι σήμερα. Παρά την αρχική (και εν πολλοίς συνεχιζόμενη) ρήξη με το Ισραήλ, οι Άραβες δε φαίνονται διατεθειμένοι να ακολουθήσουν κανένα «Τουρκικό μοντέλο» και, από το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία μέχρι την Αίγυπτο και το Ιράκ, ούτε είναι διατεθειμένοι να υποκύψουν σε νεοθωμανικές ορέξεις. Αντιθέτως, ο Αραβικός εθνικισμός αποδεικνύεται το ίδιο ισχυρός με το Σουνιτικό Ισλάμ και ο Ερντογάν δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο τού Χαλίφη. Στην Αραβική συνείδηση, ο Τούρκος ήταν ο δυνάστης που κατά τη διάρκεια της ύστερης Οθωμανικής αυτοκρατορίας έβλεπε υποτιμητικά τον Άραβα, ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Οι σφαγές επιφανών και διανοούμενων Αράβων από τους Τούρκους το 1915 και 1916 δεν έχουν ξεχαστεί, όπως δεν έχει ξεπεραστεί και η μέχρι πρότινος στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ. Επίσης, ούτε οι Τούρκοι ξεχνούν τις σφαγές συμπατριωτών τους κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από Άραβες που ήθελαν την απελευθέρωση μετά από τα 402 χρόνια οθωμανο-τουρκικής παρουσίας. Τέλος, δεν υπάρχουν κοινοί στόχοι και επιδιώξεις, δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Συγκυριακή σύμπλευση σε κάποια θέματα επ’ ουδενί δεν προδικάζει την πτώση τής Δαμασκού σε τουρκική σφαίρα επιρροής, σε μια μετα-Άσαντ εποχή.

Όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι μια χώρα όπως η Συρία έχει συγκεκριμένα εθνικά συμφέροντα και οι Σύριοι θα έχουν ανάγκη από μια περιφερειακή δύναμη για να τους βοηθήσει. Οι σχέσεις μεταξύ Δαμασκού και Τελ Αβίβ είναι εχθρικές λόγω της κατοχής των υψωμάτων τού Γκολάν το 1967 από τους Ισραηλινούς, οι σχέσεις Δαμασκού – Τεχεράνης δεν θα είναι ίδιες στην μετά-Άσαντ εποχή όπου για τους αντικαθεστωτικούς το Ιράν είναι συνυπεύθυνο για την σφαγή Σύριων πολιτών, συνεπώς σε αυτή την περίπτωση δεν αποκλείεται η Τουρκία να παίξει το ρόλο τής συμμάχου χώρας, διότι δεν υπάρχει μέχρι στιγμής άλλη υποψήφια χώρα να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της Συρίας.

Εκεί ανοίγει ένα τεράστιο κεφάλαιο για το ρόλο που θα μπορέσει να παίξει η Ελλάδα που συνδυάζει εξαιρετικές σχέσεις με το Ισραήλ, με τον Αραβικό κόσμο, ακόμα και με το Ιράν, αφού κεφαλαιοποιεί την τεράστια πολιτισμική της ισχύ και την προσήλωση στις αρχές τού Διεθνούς Δικαίου. Είναι το αναξιοποίητο μέρος τής εθνικής της ισχύος, η «ήπια ισχύς» (soft power) που μπορεί να κάνει την διαφορά και να την καταστήσει «παίκτη» με ρόλο στην ανοικοδόμηση της Συρίας, στην μετά Άσαντ εποχή. Επιπρόσθετα, η επικράτηση τής αντιπολίτευσης θα σημαίνει την ενίσχυση και των Κούρδων τής Συρίας, μια εξέλιξη που μάλλον δεν δημιουργεί ευφορία στην Άγκυρα. Συνεπώς, όποιος βιάζεται να δημιουργήσει στα χαρτιά επιρροές και συμμαχίες, καλό θα ήταν να περιμένει την επόμενη μέρα, που πιθανόν να κρύβει μεγάλες εκπλήξεις. Αυτό, βέβαια, ισχύει και για τους συγγραφείς τού παρόντος πονήματος αφού οι ραγδαίες εξελίξεις και οι συνεχείς εναλλαγές δεν μπορούν να επιτρέψουν ασφαλείς προβλέψεις