Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας

Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος

Δεν ήταν παρά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα ελευθέρωσαν τον εαυτό τους πλήρως από το Βατικανό και ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στην οικοδόμηση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τάξης. Οι περιστάσεις δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ευνοϊκές. Ο φασισμός και ο πόλεμος είχαν απαξιώσει τα ανταγωνιστικά κινήματα από την δεξιά. Και οι χριστιανοδημοκράτες είχαν θεωρηθεί ως η πεμπτουσία των ατλαντικών και αντικομμουνιστικών κομμάτων σε χώρες όπως η Ιταλία, η Δυτική Γερμανία, και άλλες όμορες χώρες τού Ψυχρού Πολέμου. Επιπροσθέτως, πλέον ενέκριναν την δημοκρατία, αν και με μια προειδοποίηση: Για να αποφευχθεί η διολίσθηση προς τον ολοκληρωτισμό, όπως ισχυρίστηκαν, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όφειλαν να έχουν πνευματικά ερείσματα - κάτι που παρεχόταν με τον καλύτερο τρόπο από την εκκλησία. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι χριστιανοδημοκράτες απέρριψαν τόσο τον κομμουνισμό όσο και τον φιλελευθερισμό ως μορφές τού υλισμού. Αυτή η στάση δεν τους εμπόδισε τελικά από το να κάνουν ειρήνη με τον καπιταλισμό - ενώ επέμεναν ότι η θρησκεία ήταν επίσης αναγκαία για να κρατήσει υπό έλεγχο τα δεινά τής αγοράς.

Κόμματα, όπως η γερμανική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση βγήκαν από την γραμμή τους για να συμπεριλάβουν τους Προτεστάντες –τερματίζοντας έτσι αιώνες θρησκευτικής σύγκρουσης. Στην πραγματικότητα, προσπάθησαν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο συμμετοχικά, αντί να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι θρησκειών (σεχτών). Το «σήμα κατατεθέν» τους ήταν μια κεντρώα πολιτική τής συναίνεσης και της διευθέτησης, στην βάση τής Καθολικής εικόνας μιας αρμονικής κοινωνίας, στην οποία ακόμη και το κεφάλαιο και η εργασία θα μπορούσαν να συνεργαστούν και η εκκλησία θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν καίριο ρόλο στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Ωστόσο, εκείνη την χρονική στιγμή, οι παρατηρητές έλεγαν για τον Καθολικισμό αυτά που πολλοί Ευρωπαίοι λένε σήμερα για το Ισλάμ: Ότι ήταν εγγενώς ανελεύθερος και, ως ένα είδος μοναρχίας με έναν βασιλιά στη Ρώμη, ήταν ανίκανος να αποδεχθεί πραγματικά την δημοκρατία. Ο ιστορικός τού Χάρβαρντ, H. Stuart Hughes, για παράδειγμα, έγραψε το 1958, «Ένας χριστιανοδημοκράτης είναι κυρίως ένας χριστιανικός, και δημοκράτης μόνο σε μια ιεραρχική σχέση. Το επίθετο είναι πιο σημαντικό από όσο το ουσιαστικό».

Ωστόσο, οι χριστιανοδημοκράτες συνέχισαν να διαψεύδουν τους επικριτές τους. Στην Γερμανία, την Ιταλία, και - σε μικρότερο βαθμό - την Γαλλία, δημιούργησαν γνήσιες δημοκρατίες. Την ίδια στιγμή, όμως, κυβέρνησαν με κάμποση δυσπιστία προς την λαϊκή κυριαρχία. Ουσιαστικά προσπάθησαν να περιορίσουν τους ανθρώπους μέσω θεσμών όπως τα συνταγματικά δικαστήρια, να τους κάνουν πιο ηθικούς μέσα από τις διδασκαλίες τής εκκλησίας, για να τους υποβάλλουν σε μια νέα υπερεθνική τάξη: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παράδειγμα, ήταν δημιούργημα των Βρετανών Συντηρητικών και των ηπειρωτικών χριστιανοδημοκρατών. Και ήταν οι τελευταίοι που έγιναν, επίσης, οι αρχιτέκτονες αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο κάτω-κάτω, οι χριστιανοδημοκράτες - όπως και οι Καθολικοί, διεθνιστές από την φύση τους - έδωσαν μικρή αξία στο έθνος-κράτος. Στην πραγματικότητα, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, υπήρχαν πρόσφατα ενοποιημένα έθνη-κράτη, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, που είχαν εξαπολύσει τους λεγόμενους πολιτισμικούς πολέμους (που έμελλαν να γίνουν γνωστοί ως οι Kulturkampf τού Ότο φον Μπίσμαρκ) εναντίον Καθολικών, οι οποίοι θεωρήθηκαν ύποπτοι ότι έθεταν την πίστη τους προς το Βατικανό πάνω από τη νομιμοφροσύνη τους προς το κράτος. Όμως, οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν επίσης πλουραλιστές: Ήταν ικανοποιημένοι με μια ομοσπονδιακή, νομικά κατακερματισμένη ευρωπαϊκή κοινότητα που έμοιαζε με μια μεσαιωνική αυτοκρατορία περισσότερο από ό, τι ένα σύγχρονο κυρίαρχο κράτος.

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΙΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Μετά από δεκαετίες ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ευρώπη, οι χριστιανοδημοκράτες τώρα αντιμετωπίζουν την προοπτική τής παρακμής. Ορισμένοι παρατηρητές έχουν κατηγορήσει την εκκοσμίκευση για την αποδυνάμωση της λαϊκής υποστήριξης. Είναι αλήθεια ότι, από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, οι εκκλησίες αδειάζουν σε όλη την ήπειρο. Αλλά τα ίδια τα κόμματα είχαν ήδη αρχίσει να επιμένουν ότι κάποιος έπρεπε απλά να υιοθετήσει τις ανθρωπιστικές ιδέες προκειμένου να είναι ένας καλός χριστιανοδημοκράτης. Το πραγματικό πρόβλημα προέκυψε με τον θρίαμβο ακριβώς του πολιτικού μοντέλου που είχαν ξεκινήσει να προωθούν από το 1950.

Οι περισσότερες χώρες τής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υιοθέτησαν αυτό το μοντέλο μετά το 1989, αλλά σχεδόν καμία από αυτές δεν ανέπτυξε χριστιανοδημοκρατικά κόμματα στο καλούπι τής γερμανικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ή της ιταλικής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Καθολική Πολωνία, οι χριστιανοδημοκρατικές ομάδες φαίνονταν περιττές∙ Σε άλλες, αποδείχθηκε ότι ήταν ριζικά διαφορετικές από τις δυτικοευρωπαϊκές αντίστοιχές τους σε δύο σημεία: Ήταν έντονα εθνικιστικές, και ως εκ τούτου δεν επιθυμούσαν να παραχωρήσουν ένα μεγάλο μέρος τής εθνικής κυριαρχίας που ανέκτησαν από την Σοβιετική Ένωση∙ Και ήταν πολύ πιο λαϊκιστικές, μη βλέποντας λόγο να μην εμπιστεύονται τον απλό λαό που είχε καταφέρει να επιβιώσει από τα κράτη των σοσιαλιστικών δικτατοριών, με το ήθος του φαινομενικά άθικτο.

Εν τω μεταξύ, πιο δυτικά, οι χριστιανοδημοκράτες έχασαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους – τον κομμουνισμό - και μαζί με αυτόν πολύ από τον ιδεολογικό συνεκτικό ιστό που κρατούσε ενωμένους τους συχνά εριστικούς πολιτικούς συνασπισμούς. Στην Ιταλία, οι χριστιανοδημοκράτες είχαν συμμετάσχει σε κάθε κυβέρνηση από την εποχή τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου - με το αιτιολογικό ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο στην Δυτική Ευρώπη, έπρεπε να μείνει απ’ έξω. Στις αρχές τού 1990, η εξαιρετικά διεφθαρμένη Democrazia Cristiana κατέρρευσε. Στην συνέχεια, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι - ένας άνθρωπος όχι γνωστός για την αυστηρή τήρηση της καθολικής ηθικής - στην πραγματικότητα κληρονόμησε τις ψήφους τού κόμματος.