Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος τής χριστιανοδημοκρατίας

Τι σημαίνει για την Ευρώπη η πτώση τού κινήματος

Σίγουρα, η Χριστιανική δημοκρατία, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη επιτυχία τού ΕΛΚ, παραμένει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη της ηπείρου στα χαρτιά. Ωστόσο, το κόμμα είναι βαθιά δυσλειτουργικό. Οι διαφωνίες για τον κορυφαίο υποψήφιό του για την προεδρία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Jean-Claude Juncker, καταδεικνύει το ζήτημα. Κατά την διάρκεια της προεκλογική εκστρατείας, κάποιοι ηγέτες τού ΕΛΚ προσπάθησαν να επωφεληθούν από τα αισθήματα κατά της ΕΕ. Ο Μπερλουσκόνι προσπάθησε επίσης να ηγηθεί της αντι-γερμανικής δυσαρέσκειας και απευθύνθηκε στους Ιταλούς που έχουν απηυδήσει με την λιτότητα. Αμέσως μετά τις εκλογές, ο Viktor Orbán, ο Ούγγρος πρωθυπουργός και πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, επιτέθηκε στον Juncker ως ότι είναι ένας παρωχημένος υποκινητής τής ευρωπαϊκής ενότητας, μιας ενότητας που δεν σέβεται τα εθνικά κράτη και τις παραδόσεις τους. Τα τελευταία χρόνια, ο Orbán είχε ήδη προκαλέσει εντύπωση όταν κήρυξε «πόλεμο ανεξαρτησίας» - σκοπός τού οποίου ήταν να κάνει τους Ούγγρους ανεξάρτητους από ακριβώς το πολιτικό πρόγραμμα τού ΕΛΚ, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Μέρος τού προβλήματος, λένε ορισμένοι παρατηρητές, είναι ότι το ΕΛΚ - περιλαμβάνοντας όχι λιγότερες από 73 κόμματα-μέλη από 39 χώρες - είναι απλά υπερεκτεταμένο. Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990, ο Helmut Kohl, τότε καγκελάριος τής Γερμανίας, και ο Wilfried Martens, πρώην πρωθυπουργός τού Βελγίου και στην συνέχεια πρόεδρος τού ΕΛΚ, στρατολόγησαν πολιτικούς σε όλη την Ευρώπη, κράτησαν σχετικά χαμηλά στάνταρ, με ελάχιστο ενδιαφέρον για την πραγματική δέσμευση των νέων οπαδών στα ιδανικά τού κόμματος. Ο Κολ ήταν ανένδοτος ότι οι χριστιανοδημοκράτες δεν είχαν χτίσει την Ευρώπη απλώς για να την παραδώσουν στους σοσιαλιστές, και ότι το ΕΛΚ έπρεπε να παραμείνει η μεγαλύτερη πολιτική ομάδα τής ηπείρου με κάθε κόστος.

Το βαθύτερο πρόβλημα, όμως, αφορά στην ιδεολογική ιδιαιτερότητα του κινήματος. Ηγέτες όπως ο Κολ ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν κινδύνους για την Ευρώπη. Σήμερα, δύσκολα κάποιος μπορεί να βρει αληθινούς πιστούς που θα βάλουν την σταδιοδρομία τους σε κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, και λιγότερο από όλους η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας. Στα ερωτήματα σχετικά με τις αγορές και την ηθική, οι χριστιανοδημοκράτες είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανεφεύρουν τον εαυτό τους μετά την οικονομική κρίση: Θα μπορούσαν να έχουν φέρει πίσω τα παλιά ιδανικά τους για μια οικονομία, για παράδειγμα, στην οποία η ηθική μονάδα είναι μια κοινωνική ομάδα με νομιμοποιημένα συμφέροντα, όχι ένα άτομο που μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Αντ’ αυτού, οι Γιούνκερ και Μέρκελ έχουν αγκαλιάσει πλήρως τις συμβατικές πολιτικές λιτότητας, και σε μεγάλο βαθμό έχει ξεχαστεί ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi - η μεγάλη ελπίδα τής ευρωπαϊκής Αριστεράς - στην πραγματικότητα ξεκίνησε ως μέλος τού ανασυσταθέντος Popolari (και, ακόμα νωρίτερα, ως καθολικός πρόσκοπος).

Οι χριστιανοδημοκράτες τής Ευρώπης θα μπορούσαν επίσης να αντιγράψουν μια σελίδα από το πρόγραμμα των Αμερικανών συντηρητικών, επικεντρωνόμενοι ξανά στα κοινωνικά ζητήματα και διεξάγοντας έναν δικό τους Kulturkampf εναντίον τής εκκοσμίκευσης. Μερικοί έχουν ήδη δοκιμάσει: Κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το ισπανικό Λαϊκό Κόμμα κινητοποίησε τις Καθολικές ψήφους ενάντια στον σοσιαλιστή πρωθυπουργό José Luis Zapatero, ο οποίος είχε προτείνει την νομιμοποίηση των γάμων μεταξύ ομοφύλων. Σε αντίθεση με τα κλισέ τής θρησκευόμενης Αμερικής και της άθρησκης Ευρώπης, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό δυναμικό για τέτοιου είδους εκστρατείες σε ορισμένες χώρες τής Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι οι Ισπανοί ψηφοφόροι τελικά απομακρύνθηκαν από τον Θαπατέρο για τους χειρισμούς του στην ευρωπαϊκή κρίση.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΦΙΛΙΑΣ

Οι χριστιανοδημοκράτες αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο δίλημμα. Οι πολιτικοί τους στόχοι είναι απλώς οριακά διαφορετικοί από εκείνους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα οικονομικά ζητήματα. Ένας Kulturkampf είναι επικίνδυνος, αλλά το να είναι κανείς πολύ μέσα στην επικρατούσα τάση στα κοινωνικά θέματα, δημιουργεί πολιτικό χώρο για τις ομάδες που παρουσιάζονται ως πραγματικά συντηρητικές. Τα πολιτικά κόμματα, όπως το «Εναλλακτική για την Γερμανία», το οποίο επικεντρώνεται κυρίως στο να αντιτίθεται στην ΕΕ αλλά υπερασπίζεται όλο και περισσότερο την παραδοσιακή ηθική, και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, είναι οι ευεργετηθέντες.

Το πιο σημαντικό, οι χριστιανοδημοκράτες βρίσκονται κάτω από έντονη πίεση από τους δεξιούς εθνικιστές και τους λαϊκιστές. Και δεδομένου ότι δεν τολμούν πλέον να υπερασπιστούν τα φιλόδοξα σχέδια για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, οι πάλαι ποτέ αρχιτέκτονες της ηπειρωτικής ενότητας είναι περισσότερο ή λιγότερο ανυπεράσπιστοι. Οι πολιτικές τους υπέρ των διευθετήσεων δεν λειτουργούν ως απάντηση στους λαϊκιστές, που ευδοκιμούν στην πόλωση και στις πολιτικές σχετικά με τις ταυτότητες. Η παλιά τάξη των συνασπισμών που στήριξε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις κάλπες και επωφελήθηκε από αυτήν οικονομικά - η μεσαία τάξη και οι αγρότες - έχει μειωθεί σχεδόν παντού. Αυτός ο μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός καθιστά απίθανο ότι η χριστιανοδημοκρατία θα ανακτήσει ποτέ την δεσπόζουσα θέση που είχε στα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτό αφήνει την ΕΕ ως ένα κούφιο κέλυφος: Τα ιδανικά που κάποτε κινητοποιούσαν τα σχέδια της ολοκλήρωσης φαινομενικά έχουν ξεχαστεί, υπερασπιζόμενα μόνο από μικρά κόμματα όπως οι Πράσινοι.