Μπορεί ο οίκος των Σαούντ να επιβιώσει του ISIS; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί ο οίκος των Σαούντ να επιβιώσει του ISIS;

Ο σεχταριστικός πόλεμος του Μπαγκντάντι
Περίληψη: 

Υπάρχει κάτι γνώριμο αναφορικά με την τρέχουσα τρομοκρατική εκστρατεία του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) στην Σαουδική Αραβία. Στην πραγματικότητα, παρουσιάζει τρομερές ομοιότητες με εκείνη της αλ Κάιντα πριν από 12 χρόνια. Τότε, ο οίκος των Σαούντ απέκρουσε με επιτυχία τους τζιχαντιστές εχθρούς του. Αυτήν την φορά, όμως, το Ριάντ θα χρειαστεί προνοητικότητα, πολιτική δεινότητα και, πάνω απ’ όλα, ενδοσκόπηση για να επαναλάβει την προηγούμενη επιτυχία του.

O BILAL Y. SAAB είναι βασικός συνεργάτης για την ασφάλεια στην Μέση Ανατολή στο Κέντρο για την Διεθνή Ασφάλεια Brent Scowcroft στο Atlantic Council.

Υπάρχει κάτι γνώριμο αναφορικά με την τρέχουσα τρομοκρατική εκστρατεία του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS) στην Σαουδική Αραβία. Στην πραγματικότητα, παρουσιάζει τρομερές ομοιότητες με εκείνη της αλ Κάιντα πριν από 12 χρόνια. Τότε, ο οίκος των Σαούντ απέκρουσε με επιτυχία τους τζιχαντιστές εχθρούς του. Αυτήν την φορά, όμως, ο εχθρός είναι πιο ανθεκτικός και πολυμήχανος, ενώ τα περιφερειακά χαρτιά φαίνεται να μαζεύονται εναντίον του Βασιλείου. Το Ριάντ θα χρειαστεί προνοητικότητα, πολιτική δεινότητα και, πάνω απ’ όλα, ενδοσκόπηση για να επαναλάβει την προηγούμενη επιτυχία του.

Αν και ο εκλιπών ηγέτης της αλ Κάιντα, Οσάμα μπιν Λάντεν, επικεντρώθηκε κυρίως στην στοχοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών, τον προβλημάτιζε και η Σαουδική Αραβία. Οι Σαουδάραβες πρέπει να ανατραπούν, έλεγε, επειδή άνοιξαν την πόρτα στην κυριαρχία του μουσουλμανικού κόσμου από «Σταυροφόρους και Σιωνιστές» και πρόδωσαν τον παλαιστινιακό αγώνα για χάρη «Εβραίων και Αμερικανών». Αλλά πέρα από τις όποιες παραβιάσεις, ο Μπιν Λάντεν κατάλαβε ότι, τελικά, θα πρέπει να κηρύξει πόλεμο στην Σαουδική Αραβία για την επίτευξη του σημαντικότερου στόχου: Τον έλεγχο των ιερών πόλεων του Ισλάμ και του τεράστιου πετρελαϊκού του πλούτου.

Δεδομένης της στήριξης των ΗΠΑ στην Σαουδική Αραβία, ο Μπιν Λάντεν γνώριζε πόσο δύσκολη θα ήταν αυτή η αποστολή. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να την αναλάβει. Όταν η Κανταχάρ κατελήφθη το 2002 μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, εκατοντάδες Σαουδάραβες που ήταν μέλη της αλ Κάιντα επέστρεψαν στο Βασίλειο και εντάχθηκαν σε κρυφούς πυρήνες που λειτουργούσαν κρυφά εκεί υπό την ηγεσία του Μπιν Λάντεν. Από τις αρχές του 2003, αυτοί οι πυρήνες μετατράπηκαν σε μια εκτεταμένη τρομοκρατική υποδομή που αποτελείτο ως επί το πλείστον από Σαουδάραβες, γεγονός που προέτρεψε τον Μπιν Λάντεν να διατάξει εξέγερση στις 13 Φεβρουαρίου του 2003, η οποία συνέπεσε με την παραμονή της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ. (Στην πραγματικότητα, η εισβολή προσέφερε στην αλ Κάιντα μια μοναδική ευκαιρία να κυνηγήσει την Σαουδική μοναρχία βασιζόμενη στην έντονη αντιαμερικανική αντίδραση που προκάλεσε στον πληθυσμό της Σαουδικής Αραβίας η εισβολή).

15062015-1.jpg

Το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη για αυτήν την βομβιστική επίθεση κοντά στο σιιτικό τέμενος αλ- Άνουντ, στο Dammam της Σαουδικής Αραβίας, στις 29 Μαΐου του 2015. FAISAL AL NASSER / REUTERS
-------------------

Η πρώτη τρομοκρατική ενέργεια του πολέμου στο Βασίλειο ήλθε λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα, στις 12 Μαΐου, όταν πολλοί βομβιστές αυτοκτονίας πυροδότησαν βόμβες σε αυτοκίνητα σε αρκετά οικιστικά συμπλέγματα στο Ριάντ που χρησιμοποιούνταν από Αμερικανούς και άλλους Δυτικούς εργολάβους που εργάζονταν στην πόλη. Επτά Αμερικανοί ήταν μεταξύ των 34 νεκρών, ενώ άλλοι 200 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Αυτό που ακολούθησε ήταν η μεγαλύτερη και πιο βίαιη εσωτερική διαμάχη μέσα στην Σαουδική Αραβία στην σύγχρονη ιστορία της. Ούτε καν η εξέγερση στο Μεγάλο Τζαμί στην Μέκκα το 1979 δεν αποτέλεσε τόσο σοβαρή απειλή για τον οίκο των Σαούντ όσο η επίθεση της αλ Κάιντα.

Η εξέγερση ήταν καλά οργανωμένη, θανατηφόρα και καθολική. Οι ένοπλες διαμάχες μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας της Σαουδικής Αραβίας και συμμοριών της αλ Κάιντα ήταν σχεδόν καθημερινά περιστατικά στις αστικές περιοχές. Συγκρούσεις σημειώθηκαν στην Τζέντα, το Κομπάρ, την Μέκκα, το Ριάντ, το Ταΐφ, την Γιανμπού και άλλες πόλεις και κωμοπόλεις σε όλη την χώρα. Η αλ Κάιντα χρησιμοποίησε παγιδευμένα με εκρηκτικά αυτοκίνητα με στόχο τις εγκαταστάσεις των Δυτικών, ενώ επίσης απήγαγε και δολοφόνησε πολίτες της Δύσης. Υπήρξαν περιστασιακά επεισόδια σχετικής ηρεμίας, κατά τα οποία φαινόταν πως οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν καταφέρει να υποβαθμίσουν την αλ Κάιντα, τα οποία ακολουθούσαν, όμως, νέες εκρήξεις βίας. Οι τρομοκράτες δολοφόνησαν ανώτερους αξιωματικούς του Υπουργείου Εσωτερικών της Σαουδικής Αραβίας (MOI), ενώ έθεσαν ως στόχο επίθεσης ακόμα και την υποβλητική έδρα του MOI στο Ριάντ, η οποία οικοδομήθηκε ώστε να μοιάζει με ανεστραμμένη πυραμίδα. Μια από τις πιο βίαιες επιθέσεις ήταν εκείνη που έλαβε χώρα στο προξενείο των ΗΠΑ στην Τζέντα στις 6 Δεκεμβρίου του 2004. Εννέα άνθρωποι σκοτώθηκαν όταν ένας πυρήνας της αλ Κάιντα διείσδυσε στον χώρο του προξενείου και σχεδόν κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει μια νεαρή γυναίκα που ήταν διπλωμάτης των ΗΠΑ.

Αλλά το Ριάντ κατάφερε τελικά να επικρατήσει με τις αντιτρομοκρατικές του προσπάθειες, ενώ συνέθλιψε ουσιαστικά την εξέγερση της αλ Κάιντα μέχρι το 2006. (Αν και οι τρομοκράτες συνέχισαν να σχεδιάζουν θεαματικές επιθέσεις για ακόμα μια χρονιά, οι προσπάθειές τους ματαιώθηκαν από τις Υπηρεσίες ασφαλείας). Απολαμβάνοντας την υποστήριξη ενός θρησκευτικού κατεστημένου που σκιαγραφούσε την ιδεολογία της αλ Κάιντα ως μια διαστροφή του Ισλάμ, το Υπουργείο Εσωτερικών και άλλες κυβερνητικές Υπηρεσίες της Σαουδικής Αραβίας χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά αντιτρομοκρατικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της δημοσίευσης των ονομάτων των τρομοκρατών που συνελήφθησαν ή σκοτώθηκαν, της εισχώρησης στους πυρήνες, του διαδικτυακού πολέμου και της παρεμπόδισης ή διακοπής της χρηματοδότησης των τρομοκρατικών οργανώσεων. Οι Αρχές της Σαουδικής Αραβίας δημιούργησαν επίσης ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και επανεκπαίδευσης προκειμένου να μετατρέψουν τους συλληφθέντες τρομοκράτες σε ειρηνικούς πολίτες. Τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά -λιγότερο από το 10% επέστρεψε στην τζιχάντ, σύμφωνα με τον al Bishi, διευθυντή των κέντρων αποκατάστασης- ενθαρρύνοντας τις κυβερνήσεις της περιοχής που μάχονταν την τρομοκρατία να υιοθετήσουν και να προσαρμόσουν τμήματα του προγράμματος.

ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ