Η δύσκολη συνεννόηση στην Κύπρο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η δύσκολη συνεννόηση στην Κύπρο

To «συναινετικό μοντέλο» και η «εθνο-ομοσπονδία» ως εργαλεία επίλυσης διαφορών

Η «εθνο-ομοσπονδία» αν και παρουσιάζεται πολλές φορές ως η μέση λύση που μπορεί να συμβιβάσει το αίτημα μια εθνικής κοινότητας για ενιαίο κράτος και το αίτημα μιας άλλης για απόσχιση, σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο αποδεικνύεται αδύναμο εργαλείο για συνεννόηση, σταθερότητα και βιωσιμότητα. Επιδιώκοντας να διευθετήσει μια πολιτική διαφορά, αντί να δημιουργεί τους όρους και τις προϋποθέσεις για μακροχρόνια ομαλότητα κληροδοτεί στις επόμενες γενιές ένα δυσεφάρμοστο πολιτειακό μοντέλο. Ειδικότερα, οι «δεύτερες γενιές» που δεν βίωσαν το «συμβιβαστικό» κλίμα μέσα στο οποίο έγινε η αρχική διευθέτηση, διαβιώνοντας πλέον σε ένα μοντέλο με ισχυρούς εθνοτικούς και εδαφικούς διαχωρισμούς, περιχαρακώνονται σε ένα πολυδιάστατο στρώμα ταυτοτήτων με πρωταρχικοποιημένη την εθνική και την κοινοτική (στα πλαίσια της ΔΔΟ θα έχουμε την εθνική, ύστερα την κοινοτική, μετέπειτα την πολιτειακή, και έσχατη την ομοσπονδιακή). Συνακόλουθα, αυτή που τίθεται στο επίκεντρο της θεσμικής λειτουργίας και πολιτικής δράσης είναι η εθνική μαζί με την κοινοτική, ενώ οι υπόλοιπες τοποθετούνται εκ των πραγμάτων στην περιφέρεια και το περιθώριο (π.χ. η κοινή ομοσπονδιακή). Δημιουργούνται επομένως μικρά «έθνη-κράτη» μέσα σε ένα ευρύτερο αδύναμο κεντρικό κράτος, με το δικό τους ξεχωριστό περιφερειακό εποικοδόμημα –νομικό, πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, πολιτιστικό, εθιμικό- που λειτουργεί ανταγωνιστικά έναντι των άλλων «εθνών-κρατών» και της κεντρικής κυβέρνησης.

Ακόμη και ακαδημαϊκοί που βλέπουν με μεγαλύτερη συμπάθεια ρυθμίσεις αυτού του είδους όπως οι John McGarry και Brendan O’Leary υποστηρίζουν ότι «δυστυχώς η ομοσπονδία έχει χαμηλό ιστορικό ρεκόρ ως ρυθμιστικό εργαλείο επίλυσης διαφορών σε πολυεθνικά κράτη» [13], ενώ ο Will Kymlicka καταλήγει ότι «γενικά, φαίνεται απίθανο η ομοσπονδία να μπορέσει να προσφέρει διαρκή λύση απέναντι στη πρόκληση της εθνο-πολιτισμικής ποικιλότητας» [14]. Ο Ronald Watts προειδοποιεί ότι όταν διαιρέσεις όπως η γλώσσα, η εθνικότητα, ή η θρησκεία ενισχύουν τους εδαφικούς διαχωρισμούς της ομοσπονδίας, τότε οι κλυδωνισμοί που είναι ενδογενείς μπορούν να οδηγήσουν μέχρι το σημείο διάλυσης του κράτους όπως έγινε π.χ. στην Γιουγκοσλαβία, την Σοβιετική Ένωση, την Μαλαισία, το Πακιστάν κ.α. [15] Επιπρόσθετα, ο Ruth Lapidoth σημειώνει ότι αυτού του είδους οι διευθετήσεις δεν υιοθετούνται (ούτε καν ως ονομαστική αναφορά) σε κανένα διεθνές νομοθέτημα, συνέδριο ή διακήρυξη σχετικά με ζητήματα προστασίας εθνικών, θρησκευτικών, ή γλωσσικών ομάδων [16].

Ο σκεπτικισμός που αναπτύχθηκε γύρω από τις «εθνο-ομοσπονδιακές» διευθετήσεις υποστηρίζεται από μια σειρά ουσιαστικών αποδεικτικών στοιχείων που προκύπτουν από εμπειρικά δεδομένα. Η εμβριθής μελέτη [17] των David Lake και Donald Rothtchild επί του αντικειμένου κατέδειξε, σύμφωνα με τα καταληκτικά τους συμπεράσματα, ότι ακόμα και σε περιπτώσεις όπου προηγουμένως δεν υπήρξε εμφύλιος πόλεμος ή δια-εθνοτικές διενέξεις, η εδαφική αποκέντρωση –στα πλαίσια της «εθνο-ομοσπονδίας»- είναι ένας εύθραυστος πολιτικός θεσμός που γρήγορα εγκαταλείπεται. Στις περιπτώσεις δε όπου προηγουμένως υπήρξε εμφύλιος πόλεμος ή δια-εθνοτικές διενέξεις (όπως στην περίπτωση της Κύπρου) τότε οι προοπτικές για την «εθνο-ομοσπονδία» είναι ακόμα χειρότερες: Δεν υπάρχει καμία απόδειξη επιτυχούς θεσμοθέτησης τέτοιων προνοιών στην μεταπολεμική (1945 και εντεύθεν) συνταγματική τάξη.

Σύμφωνα με τον Philip G. Roeder, οι μελέτες των «εθνο-ομοσπονδιακών» παραδειγμάτων (κυρίως στην Κεντρική Ευρασία) κατέστησαν πρόδηλα πασιφανές ότι οι πολιτειακοί θεσμοί αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης τεσσάρων παραμέτρων στις σχέσεις κέντρου-περιφερειών, που με την σειρά τους αντικατοπτρίζονται στην κρίση που εμφανίζεται σε γενικό πολιτειακό επίπεδο: (α) δημιουργία συγκρούσεων γύρω από την εθνική ταυτότητα (national-identity conflicts), (β) η πολιτική ατζέντα επικεντρώνεται γύρω από ζητήματα κυριαρχίας και συνταγματικών αρμοδιοτήτων που εκφράζουν αυτήν την σύγκρουση εθνικών ταυτοτήτων βαθαίνοντας τον διαχωρισμό μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και περιφερειακών κυβερνήσεων, (γ) ενδυναμώνονται οι πολιτικές δυνάμεις που υιοθετούν αποσχιστικά αιτήματα, και (δ) αποδυναμώνεται η λειτουργικότητα του κοινού ομοσπονδιακού κράτους [18].

Δυνάμει των ανωτέρω, αν αναλογιστούμε τις διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις που έχει κάθε πλευρά στην περίπτωση της Κύπρου ως προς τα ζητήματα κυριαρχίας και την φύση του ομοσπονδιακού κράτους που θα προκύψει, αυξάνεται με επίταση ο ήδη υπαρκτός κίνδυνος να φτάσουμε σε πολιτειακά αδιέξοδα. Η ελληνική πλευρά ερμηνεύει την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου ως μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας από ενιαίο κράτος σε διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό. Παράλληλα και σε συνάρτηση με αυτή την θέση δεν αποδέχεται την διχοτόμηση της κυριαρχίας ανάμεσα στις δύο συνιστώσες πολιτείες που θα δημιουργηθούν, θεωρώντας ότι η κυριαρχία είναι μια και αδιαίρετη αφού εκπηγάζει από τον λαό στο σύνολο του. Η προσέγγιση της ελληνικής πλευράς εδράζεται στην μεθοδολογία της «αποκέντρωσης» βάσει της οποίας ένα αρχικά ενιαίο κράτος υιοθετεί ένα νέο ομοσπονδιακό σύνταγμα χωρίς να επηρεάζεται η ταυτότητα και η συνέχεια της διεθνούς νομικής προσωπικότητας [19]. Από την άλλη, η θέση της τουρκικής πλευράς βασίζεται στην μεθοδολογία της «συγκέντρωσης» στην οποία μια ομοσπονδία δημιουργείται από δύο ή περισσότερες υπάρχουσες κυρίαρχες κρατικές οντότητες [20]. Γι’ αυτό το λόγο η τουρκική πλευρά κάνει λόγο διαχρονικά σε όλα τα έγγραφα που κυκλοφορεί αλλά και μέσα από δηλώσεις αξιωματούχων για «δύο λαούς» [21] και «δύο συν-ιδρυτικά κράτη» [22].

ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ