Η αναβίωση του ρωσικού στρατού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αναβίωση του ρωσικού στρατού

Πώς επανισχυροποιήθηκε η Μόσχα

Το πιο πιθανό είναι ότι η Ρωσία θα αναλάβει στρατιωτική δράση κοντά στα νότια σύνορά της, ιδιαίτερα αν το ISIS, το οποίο έχει δημιουργήσει μια βάση στο Αφγανιστάν [10], καταφέρει να επεκταθεί στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, τα οποία είναι σχετικά εύθραυστα. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, θα αντιμετωπίσουν σύντομα μεταβάσεις ηγεσίας καθώς οι υπερεβδομηκοντούτεις πρόεδροί τους θα παραιτηθούν ή θα πεθάνουν [στμ: Όπως συνέβη όντως στο Ουζμπεκιστάν που αυτές τις ημέρες εξέλεξε τον νέο πρόεδρό του]. Η Κιργιζία και το Τατζικιστάν, όπου η Ρωσία διατηρεί μικρό στρατό και αεροπορικές δυνάμεις, δεν θα αποδειχθούν σταθερές μακροπρόθεσμα˙ όπως και το Τουρκμενιστάν, παρουσιάζουν υψηλή ανεργία, κρατική διαφθορά, εθνοτικές εντάσεις και θρησκευτικό ριζοσπαστισμό -το ίδιο είδος προβλημάτων που προκάλεσαν την Αραβική Άνοιξη.

Η ανάμνηση του Σοβιετικού τέλματος στο Αφγανιστάν είναι ακόμα πολύ φρέσκια στο Κρεμλίνο για να εξετάσει σοβαρά να εισβάλει και πάλι στην χώρα για να κατανικήσει το ISIS εκεί˙ Αντ’ αυτού, θα συνεχίσει να στηρίζει την κυβέρνηση του Αφγανιστάν και τις προσπάθειες των Ταλιμπάν να νικήσουν την οργάνωση. Αλλά αυτό δεν ισχύει στην Κεντρική Ασία, την οποία η Ρωσία θεωρεί ζωτική ζώνη ασφαλείας. Αν η κυβέρνηση του Καζακστάν, της Κιργιζίας ή του Τατζικιστάν αντιμετωπίσουν μια μεγάλη πρόκληση από ισλαμιστές εξτρεμιστές, η Ρωσία είναι πιθανό να παρέμβει πολιτικά και στρατιωτικά, ίσως κάτω από την εντολή του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization), μια συμμαχία στην οποία ανήκουν και οι τέσσερις χώρες.

Κατά τα προσεχή έτη, λοιπόν, ο στρατός της Ρωσίας θα συνεχίσει να εστιάζει στην τεράστια γειτονιά της χώρας στην ευρύτερη Ευρασία, όπου η Μόσχα πιστεύει ότι η χρήση βίας αποτελεί στρατηγική άμυνας. Αν το εγχείρημα της Ρωσίας στην Συρία αποτύχει να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους της Μόσχας εκεί, ή αν η οικονομία της Ρωσίας επιδεινωθεί σημαντικά, αυτή η περίπτωση παρέμβασης πέραν του εγγύς εξωτερικού της χώρας μπορεί να αποδειχθεί εξαίρεση. Αν όχι, η Ρωσία θα μπορούσε να μάθει να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την στρατιωτική της ισχύ σε όλο τον κόσμο, υποστηρίζοντας τον ισχυρισμό της ότι είναι μια από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, μαζί με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ;

Ακόμη και ενώ η Μόσχα έχει μεταρρυθμίσει τον στρατό της για να αντιμετωπίζει νέες απειλές, ο ρωσικός αμυντικός σχεδιασμός έχει παραμείνει σταθερά προσηλωμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, που το Κρεμλίνο εξακολουθεί να θεωρεί πρωταρχικές προκλήσεις. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της Ρωσίας για το 2016 περιγράφει την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ρωσία, ως ανασχετική˙ καθιστά επίσης σαφές ότι η Ρωσία θεωρεί την συγκέντρωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ ως απειλή, καθώς και την ανάπτυξη των αμερικανικών αμυντικών βαλλιστικών πυραύλων και το εν εξελίξει σχέδιο του Πενταγώνου για να αποκτήσει την ικανότητα να χτυπά οπουδήποτε στην γη με συμβατικά όπλα μέσα σε μια ώρα. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις κινήσεις, η Ρωσία εκσυγχρονίζει το πυρηνικό της οπλοστάσιο και την δική της αεροπορική και πυραυλική άμυνα. Η Μόσχα, επίσης, αναθεωρεί το πρότυπο ανάπτυξης των δυνάμεών της, ιδιαίτερα κατά μήκος των δυτικών συνόρων της Ρωσίας, και κατά πάσα πιθανότητα θα εμβαθύνει την στρατιωτική παρουσία της στον θύλακα της Βαλτικής, το Καλίνινγκραντ. Η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία είναι ασφαλείς, όμως, έστω και αν δεν αισθάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο [11]: Το Κρεμλίνο δεν έχει κανένα συμφέρον να διακινδυνεύσει πυρηνικό πόλεμο επιτιθέμενο εναντίον ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, και η σφαίρα του ρωσικού ελέγχου την οποία ο Πούτιν φιλοδοξεί, βεβαίως αποκλείει αυτές τις χώρες.

Την ίδια στιγμή που η Ρωσία ανοικοδομεί τον στρατό της, το ΝΑΤΟ αναδιατάσσει την δική του στρατιωτική παρουσία στην ανατολική Ευρώπη. Το αποτέλεσμα θα είναι πιθανώς μια νέα και αορίστου χρόνου στρατιωτική αντιπαράθεση. Αντίθετα από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όμως, υπάρχει μικρή προοπτική για συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης οποτεδήποτε σύντομα, λόγω των πολλών διαφορών στις συμβατικές στρατιωτικές τους δυνατότητες. Πράγματι, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις είναι απίθανο να γίνουν τόσο ισχυρές όσο ο στρατός των ΗΠΑ ή να απειλήσουν ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με μια μαζική εισβολή, ακόμη και μακροπρόθεσμα. Παρά το γεγονός ότι η Μόσχα επιδιώκει να παραμείνει ένας σημαντικός παίκτης στην διεθνή σκηνή, οι Ρώσοι ηγέτες έχουν εγκαταλείψει τις σοβιετικής εποχής φιλοδοξίες περί παγκόσμιας κυριαρχίας και διατηρούν κακές αναμνήσεις από την κούρσα των εξοπλισμών της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, η οποία μοιραία αποδυνάμωσε την Σοβιετική Ένωση.

Έτι περαιτέρω, οι πόροι της Ρωσίας είναι πολύ πιο περιορισμένοι από αυτούς των Ηνωμένων Πολιτειών: Η αγωνιζόμενη οικονομία της δεν είναι πουθενά κοντά στο μέγεθος της οικονομίας των ΗΠΑ, και ο γηράσκων πληθυσμός της είναι λιγότερος από το μισό του πληθυσμού των ΗΠΑ. Η ρωσική αμυντική βιομηχανία, έχοντας μόλις επιζήσει από δύο δεκαετίες παραμέλησης και παρακμής, αντιμετωπίζει ένα διαρκώς συρρικνούμενο εργατικό δυναμικό, αδυναμίες σε βασικούς τομείς όπως η ηλεκτρονική, και απώλεια παραδοσιακών προμηθευτών όπως η Ουκρανία. Παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας έφθασαν το 4,2% του ΑΕΠ το 2015, η χώρα δεν μπορεί να αντέξει τόσο υψηλό κόστος για πολύ χωρίς περικοπές σε βασικές εγχώριες ανάγκες, ιδιαίτερα εν τη απουσία ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Προς το παρόν, ακόμη και υπό τους περιορισμούς των χαμηλών ενεργειακών τιμών και των Δυτικών κυρώσεων, οι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν υποσχεθεί να συνεχίσουν τον εκσυγχρονισμό του στρατού, αν και με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό από ό, τι είχε αρχικά προγραμματιστεί.