Ο εθνικισμός οδηγεί σε κακή εξωτερική πολιτική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο εθνικισμός οδηγεί σε κακή εξωτερική πολιτική

Τι κάνει λάθος ο Trump

Και δεν είναι μόνο οι ρεπουμπλικανικές ελίτ. Κατά την τελευταία δεκαετία, Αμερικανοί από όλα τα κόμματα όλο και περισσότερο πιστεύουν [16] ότι ο σεβασμός των ξένων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει μειωθεί. Από τον Απρίλιο του 2016, το Κέντρο Ερευνών Pew διαπίστωσε [17] ότι η πλειοψηφία των Δημοκρατικών, των Ρεπουμπλικάνων και των ανεξάρτητων υιοθετούσαν την άποψη αυτή.

ΕΝΑ ΟΧΙ ΤΟΣΟ ΧΡΗΣΙΜΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ο εθνικισμός και η νοσταλγία συχνά συμβαδίζουν. Ο εθνικιστής δεν ενδιαφέρεται για την ιστορία αυτή καθ’ αυτή. Κατασκευάζει ένα παρελθόν για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του παρόντος και μια συγκεκριμένη εκδοχή του μέλλοντος. Οι αναφορές του Trump στην ιστορία είναι αληθείς στην εθνικιστική τους μορφή.

Αντίθετα με την εθνικιστική νοσταλγία του, όμως, τα τελευταία 60 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνάντησαν άφθονη αντίσταση, τόσο από συμμάχους όσο και από αντιπάλους, και οι επιδείξεις της δύναμης των ΗΠΑ ήταν συχνά αντιπαραγωγικές. Σκεφτείτε την κορύφωση της ισχύος των ΗΠΑ, στην δεκαετία του 1950. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν την δεκαετία σε ένα εκνευριστικό, βαθιά αντιδημοφιλές και συγκλονιστικά καταστροφικό πολεμικό αδιέξοδο στην Κορέα. Αντί να καλλιεργήσει σεβασμό για την αμερικανική εξουσία και σοφία, αυτή η επίδειξη δύναμης έκανε τους συμμάχους να ανησυχούν για την τάση της Ουάσιγκτον για μιλιταρισμό. Σημείωσε επίσης την έναρξη μιας παρατεταμένης περιόδου σοβιετικών προκλήσεων. Ο υπουργός Εξωτερικών, John Foster Dulles, διασκέδαζε με τον κομπασμό και την ακροσφαλή διπλωματία -ο Trump πιθανότατα θα είχε εκτιμήσει την δημόσια εικόνα του Dulles- αλλά αυτό δεν έκανε ούτε τους Κινέζους ούτε τους Σοβιετικούς να πράξουν αυτά που εκείνος ήθελε. Ο Ψυχρός Πόλεμος, στον οποίο κανένας κανόνας δεν διέπει τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, μαινόταν την δεκαετία του 1950, παρ’ όλο που στην κυβέρνηση των ΗΠΑ κυριαρχούσαν οι σκληροπυρηνικοί. Εν τω μεταξύ, η απειλή του Dulles για «μαζικά αντίποινα» ανησύχησε βαθιά συμμάχους που φοβούνταν την αμερικανική κλιμάκωση όσο, αν όχι περισσότερο από, την εγκατάλειψη από τον ισχυρό προστάτη τους.

Αν η σκληρότητα αποδίδει σεβασμό και υποταγή, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να είχαν τον μεγαλύτερο σεβασμό στην δεκαετία του 1960 -όταν αντιμετώπισαν την σοβιετική αρκούδα στην Κούβα (ή τουλάχιστον αυτό ήταν το αφήγημα της ιστορίας της κρίσης πυραύλων) και όταν έστειλαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια στρατιώτες στο Νότιο Βιετνάμ για να προσπαθήσουν να αποτρέψει το έθνος εκείνο από το να πέσει στον κομμουνισμό. Αλλά λίγοι θα αμφισβητούσαν ότι η δεκαετία στην πραγματικότητα σηματοδότησε ένα σχεδόν ναδίρ στον σεβασμό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ αμαύρωσε την φήμη της Αμερικής στον μετα-αποικιακό κόσμο, όπου θεωρήθηκε ως επιθετικός, και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μικρή επιρροή στο αδέσμευτο κίνημα στον Τρίτο Κόσμο. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι επέδειξαν αυξημένη ανεξαρτησία, υπογραμμισμένη από τις δημόσιες επικρίσεις για τον πόλεμο του Βιετνάμ, την αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966 και την στροφή της Γερμανίας προς την Ostpolitik. Κατά την διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, οι Ευρωπαίοι φάνηκαν ολοένα και περισσότερο απρόθυμοι να διευκολύνουν οικονομικά τις Ηνωμένες Πολιτείες και αυτό οδήγησε το δολάριο των ΗΠΑ να αποσυρθεί από τον «χρυσούν κανόνα» το 1971.

Οι σημερινοί εθνικιστές χαιρετίζουν το «ηθικό θάρρος» του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν [18] όταν αντιτάχθηκε στην Σοβιετική Ένωση, εμφανίζοντάς τον ως την επιτομή της αποφασιστικότητας των ΗΠΑ και του πιστώνουν ότι ανάγκασε τους Σοβιετικούς να τερματίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο. Αλλά, από την Κεντρική Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή, η ασυμβίβαστη στάση του Reagan δεν παρήγαγε παραχωρήσεις από τους εχθρούς των ΗΠΑ αλλά βίαιη αντίσταση τόσο στις δυνάμεις των ΗΠΑ όσο και στις δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ. Ο ανανεωμένος Ψυχρός Πόλεμος κατά την πρώτη θητεία του προκάλεσε εντάσεις με Ευρωπαίους συμμάχους και το κίνημα του πυρηνικού αφοπλισμού χαρακτήρισε τις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης. Όσο για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ήταν η τελική ευελιξία του Reagan και όχι η αδιάκοπη σκληράδα του, που βοήθησε να έρθει σε ένα τέλος: Αντιλήφθηκε, πριν από τους συμβούλους του και αντίθετα από την υποτιθέμενη σοφία τους, ότι ο Mikhail Gorbachev ήταν ένας διαφορετικός Σοβιετικός ηγέτης που επιδίωκε μια στρατηγική, όχι απλώς μια τακτική, μετατόπιση της σοβιετικής πολιτικής.

Τέλος, ο -μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001- «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» του προέδρου Τζορτζ Μπους, και ο πόλεμος που ακολούθησε στο Ιράκ -φαινομενικά το ζενίθ της αμερικανικής αποφασιστικότητας- δεν συγκέντρωσε παγκόσμιο σεβασμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν έφερε μια πιο φιλόξενη παγκόσμια τάξη ούτε αποθάρρυνε την αντίσταση. Ακριβώς το αντίθετο. Μεταξύ 2002 και 2007, οι θετικοί δείκτες [αποδοχής] των ΗΠΑ μειώθηκαν δραματικά [19] σε 26 από 33 χώρες, σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών Pew. Οι σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες μεγάλες δυνάμεις, συμμάχους και αντιπάλους, ήταν σε μεγάλη ένταση. Ο αμερικανικός στρατός είχε αποδυναμωθεί και πιεστεί. Ως αποτέλεσμα των επιθετικών πολιτικών της διοίκησής του, η θέση της Αμερικής στον κόσμο ήταν αναμφισβήτητα χειρότερη όταν ο Μπους έφυγε από την εξουσία από ό, τι όταν την ανέλαβε.

Λίγο πριν ο Ομπάμα και η Κλίντον βάλουν την σφραγίδα τους στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, λοιπόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνήθως αποτύγχαναν να επιβάλλουν την βούλησή τους στον κόσμο. Σε αντίθεση με τους υπολογισμούς των εθνικιστών, η αντίσταση δεν ήταν γενικά το αποτέλεσμα των ηγετών της Αμερικής πού ήταν αδύναμοι και δειλοί. Στην πραγματικότητα, η αμερικανική σκληρότητα εξυπηρετούσε συχνά τους σκοπούς των ξένων ηγετών, καθώς έβρισκαν πολιτικό όφελος στο να παίξουν τον ρόλο του υπερασπιστή του έθνους τους εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και των ιμπεριαλιστικών προθέσεών τους.

ΜΙΑ ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ