Η παγκοσμιοποίηση της οργής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η παγκοσμιοποίηση της οργής

Γιατί ο σημερινός εξτρεμισμός φαίνεται οικείος

Μετά την τελική απαξίωση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πολλοί Δυτικοί φιλελεύθεροι υπέθεταν ότι η μεγάλη αγωνιστική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού θα έρθει σταδιακά να μοιάζει ο ένας με τον άλλον, όσο οι μη-Δυτικές κοινωνίες καθιστούν τους πολιτικούς τους θεσμούς πιο δημοκρατικούς, τις οικονομίες τους πιο φιλελεύθερες, και τις κοσμοθεωρίες τους λιγότερο επιζήμιες για την ατομική επιδίωξη της ευτυχίας. Αυτοί οι Δυτικοί παρατηρητές θα μπορούσαν να ήταν σωστοί -εκτός από το γεγονός ότι ξέχασαν με τι πραγματικά έμοιαζαν οι δικές τους κοινωνίες κατά την διάρκεια της βάναυσης εισαγωγής τους στον νεωτερισμό, και δεν κατάφεραν να δουν τι προμήνυε η ιστορία τους για το μέλλον του αναπτυσσόμενου κόσμου. Στους μεταψυχροπολεμικούς σχολιασμούς και συζητήσεις στην Δύση, οι αιώνες βίας και βασάνων που προκάλεσε η αποικιοκρατία, η δουλεία, οι εμφύλιοι πόλεμοι και ο θεσμοθετημένος ρατσισμός και αντισημιτισμός, περιορίστηκαν συχνά στην ιστορία των δύο παγκόσμιων πολέμων –κάτι που ερμηνεύεται κυρίως ως αναγκαία, εάν και τρομερά στάδια του τελικού θριάμβου της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι των αντι-μοντερνικών ιδεολογικών αντιπάλων της. Ο ολοκληρωτισμός, τόσο στις φασιστικές όσο και στις κομμουνιστικές του εκδοχές, αναγνωρίστηκε ως μια κακόβουλη αντίδραση σε μια φιλελεύθερη παράδοση ορθολογισμού, ανθρωπισμού και οικουμενικότητας. Στην αισιόδοξη ομίχλη της εποχής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Δυτικοί διανοούμενοι ξέχασαν (ή ξέμαθαν) ότι η ολοκληρωτική πολιτική είχε πράγματι αναδυθεί από ιδέες του 20ου αιώνα -ευγονική, φυλετική ενότητα, επιθετικός εθνικισμός [jingois¬¬tic nationalism], ιμπεριαλισμός, κοινωνική μηχανική- που είχαν εμφανιστεί αρχικά σε φιλελεύθερα κράτη και που ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς σε προμαχώνες του φιλελευθερισμού όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Εν ολίγοις, ήταν ξεχασμένο το γεγονός ότι παρ’όλο που οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού της Ευρώπης είχαν διατυπώσει τις αρχές του κοσμικού σύγχρονου κόσμου, η Δύση είχε επίσης παράγει ακριβώς το είδος των μαχητικώς αντι-μοντέρνων (ή ίσως ριζοσπαστικά μοντέρνων) ιδεολογιών που αναδύθηκαν τώρα αλλού. Πιο πρόσφατα, στην εποχή που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου 2001, αυτή η συλλογική απώλεια μνήμης έπληξε επίσης την Δυτική συζήτηση σχετικά με την τρομοκρατία, η οποία, μακράν του να είναι ένα αποκλειστικά ισλαμικό φαινόμενο, είναι στην πραγματικότητα μια τακτική που έχει χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους όλων των θρησκειών και ιδεολογιών από τότε που αναπτύχθηκε από τους Ευρωπαίους και τους Ρώσους επαναστάτες και αναρχικούς του τέλους του 19ου αιώνα.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΦΟΒΟ

Κρίνοντας εκ των υστέρων, η ουτοπία του D'Annunzio στο Fiume προανήγγειλε πολλά σύγχρονα θέματα: Τις προκλήσεις και τους κινδύνους της ατομικής ελευθερίας, την λαχτάρα για την αναζωογόνηση, την υποταγή σε μεγάλα κινήματα με αυστηρούς κανόνες και χαρισματικούς ηγέτες και την λατρεία της λυτρωτικής βίας. Τα όργιά του επιβεβαίωσαν την σχέση μεταξύ της σεξουαλικής παραβατικότητας και της απεριόριστης ατομικής ελευθερίας που είχαν αρχικά σχεδιάσει ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και ο Λόρδος Βύρων, και που πρόσφατα επανεμφανίστηκε από τους παιδεραστές και τους βιαστές του ISIS.

Η ανδροπρεπής [macho] στάση του D'Annunzio διατύπωσε επίσης μια μισογυνική φαντασία, η οποία υπήρξε ιστορικά συνηθισμένη μεταξύ διακεκριμένων στοχαστών όσο και μεταξύ φυλετικών και πολιτισμικών σοβινιστών -μια εικόνα των γυναικών, σύμφωνα με τα λόγια του Ρουσό, ως «ειδικά κατασκευασμένη για να ευχαριστεί τον άνδρα» και προορισμένη «να υποτάσσεται». Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η ιδανική γυναίκα «απλά ξεδιπλώνεται σαν λουλούδι, χωρίς αγώνα και χωρίς αντίσταση». Αλλά ο D'Annunzio προχώρησε πιο πέρα, ενσωματώνοντας την περιφρόνηση για τις γυναίκες σε ένα υπερ-ανδρικό όνειρο μεγαλοπρέπειας, ηρωισμού, αυτοθυσίας, ισχύος και κατάκτησης -μια φαντασίωση που μοιράζονται σήμερα οι επιθετικοί άντρες πέρα από φυλετικές, εθνοτικές, εθνικές και θρησκευτικές γραμμές, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο ταχύτερος δρόμος προς την αυτοδυναμία είναι μέσω της κυριαρχίας και της υποβάθμισης όσων θεωρούν ως ευάλωτους.

Αλλά όταν ο D'Annunzio κατέλαβε το Fiume, η ιδέα της ατομικής ενδυνάμωσης μέσω της κατάκτησης και της κυριαρχίας είχε σαφώς περιορισμένη δυνατότητα εφαρμογής. Μόνο το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε χώρες που θα μπορούσαν έστω να ισχυρίζονται ότι είναι ανεξάρτητες. Η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού στερείτο αυτοδιοίκησης. Στις περισσότερες από τις ανεξάρτητες χώρες, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να ψηφίσουν, και η πιο ήπια πρόταση ότι θα μπορούσαν να το κάνουν προκαλούσε έντονη κατακραυγή. Πράγματι, ακόμη και η ιδέα της ψήφου σε όλους τους ενήλικες άρρενες εξακολουθούσε να θεωρείται ριζοσπαστική. Για να ειπωθεί απλά, το 1919, σχετικά λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να απογοητευθούν με τον φιλελεύθερο νεωτερισμό επειδή μόνο μια μικρή μειοψηφία είχε την ευκαιρία να γοητευθεί με αυτόν εξαρχής.

Από τότε, όμως, δισεκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι έχουν εκτεθεί στις υποσχέσεις και τις αυταπάτες της σύγχρονης ανάπτυξης, οι περισσότερες από τις οποίες έλαβαν χώρα μετά την επίσημη απο-αποικιοποίηση της Αφρικής και της Ασίας. Η παγκόσμια διαδικασία εξατομίκευσης ή ατομικισμού επιταχύνθηκε μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Ξεκινώντας από την δεκαετία του 1990, μια επανάσταση προσωπικών, υλιστικών προσδοκιών -μια επέκταση εκείνης που ο Alexis de Tocqueville είχε δει με πολύ προθυμία στις Ηνωμένες Πολιτείες την δεκαετία του 1830- σάρωσε τον κόσμο.