Οι νέοι πύραυλοι της Τουρκίας
Το πυραυλικό σύστημα S-400 δεν αποτελεί προετοιμασία για πόλεμο, αλλά επιτρέπει στην Τουρκία να συμμετάσχει σε περιφερειακές συγκρούσεις ενώ διασφαλίζει παράλληλα ότι μπορεί να ανταποκριθεί σε νέες απειλές εάν οι σχέσεις με τα μέλη του ΝΑΤΟ εξακολουθήσουν να επιδεινώνονται.
Ο SAMUEL HICKEY είναι επισκέπτης ερευνητής στο Αραβικό Ινστιτούτο Μελετών Ασφαλείας με επίκεντρο την διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής και τα οχήματα μεταφοράς όπλων.
- previous-disabled
- Page 1of 6
- next
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2017, η Τουρκία υπέγραψε [1] και έκανε μια [αρχική χρηματική] κατάθεση για μια συμφωνία ύψους 2,5 δισ. δολαρίων για την αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-400. Η Ρωσία θα πουλήσει στην Τουρκία δύο συστοιχίες [2] και θα μεταφέρει την τεχνολογία στην Άγκυρα για να παράγει δύο δικές της, ενώ η Τουρκία θα προμηθεύσει το λογισμικό προσδιορισμού των στόχων των συστοιχιών. Όπως σημείωσαν αξιωματούχοι του Πενταγώνου [3], το S-400 δεν είναι διαλειτουργικό με το σύστημα αεροπορικής άμυνας του ΝΑΤΟ, προκαλώντας μερικούς εμπειρογνώμονες [4] να αναρωτιούνται για την σχέση της Τουρκίας [5] με τη συμμαχία.
Ο Erdogan σε χειραψία με τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin στην Άγκυρα, τον Σεπτέμβριο του 2017. REUTERS
---------------------------------------------------------------------------------
Το S-400, ένα τελευταίας τεχνολογίας (state-of-the-art) σύστημα πυραυλικής άμυνας, είναι υπερβολικό για την υπεράσπιση ενάντια σε μη κρατικές ένοπλες ομάδες όπως το Ισλαμικό κράτος (ISIS) ή οι Κούρδοι. Αποτελεί επίσης μια τεράστια πολιτική και οικονομική επένδυση για την Τουρκία, η οποία προσπαθεί να βελτιώσει τα συστήματα πυραυλικής άμυνάς της από την δεκαετία του 1990. Η απόφαση της Άγκυρας να πάει στην Ρωσία για αυτή την αγορά υποδηλώνει, επιπλέον, μια μακρόχρονη απογοήτευση με το ΝΑΤΟ.
Η Συμμαχία υποτίθεται ότι προστατεύει την Τουρκία από εξωτερικές απειλές και τα τελευταία χρόνια οι ανησυχίες της Άγκυρας σχετικά με τον πόλεμο στην Συρία την οδήγησαν να επικαλεστεί επανειλημμένα [6] το Άρθρο 4 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης, το οποίο απαιτεί από τα μέλη του ΝΑΤΟ να «διαβουλεύονται μαζί όταν ... απειλείται η εδαφική ακεραιότητα, η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλεια οποιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη». Από την αρχή [7] του συριακού πολέμου, για παράδειγμα, η Τουρκία τάχθηκε υπέρ [8] μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στην Συρία, η οποία τελικά εμποδίστηκε [9] από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι υποθέσεις φαίνεται να έχουν πείσει την Τουρκία ότι πρέπει να προσέξει μόνη της τον εαυτό της.
Το [πυραυλικό σύστημα] S-400 θα ενισχύσει επίσης την όλο και πιο επιθετική ατζέντα εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, παρέχοντας στην Άγκυρα μεγαλύτερη ελευθερία να ελίσσεται στο εξωτερικό. Εκτός από την εμπλοκή της στην Συρία, η Τουρκία έχει δείξει ενδιαφέρον για διαμεσολάβηση στο Αφγανιστάν, για υποστήριξη των Μουσουλμάνων Ροχίνγκια στη Μιανμάρ, για να παίξει ρόλο στην διαμάχη μεταξύ του Κατάρ και του μπλοκ των κρατών του Κόλπου με επικεφαλής την Σαουδική Αραβία, και για την αντιμετώπιση του βίαιου εξτρεμισμού στην Σομαλία. Με την απόκτηση αυξημένων δυνατοτήτων άμυνας, η Τουρκία παίζει το μεγάλο παιχνίδι και ενισχύει την ικανότητά της να ανταποκρίνεται σε απειλές σε ένα ταχέως εξελισσόμενο περιβάλλον ασφάλειας.
Σήμερα, η εμπιστοσύνη μεταξύ της Τουρκίας και του υπόλοιπου ΝΑΤΟ είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Τα μέλη της Συμμαχίας που ανησυχούν για την ακεραιότητα των δημοκρατικών θεσμών της Τουρκίας [10] θα πρέπει να εργαστούν για την ανοικοδόμηση της σχέσης τους με την Άγκυρα. Μια πρακτική λύση είναι να συντονιστούν τα μέλη του ΝΑΤΟ με την Τουρκία στις διπλωματικές της προσπάθειες και να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη στην συμμαχία. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Τουρκία και να την συγκρατήσουν από το να διολισθήσει περισσότερο προς την Ρωσία.
Πύραυλοι S-400 σε παρέλαση στη Μόσχα, τον Μάιο του 2015. SPUTNIK PHOTO AGENCY / REUTERS
------------------------------------------------------------
ΜΕ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ…
Δεν είναι μυστικό ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και άλλων μελών του ΝΑΤΟ είναι τεταμένες. Πολλοί από αυτούς τους τελευταίους επέκριναν την αυταρχική στροφή της Άγκυρας υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ιδίως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Έκτοτε, ο Ερντογάν απέλυσε ή έθεσε σε διαθεσιμότητα [12] πάνω από 100.000 αξιωματούχους και υπαλλήλους του δημοσίου, φυλάκισε μεταξύ 150 και 200 δημοσιογράφους [13] και πρόσφατα απέσυρε την [θεωρία για την] εξέλιξη [των ειδών] [14] από το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών των Λυκείων.
Οι επακόλουθες συγκρούσεις μεταξύ Άγκυρας και ΝΑΤΟ ήταν αρκετά δημόσιες. Τον Απρίλιο, ο Ερντογάν συγκέντρωσε την οργή των Ευρωπαίων ηγετών [15] ενώ έκανε προεκλογική εκστρατεία για ένα δημοψήφισμα [16] μεταξύ των Τούρκων που ζουν στην Ευρώπη –η Ολλανδία αρνήθηκε την είσοδο [17] σε δύο Τούρκους υπουργούς και υποστηρίχθηκε γι’ αυτό από την Γερμανία και την Γαλλία. Στην συνέχεια, στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ζήτησε να τερματιστούν οι συνομιλίες ένταξης της Τουρκίας με την ΕΕ εξαιτίας των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Άγκυρα, συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης δημοσιογράφων και μελών της αντιπολίτευσης [18]. Ο Ερντογάν αποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο, αποκαλώντας [19] την στάση της Μέρκελ ως «ναζισμό».
- previous-disabled
- Page 1of 6
- next