Το Brexit θα ρίξει την κυβέρνηση της Τερέζα Μέι; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Brexit θα ρίξει την κυβέρνηση της Τερέζα Μέι;

Το σχέδιο της κυβέρνησης και οι διαφωνούντες
Περίληψη: 

Η κυβέρνηση της Μέι δημοσιοποιεί τώρα ανησυχητικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για ένα Brexit “χωρίς διαπραγμάτευση”, που περιλαμβάνουν τη μετατροπή του αυτοκινητοδρόμου Μ26 σε έναν προσωρινό χώρο στάθμευσης φορτηγών για να αντιμετωπίσει τις τελωνειακές συσσωρεύσεις στο Ντόβερ, και την χρήση του στρατού για να μεταφέρει τρόφιμα και βασικά φάρμακα σε ολόκληρη την χώρα.

Ο JONATHAN HOPKIN είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο London School of Economics and Political Science.

Το Brexit εξαρχής επρόκειτο να περιλαμβάνει αφενός ένα δύσκολο παζάρι μεταξύ της ικανοποίησης των πολιτικών πιέσεων εγχωρίως για τη μείωση της μετανάστευσης και της διαφοροποίηση του κανονιστικού καθεστώτος του Ηνωμένου Βασιλείου, αφετέρου της αντιμετώπισης της πραγματικότητας της διαβίωσης εκτός των αγορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια χώρα βαθιά ενσωματωμένη σ' αυτές. Αυτό το παζάρι έχει επιδεινωθεί από ένα άλλο: Η θητεία της Theresa May ως Βρετανίδας πρωθυπουργού απαίτησε αυτήν να ελιχθεί ανάμεσα στις τάσεις μεταξύ των Leavers [δηλαδή, εκείνων που είναι υπέρ του Brexit] και των Remainers [εκείνων που είναι υπέρ της παραμονής στην ΕΕ] μέσα στην δική της κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ διαπραγματεύεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση τους όρους του Brexit [1]. Αυτές οι διαφορετικές εντάσεις έχουν επιλυθεί μέχρι στιγμής δια της ακινητοποίησης. Ωστόσο, η επικείμενη λήξη της προθεσμίας για την συμφωνία επί των προϋποθέσεων για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και για τη μετακίνηση στη μεταβατική φάση του Brexit σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν κάποιες πραγματικές επιλογές. Αυτές οι επιλογές έχουν τοποθετήσει μια ωρολογιακή βόμβα κάτω από την κυβέρνηση της Μέι [2].

26072018-1.jpg

Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Theresa May μιλά σε συνέντευξη Τύπου κατά την διάρκεια μιας συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, τον Οκτώβριο του 2017. FRANCOIS LENOIR / REUTERS
--------------------------------------------------------------------------------

Η ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑΤΩΝ

Το ξήλωμα της πρωθυπουργίας της Μέι άρχισε με την ειδική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στην [επίσημη] εξοχική πρωθυπουργική κατοικία, το Chequers, στις 6 Ιουλίου, μια συνάντηση που διήρκεσε όλο το Σαββατοκύριακο και παρήγαγε μια συμφωνημένη Λευκή Βίβλο του Brexit [3]. Το έγγραφο αυτό, το οποίο περιγράφει την επίσημη πρόταση του Ηνωμένου Βασιλείου για την σχέση του με την Ευρώπη μετά το Brexit, προέκυψε πάνω από δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα, 14 μήνες αφότου η Μέι ενημέρωσε επίσημα την ΕΕ για την πρόθεση της χώρας της να εξέλθει, και εννέα μήνες πριν από την επίσημη ημερομηνία εξόδου το επόμενο Μάρτιο. Η Λευκή Βίβλος προτείνει ένα άβολο μείγμα υψηλών επιπέδων εναρμόνισης με την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά για τα προϊόντα, βασιζόμενη στην τήρηση ενός “βιβλίου κοινών κανόνων” για τα εμπορεύματα και ένα πολύπλοκο σύστημα τελωνειακής συνεργασίας, παράλληλα με τη μεγαλύτερη ελευθερία των Βρετανών να αποκλίνουν στις ρυθμιζόμενες υπηρεσίες όπως τα χρηματοοικονομικά. Η ελπίδα της Μέι ήταν ότι η πρόταση αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί μια ρεαλιστική αφετηρία για τις διαπραγματεύσεις με τον Michel Barnier, τον κύριο διαπραγματευτή της ΕΕ για το Brexit, κατά την περίοδο πριν από τον Μάρτιο.

Ωστόσο, ακόμη και προτού το έγγραφο μεταφραστεί -αδέξια- στις 22 άλλες επίσημες γλώσσες της ΕΕ, το πολιτικό έδαφος χανόταν κάτω από την κυβέρνηση της Μέι. Ο υπουργός αρμόδιος για την αποχώρηση από την ΕΕ, David Davis, παραιτήθηκε αμέσως μετά την συνάντηση, καταγγέλλοντας [4] ότι “η πολιτική ‘κοινών κανόνων’ μεταφέρει τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της οικονομίας μας στην ΕΕ και βεβαίως δεν ξαναφέρνει τον έλεγχο των νόμων μας κατά καμία πραγματική έννοια". Μέρες αργότερα, μετά από κάποιους φαινομενικούς δισταγμούς, ο υπουργός Εξωτερικών, Μπόρις Τζόνσον, τον ακολούθησε στην έξοδο, θρηνώντας την “ομίχλη της αυτο-αμφιβολίας” της Μέι για την οποία ένιωθε ότι θα σημάνει ένα “ημι-Brexit”, που θα αφήσει το Ηνωμένο Βασίλειο με το "καθεστώς μιας αποικίας” [5]. Και από τα πίσω έδρανα του κοινοβουλίου, ο Jacob Rees-Mogg, ηγέτης της έντονα Ευρωσκεπτικής Ομάδας Ευρωπαϊκών Ερευνών, μιας φράξιας των Συντηρητικών, απέρριψε το σχέδιο της Μέι ως "μια ατυχή αναστροφή" και υποστήριξε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να είναι προετοιμασμένο να φύγει από τις διαπραγματεύσεις εάν η ΕΕ δεν προσφέρει καλύτερη συμφωνία.

Εν τω μεταξύ, στις Βρυξέλλες, ο Μπαρνιέ πάγωσε στο σχέδιο "Chequers", εκφράζοντας ανησυχίες [6] σχετικά με το πόσο δίκαιη είναι η βρετανική πρόταση περί πρόσβασης στην αγορά εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ, και σχετικά με την γραφειοκρατική και νομική πολυπλοκότητα του βρετανικού σχεδίου "μέγιστης διευκόλυνσης" για έναν κοινό τελωνειακό χώρο. Ο Μπαρνιέ προειδοποίησε επίσης ότι έμειναν μόλις 13 εβδομάδες για να βρεθεί μια συμφωνία που θα προστατεύει τα ανοικτά σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδική Δημοκρατία -το λεγόμενο "backstop"- έτσι ώστε η μεταβατική περίοδος μετά το Brexit, που θα διατηρεί το Ηνωμένο Βασίλειο στην ενιαία αγορά μέχρι να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης για μια οριστική εμπορική συμφωνία, να μπορεί να ενεργοποιηθεί στις 29 Μαρτίου 2019. Η προσεκτικά διαμορφωμένη θέση διαπραγμάτευσης της Μέι οδήγησε σε διχασμό μέσα στην ίδια της την κυβέρνηση, μόνο για να απορριφθεί γενικότερα από τον Ευρωπαίο αντίστοιχό της. Η αδυναμία της επιδεινώθηκε από τις απελπιστικά λίγες ψήφους διαφοράς στο Κοινοβούλιο επί του κυβερνητικού νομοσχεδίου για το εμπόριο, όπου μόνο ένας συνδυασμός κοινοβουλευτικής στρεψοδικίας και η βοήθεια από τους αντάρτες των Εργατικών έσωσε την πρωθυπουργό από την ήττα σε βασικές τροπολογίες.