Γιατί η Ευρώπη γίνεται σκληρή έναντι της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Ευρώπη γίνεται σκληρή έναντι της Κίνας

Και τι σημαίνει αυτό για την Ουάσινγκτον

Για περισσότερο από μια δεκαετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη προσπάθησαν να συντονιστούν πιο στενά σχετικά με την Κίνα. Η ανάγκη για έναν τέτοιο συντονισμό έγινε ιδιαίτερα σαφής το 2005, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να άρει το εμπάργκο όπλων της προς την Κίνα, παρά την αντίθεση των ΗΠΑ. Έκτοτε, η Ουάσιγκτον, οι Βρυξέλλες και ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδίως το Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο, έκαναν τακτικές διαβουλεύσεις μεταξύ τους για την Κίνα. Ωστόσο, παρόλο που μερικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ προσπάθησαν να οικοδομήσουν αυτά τα κανάλια σε ένα επεκτάσιμο πλαίσιο [8] συνεργασίας, ως επί το πλείστον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ εξελάμβαναν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως δευτερεύοντα δρώντα σε ό,τι αφορούσε στο Πεκίνο. Η Κίνα σπάνια εμφανιζόταν στην ατζέντα των διατλαντικών συνόδων κορυφής ή σε συμβούλια υπουργικού επιπέδου, και ήταν αιωνίως ένα «σημαντικό αλλά όχι επείγον θέμα».

Όμως, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξισορροπούν την δική τους προσέγγιση στην Κίνα, πρέπει να φέρουν την Ευρώπη σε μεγαλύτερη εστίαση από ό, τι κατά την τελευταία δεκαετία. Σε θέματα εμπορίου, τεχνολογίας, επενδύσεων, χρηματοδότησης και αναπτυξιακής βοήθειας, η Ευρώπη είναι συχνά ο μοναδικός ισχυρότερος αντίστοιχος των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο αποτελεσματικά την υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα και τις επιδοτήσεις της Κίνας, για παράδειγμα, εάν το κάνουν σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο. Η χρηματοδότηση ενός αντίβαρου της BRI θα είναι επίσης πολύ πιο εύκολη μαζί με τη μεγαλύτερη πηγή αναπτυξιακής βοήθειας και άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο.

Η συνεργασία με την Ευρώπη όχι μόνο αυξάνει τη μόχλευση των ΗΠΑ, αλλά βοηθά στην εξασφάλιση ότι η αμερικανική πολιτική δεν θα υπονομευθεί από την έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των συμμάχων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν, για παράδειγμα, να περιορίσουν μονομερώς την πρόσβαση των κινεζικών επενδυτών, εταιρειών και ερευνητών στις προηγμένες αμερικανικές τεχνολογίες –ας πούμε μέσω του νόμου περί εκσυγχρονισμού της αναθεώρησης του ρίσκου των ξένων επενδύσεων (Foreign Investment Risk Review Modernization Act) του 2018, μέσω αναθεωρημένων ελέγχων των εξαγωγών ή άλλων νέων κανονισμών. Ωστόσο, το μέτρο θα είχε μειωμένη αποτελεσματικότητα εάν η Κίνα μπορούσε ακόμα να έχει πρόσβαση σε παρόμοιες τεχνολογίες από την Γερμανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Εν τω μεταξύ, όποιος κι αν είναι ο ρόλος που θα αποφασίσει να δώσει η Ευρώπη στις κινεζικές επιχειρήσεις σε δίκτυα 5G και άλλες κρίσιμες υποδομές όπως είναι οι λιμένες, θα επηρεάσει άμεσα την διατλαντική συνεργασία πληροφοριών και ασφάλειας, από τις μεταδόσεις πληροφοριών μέχρι την ικανότητα κινητοποίησης του ΝΑΤΟ.

ΞΕΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ

Ευρωπαίοι ηγέτες, από τον Macron μέχρι τον Juncker, έχουν σχηματίσει ουρά για να πουν στον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ανοίξουν ένα κοινό μέτωπο απέναντι στην οικονομική απειλή από την Κίνα. Μια επιστολή τον Ιούνιο του 2018, υπογεγραμμένη από κάθε πρεσβευτή της ΕΕ στην Ουάσινγκτον, χαρακτήρισε τις στρεβλώσεις της κινεζικής αγοράς ως έναν από τους κύριους τομείς στους οποίους θα έπρεπε να συνεργάζονται οι δύο πλευρές. Ωστόσο, η διοίκηση του Trump απάντησε με περιορισμένο ενθουσιασμό. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, Robert Lighthizer, συνεργάστηκε με Ευρωπαίους και Ιάπωνες ομολόγους του για να συντονίσει τις προσεγγίσεις στις πολιτικές (non-market) πρακτικές της Κίνας, αλλά οι προσπάθειες αυτές έχουν επισκιαστεί σε μεγάλο βαθμό από το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλλαν 232 δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο, απείλησαν να επιβάλλουν δασμούς επί των αυτοκινήτων, και διαφώνησαν με τους συμμάχους τους για την μεταρρύθμιση του ΠΟΕ.

Η δυσπιστία για την σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αναστείλει περαιτέρω την ευρωπαϊκή συνεργασία σχετικά με την Κίνα. Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ήδη αρκετούς λόγους να αποκλείσουν την Huawei από τα μελλοντικά 5G δίκτυά τους, υπέρ των εγχώριων προμηθευτών. Ωστόσο, ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φοβούνται [9] ότι εάν υιοθετήσουν μια σκληρή δημόσια στάση σχετικά με το ζήτημα, ο Trump θα καταλήξει σε μια συμφωνία με το Πεκίνο και θα τους αφήσει εκτεθειμένους σε κινεζικά αντίποινα. Όσο ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι πρόθυμος να κάνει διάκριση μεταξύ εταίρων και ανταγωνιστών -η απάντησή του στο βήμα του Macron για μια κοινή προσέγγιση επί των κινεζικών οικονομικών ζητημάτων ήταν ότι η ΕΕ «είναι χειρότερη από την Κίνα» [10]- το πεδίο συνεργασίας θα είναι αναπόφευκτα περιορισμένο βραχυπρόθεσμα. Προς το παρόν, η ώθηση των ευρωπαϊκών προσπαθειών είναι να βελτιωθεί η ικανότητα της ίδιας της ΕΕ να ανταγωνίζεται το Πεκίνο, και όχι να αναπτύξει κοινή προσέγγιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.