Άμυνα εις βάθος
Τον Ιανουάριο, όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και η εθνική του ομάδα ασφαλείας αρχίζουν να επανεκτιμούν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ελπίζουμε ότι θα αναθεωρήσουν γρήγορα την στρατηγική εθνικής ασφάλειας για να εξαλείψουν το «Πρώτα η Αμερική» από το περιεχόμενό της.
Η KORI SCHAKE είναι διευθύντρια Μελετών Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής στο American Enterprise Institute.
Ο JIM MATTIS είναι συνεργάτης του Ιδρύματος Hoover και υπηρέτησε ως Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ.
Ο JIM ELLIS είναι συνεργάτης του Ιδρύματος Hoover και διετέλεσε Διοικητής της Στρατηγικής Διοίκησης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο JOE FELTER είναι συνεργάτης στο Hoover Institution.
Οι σύμμαχοι συμπληρώνουν επίσης την στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ. Η Εθνική Στρατηγική Άμυνας του 2017 βασίστηκε στην υπόθεση ότι οι ετήσιες πραγματικές αυξήσεις των αμυντικών δαπανών θα είναι 3% έως 5%. Αυτή η υπόθεση δεν επιβεβαιώθηκε λόγω πολιτικών πραγματικοτήτων, αλλά μια ανανεωμένη εστίαση στις συνεργασίες –προσεγγίζοντας την ασφάλεια ως ομαδικό άθλημα- μπορεί να μειώσει αυτό που απαιτείται από τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Τούτο προϋποθέτει σημαντική επένδυση για να βοηθήσει στην οικοδόμηση ικανών και πρόθυμων συμμάχων, στην διαπραγμάτευση και την συλλογική επιβολή διεθνών κανόνων και πρακτικών που συγκρατούν τους αντιπάλους, και στην διατήρηση μιας βιομηχανικής βάσης που μπορεί να καλύψει τις αμυντικές ανάγκες των Ηνωμένων Πολιτειών και να βοηθήσει στην κάλυψη εκείνων [των αμυντικών αναγκών] των πιο σημαντικών συμμάχων. Με την πάροδο του χρόνου, τέτοιες επενδύσεις θα αποδώσουν περισσότερο, αφού καθιστούν ικανούς τους συμμάχους να μοιράζονται περισσότερο βάρος.
Οι αμυντικοί πόροι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα πολλά μη στρατιωτικά στοιχεία που εμπίπτουν στην εθνική ασφάλεια: διπλωμάτες στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οικονομολόγοι στο Υπουργείο Οικονομικών και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, διαπραγματευτές εμπορίου στο Γραφείο του Εμπορικού Εκπροσώπου των ΗΠΑ, ειδικοί της δημόσιας υγείας στα Κέντρα για τον Έλεγχο των Ασθενειών, δικηγόροι στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, ειδικοί σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης στην Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών (Export-Import Bank) και της Υπηρεσίας των ΗΠΑ για την Διεθνή Ανάπτυξη, και τεχνολόγων στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission).
Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για επενδύσεις σε τέτοια εργαλεία. Ο στρατός γίνεται αμφοτέρως λιγότερο ικανός και λιγότερο νομιμοποιημένος καθώς κινείται φυγόκεντρα από τις βασικές λειτουργίες του. Το Υπουργείο Άμυνας μπορεί να χρησιμεύσει για να ενισχυθούν οι διπλωμάτες στο εξωτερικό και να υποστηριχθούν οι πολιτικές Αρχές εγχωρίως παρέχοντας βοήθεια σε τομείς όπως η εφοδιαστική (logistics), ο χειρισμός των βιολογικών επικίνδυνων χημικών ουσιών, ή η κατάρτιση συμβάσεων σε έκτακτη ανάγκη, αλλά θα πρέπει να παραμείνει ο υποστηρικτικός παρά ο υποστηριζόμενος οργανισμός -και πρέπει ενεργά να αποφεύγει την αντίληψη ότι είναι πολιτικοποιημένος, όπως συνέβη στο περιστατικό με τον Τραμπ τον περασμένο Ιούνιο στην πλατεία Λαφαγιέτ. Η εξισορρόπηση του χαρτοφυλακίου ασφαλείας των ΗΠΑ με αυτόν τον τρόπο θα μειώσει φυσικά την εξέχουσα θέση των στρατιωτικών στοιχείων χωρίς να εξασθενίσει την άμυνα των ΗΠΑ παρέχοντας πιο ποικίλες και αποτελεσματικές συνεισφορές από μη στρατιωτικές πηγές. Θα αποτρέψει επίσης μια υπερβολική εξάρτηση από τον στρατό να διαβρώσει τις αμερικανικές παραδόσεις της πολιτικής διακυβέρνησης και τα πλεονεκτήματα μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Ωστόσο, μια τέτοια επανεξισορρόπηση της προσέγγισης των ΗΠΑ ως προς την εθνική ασφάλεια είναι επίσης απαραίτητη όσον αφορά την διατήρηση του δικτύου συμμαχιών και εταιρικών σχέσεων της χώρας. Η στρατιωτικοποίηση της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ μπορεί να μειώσει την ελκυστικότητα του αμερικανικού μοντέλου, η γοητεία του οποίου διευκολύνει άλλες χώρες να υποστηρίξουν τις πολιτικές των ΗΠΑ. Προωθεί επίσης έναν ανθυγιεινό καταμερισμό εργασιών μεταξύ των συμμάχων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλαμβάνουν ένα δυσανάλογο μερίδιο κινδύνου για στρατιωτικά αποτελέσματα, ενώ οι σύμμαχοί τους επικεντρώνουν την συμβολή τους στην αναπτυξιακή βοήθεια ή την διακυβέρνηση.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΑ Η ΑΜΕΡΙΚΗ»
Η κύρια εξωτερική απειλή που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια επιθετική και ρεβιζιονιστική Κίνα -ο μόνος αμφισβητίας που θα μπορούσε ενδεχομένως να υπονομεύσει τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Ο στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι μόνο να αποτρέψουν έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων, αλλά και να επιδιώξουν ειρήνη και συνεργασία [μεταξύ των] μεγάλων δυνάμεων για την προώθηση κοινών συμφερόντων. Για αυτό, οι συμμαχίες και οι εταιρικές σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Η αξιόπιστη διατήρηση της προωθημένης στρατιωτικής στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία θα απαιτήσει αλλαγές και βελτιώσεις σε ορισμένα μέτωπα: αποτελεσματικότερη πυρηνική αποτροπή [2], βελτιωμένες δυνατότητες στο διάστημα και στον κυβερνοχώρο, δραματικές βελτιώσεις στην ικανότητα προβολής στρατιωτικής ισχύος, και μια ανανεωμένη προθυμία μετατόπισης πόρων [προερχόμενων] από χαμηλότερες προτεραιότητες. Δεδομένου ότι η Κίνα χρησιμοποιεί ασύμμετρες στρατηγικές και τεχνολογική καινοτομία, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται επίσης μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αποκατάσταση αυτών που θα έπρεπε να είναι, και ήταν συνήθως, τα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους. Η φύση του ανταγωνισμού έχει αλλάξει δραματικά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: οι παλιότεροι αγώνες για τεχνολογική κυριαρχία διεξήχθησαν σε μυστικά εθνικά εργαστήρια και άλλους διαβαθμισμένους κυβερνητικούς τομείς, αλλά σήμερα, τεχνολογίες αιχμής με στρατιωτικές εφαρμογές αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό στον εμπορικό τομέα με τις προόδους να οφείλονται στην ζήτηση των καταναλωτών παρά στις κυβερνητικές οδηγίες. Τέτοιες τεχνολογίες πρέπει να ενσωματωθούν ταχέως σε οπλικά συστήματα και σε άλλες αμυντικές πλατφόρμες για να ενδυναμώσουν νέα επιχειρησιακά σχέδια και δόγματα.