Η επικίνδυνη σύγκλιση Κίνας και Ρωσίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επικίνδυνη σύγκλιση Κίνας και Ρωσίας

Πώς να αντιμετωπιστεί μια αναδυόμενη εταιρική σχέση
Περίληψη: 

Η Κίνα και η Ρωσία εργάζονται για να υπονομεύσουν την φιλελεύθερη δημοκρατία, μια έννοια την οποία αμφότερα τα καθεστώτα θεωρούν ως άμεση απειλή για τις φιλοδοξίες τους και για την λαβή τους στην εξουσία.

Η ANDREA KENDALL-TAYLOR είναι ανώτερη συνεργάτις και διευθύντρια του Διατλαντικού Προγράμματος Ασφάλειας στο Center for a New American Security και επίκουρη καθηγήτρια στην Σχολή Εξωτερικής Υπηρεσίας του Πανεπιστημίου Georgetown.
Ο DAVID SHULLMAN είναι ανώτερος σύμβουλος στο International Republican Institute, ανώτερος συνεργάτης στο Διατλαντικό Πρόγραμμα Ασφάλειας στο Center for a New American Security και αναπληρωτής καθηγητής στην Σχολή Εξωτερικής Υπηρεσίας του Πανεπιστημίου Georgetown.

Στις 23 Μαρτίου, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, και ο Ρώσος ομόλογός του, Sergey Lavrov, ξεκίνησαν μια ευοίωνη συνάντηση. Οι υψηλού επιπέδου συνομιλίες έλαβαν χώρα μόλις μια μέρα μετά από έναν ασυνήθιστα οξύ δημόσιο διάλογο μεταξύ ανώτερων αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Κίνας στο Άνκορατζ της Αλάσκας και, σε έντονη αντίθεση, οι υπουργοί Εξωτερικών της Κίνας και της Ρωσίας διατήρησαν έναν φιλικό τόνο. Μαζί, απέρριψαν [1] τις Δυτικές επικρίσεις για τις επιδόσεις επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξέδωσαν μια κοινή δήλωση που προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα για την παγκόσμια διακυβέρνηση [2]. Η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνής τάξη, δήλωσε ο Λαβρόφ, «δεν αντιπροσωπεύει την βούληση της διεθνούς κοινότητας».

05052021-1.jpg

Ο Κινέζος πρόεδρος, Xi Jinping, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 2013. Sergei Ilnitsky / Reuters
---------------------------------------------------------

Ωστόσο, η συνάντηση ήταν αξιοσημείωτη για κάτι περισσότερο από την ρητορική της. Μέσα σε λίγες μέρες, η Ρωσία άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορα της Ουκρανίας -τον μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων από τότε που η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία το 2014. Ταυτόχρονα, η Κίνα άρχισε να διεξάγει εξαιρετικά δημοσιοποιημένες ασκήσεις αμφίβιας επίθεσης και αεροπορικών επιδρομών στην λεγόμενη ζώνη αναγνώρισης αεροπορικής άμυνας (air defense identification zone) της Ταϊβάν με την υψηλότερη συχνότητα μέσα σε σχεδόν 25 χρόνια [3]. Αυτές οι στρατιωτικές κινήσεις έχουν αναζωογονήσει τις ανησυχίες στην Ουάσινγκτον για το πιθανό βάθος του κινεζικού-ρωσικού συντονισμού.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντιμετώπιση αυτών των σαφώς διαφορετικών αντιπάλων θα αποτελέσει δύσκολο έργο, και οι δύο χώρες θα μοιραστούν αναπόφευκτα την προσοχή, τις δυνατότητες, και τους πόρους της Ουάσιγκτον. Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων καθιστούν σαφές ότι η διοίκηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα έχει δυσκολίες στο να διαχειριστεί την κινεζική συμπεριφορά χωρίς να αντιμετωπίσει την υποστήριξη της Μόσχας προς το Πεκίνο και ότι η Ουάσιγκτον πρέπει τώρα να υπολογίσει το πώς η απάντησή της στον έναν αντίπαλο θα διαμορφώσει τους υπολογισμούς του άλλου.

Τα προβλήματα που θέτουν οι δύο χώρες στην Ουάσινγκτον είναι διαφορετικά, αλλά η σύγκλιση των συμφερόντων τους και η συμπληρωματικότητα των δυνατοτήτων τους –στρατιωτικών και άλλων- καθιστούν την συνδυασμένη αμφισβήτηση στην αμερικανική ισχύ μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της [4]. Η Κίνα, ειδικότερα, χρησιμοποιεί την σχέση της με την Ρωσία για να καλύψει τα κενά στις στρατιωτικές της δυνατότητες, να επιταχύνει την τεχνολογική της καινοτομία, και να συμπληρώσει τις προσπάθειές της στην υπονόμευση της παγκόσμιας ηγεσίας των ΗΠΑ. Οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης της αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς της Ρωσίας ή της Κίνας πρέπει τώρα να υπολογίζει την εμβάθυνση του συνεταιρισμού των δύο χωρών.

ΕΝΑΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει σηματοδοτήσει ότι η Κίνα είναι η πρώτη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της. Ο πρόεδρος αποκάλεσε [5] το Πεκίνο ως τον «πιο σοβαρό ανταγωνιστή» της Ουάσινγκτον και τόνισε ότι οι οικονομικές καταχρήσεις της Κίνας, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και οι στρατιωτικές δυνατότητές της αποτελούν απειλή για τα συμφέροντα και τις αξίες των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δικαίως υποβάθμισε την Ρωσία σε ανησυχία δεύτερης βαθμίδας. Αλλά η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να υποτιμά τη Μόσχα. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι επικεφαλής ενός πολύ ικανού στρατού και έχει δείξει ότι είναι πρόθυμος να τον χρησιμοποιήσει. Φοβούμενος μην περιθωριοποιηθεί, ο Πούτιν αναζητά τρόπους να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν τη Μόσχα και πιθανότατα θεωρεί μια σχέση με το Πεκίνο ως μέσο ενίσχυσης των δυνατοτήτων του.

Η Ρωσία έχει επιδιώξει αυτούς τους δεσμούς εν μέρει με την πώληση εξελιγμένων όπλων στον κινεζικό στρατό. Τα ρωσικά συστήματα ενισχύουν τις αμυντικές αντιαεροπορικές, αντιπλοϊκές, και ανθυποβρυχιακές δυνατότητες της Κίνας, οι οποίες χρησιμεύουν στην ενίσχυση της στάσης της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Ρωσία και η Κίνα πραγματοποιούν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις -συμπεριλαμβανομένων περιπολιών στρατηγικών βομβαρδιστικών στον Ινδο-Ειρηνικό και ναυτικών ασκήσεων με το Ιράν στον Ινδικό Ωκεανό- αυξανόμενης συχνότητας και πολυπλοκότητας. Τέτοιες δραστηριότητες σηματοδοτούν σε άλλες χώρες ότι το Πεκίνο και η Μόσχα είναι πρόθυμοι να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ. Επιπλέον, τα δύο κράτη έχουν αναπτύξει τεχνολογική συνεργασία που θα τους επέτρεπε τελικά να καινοτομήσουν πιο γρήγορα από όσο μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες από μόνες τους.