Η Τουρκία δεν θα επιστρέψει στην Δυτική πλευρά | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Τουρκία δεν θα επιστρέψει στην Δυτική πλευρά

Η δυναμική εξωτερική πολιτική της Άγκυρας είναι εδώ για να μείνει

Η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής απαιτεί κάποια ιστορική αναμόρφωση. Η ιδέα ότι η Τουρκία είναι μοναδική μεταξύ των γειτόνων της και προορίζεται να ανακτήσει έναν περιφερειακό ηγετικό ρόλο -παρόμοια με την γερμανική ιδέα Sonderweg, ή αλλιώς «ξεχωριστό μονοπάτι», στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως έχω γράψει αλλού [3]- έχει τις ρίζες της σε μια αντίληψη της χώρας ως κληρονόμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κοσμική παράδοση που ο ιδρυτής της Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, καθιέρωσε στην δεκαετία του 1920 στηρίχθηκε σε μια απεικόνιση των Οθωμανών ως οπισθοδρομικών, αναποτελεσματικών, και ανίκανων να συμβαδίσουν με τους «σύγχρονους πολιτισμούς» (muasır medeniyetler). Η Τουρκία του Ερντογάν έχει υιοθετήσει έναν πολύ διαφορετικό τόνο. Οι σημερινές πολιτικές ομιλίες και τα τηλεοπτικά δράματα δεν υποτιμούν τους Οθωμανούς ηγέτες ως μη εξελιγμένους κατακτητές, αλλά τους κολακεύουν ως πρωτοπόρους μιας νέας πολιτιστικής τάξης -δίκαιους στην διακυβέρνηση και πιο συμπονετικούς προς τους υπηκόους τους από όσο οι Δυτικοί σύγχρονοί τους. Οι εθνικιστικές εξεγέρσεις αυτών των υπηκόων τελικά βοήθησαν στην κατάρρευση της αυτοκρατορίας -αλλά η νέα ρητορική σημειώνει ελάχιστα αυτό το γεγονός. Οι ρεβιζιονιστές ιστορικοί της Τουρκίας περιγράφουν την Οθωμανική εποχή ως μια χρυσή εποχή ισορροπίας και δικαιοσύνης, που διαταράσσεται μόνο από τις παρεμβάσεις της «ιμπεριαλιστικής» Δύσης.

Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) επικαλείται όλο και περισσότερο την οθωμανική κληρονομιά για να δικαιολογήσει την εξωτερική του πολιτική. Τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης γιορτάζουν [4] την επέκταση του στρατιωτικού αποτυπώματος της Τουρκίας σε πρώην οθωμανικά εδάφη, όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Συρία, και ο Καύκασος, ως την αναγέννηση ενός εν υπνώσει γίγαντα. Ο Ερντογάν, με την σειρά του, είναι ο «ηγέτης του αιώνα» [5] -μια σύγχρονη εκδοχή του σουλτάνου των τελών του 19ου αιώνα τον οποίο σέβεται, του Abdulhamid II, ο οποίος αντιστάθηκε στις εκκλήσεις για συνταγματική μεταρρύθμιση, κράτησε την γραμμή ενάντια στην Δύση, και εμπόδισε την παρακμή της αυτοκρατορίας. Κατά την σύγκριση, τα τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης επικροτούν τον Ερντογάν για το σκληρό παιχνίδι του με τις μεγάλες δυνάμεις -ζητωκραυγάζοντας τις διαπραγματεύσεις του με τον Τραμπ, την Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, και τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν- και για την τήρηση μιας δυναμικής στάσης στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο.

Η στρατιωτική ισχύς της Άγκυρας και η αποχώρηση της Ουάσινγκτον από τη Μέση Ανατολή έχουν διευκολύνει τον δρόμο για τις εφορμήσεις της Τουρκίας σε περιφερειακές συγκρούσεις. Η αναπτυσσόμενη αμυντική βιομηχανία της χώρας προμήθευσε τα τουρκικά στρατεύματα στο Ιράκ, την Λιβύη, και την Συρία. Τουρκικής παραγωγής οπλισμένα drones βοήθησαν να διασφαλιστεί η αποφασιστική νίκη του Αζερμπαϊτζάν στο πεδίο της μάχης ενάντια στην Αρμενία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ το περασμένο φθινόπωρο. Καθώς η αυξανόμενη αυτονομία του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος της Τουρκίας έδωσε στους ηγέτες της την εμπιστοσύνη να προβάλουν ισχύ στην περιοχή, η έλλειψη ενδιαφέροντος του Τραμπ για τη Μέση Ανατολή και η επιθυμία του για μια ομαλή προσωπική σχέση με τον Ερντογάν τους έδωσαν την ευκαιρία. Η Τουρκία επέκτεινε τις ναυτικές επιχειρήσεις της στην ανατολική Μεσόγειο και έχτισε βάσεις στο Κατάρ και την Σομαλία χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί πολύ για την αντίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντ' αυτού, η δύναμη που ο Ερντογάν έπρεπε να προσέχει ήταν η Ρωσία. Ο Τούρκος πρόεδρος καθιέρωσε στενή σχέση με τον Πούτιν και ενήργησε σε συντονισμό και με την συναίνεση της Μόσχας σε κάθε ανάπτυξη [δυνάμεων] στο εξωτερικό. Αλλά αυτή η συνεργασία προχώρησε μέχρις ενός σημείου. Η Ρωσία επέβαλε γεωγραφικά όρια στην ζώνη επιρροής της Τουρκίας στην Λιβύη, την Συρία, και τον Καύκασο -αφήνοντας την Άγκυρα απογοητευμένη όσο και ενθαρρυμένη.

Η πραγματική ικανότητα του Ερντογάν είναι να εκμεταλλεύεται τα κενά στο διεθνές σύστημα και να βρίσκει ευκαιρίες να βάζει την Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες τη μια απέναντι στην άλλη. Στην Συρία, για παράδειγμα, η παρουσία της Τουρκίας υπήρξε απειλή για τις κουρδικές δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, αλλά η Ουάσιγκτον την έχει κατανοήσει επίσης ως πηγή μόχλευσης κατά των ρωσικών καταπατήσεων. Στην Λιβύη, ο Ερντογάν εντόπισε ένα άνοιγμα και κινήθηκε γρήγορα. Το 2019, ο Λίβυος αρχηγός πολιτοφυλακής, στρατηγός Khalifa Haftar, ηγήθηκε ενός στρατού που προχώρησε εναντίον της κυβέρνησης της Λιβύης με την υποστήριξη της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Η απελπισμένη κυβέρνηση πήγε από πόρτα σε πόρτα στις Δυτικές πρωτεύουσες, ζητώντας βοήθεια. Οι περισσότερες Δυτικές δυνάμεις δεν νοιάστηκαν ούτε τόλμησαν να παρέμβουν. Αλλά η Τουρκία το έκανε: οι δυνάμεις της βοήθησαν να αντιστρέψουν την επίθεση του Χαφτάρ με ελάχιστες στρατιωτικές επενδύσεις. Μπαίνοντας σε αυτές τις συγκρούσεις, η Τουρκία δημιούργησε έναν χώρο για τον εαυτό της στην εποχή της αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων. Ο στόχος της Άγκυρας, όπως το λένε συχνά Τούρκοι σχολιαστές, είναι «να έχεις θέση στο τραπέζι».

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ

Με το να προβάλλει ισχύ στο εξωτερικό, ο Ερντογάν έχει παίξει μέχρι τώρα καλά το χαρτί του. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι κατάφερε να το κάνει από μια εύθραυστη εγχώρια θέση. Η Τουρκία αντιμετωπίζει μια σοβαρή οικονομική κρίση με διψήφιο πληθωρισμό, απότομη πτώση της αξίας της λίρας, και υψηλή ανεργία, που έχουν ως αποτέλεσμα την διαφυγή κεφαλαίων και την φτώχεια για τους απλούς Τούρκους. Για πρώτη φορά σε δεκαετίες, οι οικονομολόγοι φοβούνται μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτά ξεφλουδίζουν την βάση του Ερντογάν -σε δημοσκόπηση του Απριλίου [6], λιγότερο από το 30% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα υποστήριζαν το AKP εάν διεξάγονταν εκλογές εκείνη την εβδομάδα, πολύ κάτω από το 49% που ψήφισε το κόμμα το 2015.