Όχι έξοδος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όχι έξοδος

Γιατί η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να έχει σημασία για την Αμερική*
Περίληψη: 

Η έξοδος από τη Μέση Ανατολή δεν είναι μια καλή πολιτική. Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να έχει κρίσιμα συμφέροντα εκεί που αξίζει να προστατευθούν, ακόμη και αν πολιτικές, τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές έχουν κάνει αυτά τα συμφέροντα λιγότερο ζωτικά από όσο πριν από δεκαετίες. Πρέπει τώρα να υιοθετηθεί ο πιο ρεαλιστικός και υλοποιήσιμος στόχος της δημιουργίας και της διατήρησης της σταθερότητας.

Ο STEVEN A. COOK είναι ανώτερος συνεργάτης για σπουδές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής στην έδρα Eni Enrico Mattei στο Council on Foreign Relations.

Το ιστορικό της αμερικανικής αποτυχίας στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι μακρύ και απογοητευτικό. Η πιο προφανής καταστροφή ήταν η εισβολή στο Ιράκ το 2003. Αλλά το πρόβλημα ξεκίνησε πολύ πριν από αυτό το φιάσκο. Η νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο, το «τρίτο κύμα» του εκδημοκρατισμού σε όλο τον κόσμο, και ο πλούτος που παρήγαγε η παγκοσμιοποίηση ήταν θετικές εξελίξεις, αλλά επίσης παρήγαγαν ένα τοξικό μείγμα αμερικανικής αλαζονείας και υπεροχής. Σε όλο το πολιτικό φάσμα, αξιωματούχοι και αναλυτές πίστευαν ότι οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής χρειάζονταν την βοήθεια της Ουάσινγκτον και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την δύναμή τους με εποικοδομητικούς τρόπους στην περιοχή. Αυτό που ακολούθησε ήταν άκαρπες αναζητήσεις για μετασχηματισμό αραβικών κοινωνιών, επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, εξάλειψη του τζιχαντισμού, και τερματισμός της ανάπτυξης πυρηνικής τεχνολογίας στο Ιράν. Το γεγονός ότι πέντε αραβικές χώρες βρίσκονται τώρα σε διάφορα στάδια κατάρρευσης συμβάλλει σε μια γενική αίσθηση στην Ουάσινγκτον ότι η προσέγγιση των ΗΠΑ απαιτεί ριζική αναθεώρηση.

25052021-1.jpg

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στο Ριάντ, στην Σαουδική Αραβία, τον Μάιο του 2017.
---------------------------------------------------------------

Μια νέα συναίνεση έχει σχηματιστεί μεταξύ των ελίτ της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: είναι καιρός η Ουάσινγκτον να αναγνωρίσει ότι δεν έχει πλέον ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή και να μειώσει σε μεγάλο βαθμό τις φιλοδοξίες της, να μειώσει τις δυνάμεις της, και ίσως ακόμη και να τερματίσει την εποχή των «ατελείωτων πολέμων» αποσυρόμενη εντελώς από τη Μέση Ανατολή. Μετά από δύο δύσκολες δεκαετίες, τέτοια επιχειρήματα μπορεί να φαίνονται συναρπαστικά. Αλλά η έξοδος από τη Μέση Ανατολή δεν είναι μια καλή πολιτική. Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να έχει κρίσιμα συμφέροντα εκεί που αξίζει να προστατευθούν, ακόμη και αν πολιτικές, τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές έχουν κάνει αυτά τα συμφέροντα λιγότερο ζωτικά από όσο πριν από δεκαετίες. Ωστόσο, αντί να χρησιμοποιούν την δύναμη των ΗΠΑ για να αναδιαμορφώσουν την περιοχή, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να αγκαλιάσουν τον πιο ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο στόχο για την δημιουργία και την διατήρηση της σταθερότητας.

Δυστυχώς, όλη η χαλαρή συζήτηση τα τελευταία χρόνια για την απόσυρση [των ΗΠΑ] έχει υπονομεύσει την επιρροή της Ουάσιγκτον. Χάρη στην αντίληψη μεταξύ των ηγετών της Μέσης Ανατολής ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίθενται να παραιτηθούν από τον ηγετικό τους ρόλο, η Κίνα και η Ρωσία έχουν αναδειχθεί ως εναλλακτικοί μεσίτες ισχύος: μια αρνητική εξέλιξη όχι μόνο για την Ουάσινγκτον αλλά και για τους λαούς της περιοχής. Για να αποφευχθεί ένα χειρότερο σενάριο, στο οποίο οι περιφερειακοί φορείς παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους, σπέρνοντας περισσότερη αστάθεια, περισσότερο χάος, και περισσότερη αιματοχυσία, η Ουάσιγκτον πρέπει να ξεφύγει από αυτό, να καταλάβει τα πραγματικά συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, και να σχεδιάσει μια στρατηγική για να τα προωθήσει.

ΕΞΟΔΟΣ

Εκείνοι που ζητούσαν αποκλιμάκωση, περικοπές, ή απόσυρση από τη Μέση Ανατολή ήταν κάποτε βοώντες εν τη ερήμω. Όχι πια: αυτό που κάποτε ήταν μια περιθωριακή θέση έχει γίνει η συμβατική σοφία. Πάρτε, για παράδειγμα, τρία μέρη στην περιοχή που έχουν βασανίσει την Ουάσιγκτον την τελευταία δεκαετία: η Συρία, η Λιβύη και το Ιράν. Το 2011, λίγες μοναχικές φωνές υποστήριξαν την στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, αφότου ο δικτάτορας της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, κινήθηκε για να συντρίψει μια λαϊκή εξέγερση. Εν τω μεταξύ, η αντίθεση στην χρήση βίας στο Κογκρέσο, στον Λευκό Οίκο, στο Πεντάγωνο, και μεταξύ του σχολιαστών της εξωτερικής πολιτικής, ήταν συντριπτική. Ομοίως, την ίδια χρονιά, όταν ο Λίβυος ισχυρός άνδρας, Muammar al-Qaddafi, απείλησε να βρει διέξοδο από μια εξέγερση μέσω μιας σφαγής, οι περισσότεροι αξιωματούχοι και αναλυτές των ΗΠΑ συμφώνησαν ότι ο αμερικανικός ρόλος πρέπει να περιοριστεί στην δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων για να αποτρέψει το καθεστώς να χρησιμοποιήσει αεροπορικές δυνάμεις. Το ερώτημα του τι πρέπει να γίνει για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δημιούργησε περισσότερη συζήτηση από ό, τι οι συγκρούσεις στην Συρία και την Λιβύη, και μια σειρά από σημαντικές φωνές υποστήριξαν την στρατιωτική δράση των ΗΠΑ. Όμως, η πρωταρχική διαφωνία δεν ήταν για το αν θα χρησιμοποιηθεί βία ή αν θα συνεχιστεί η διπλωματία, αλλά για το κατά πόσον η συμφωνία που τελικά έφτιαξε η κυβέρνηση Ομπάμα αντιπροσωπεύει το καλύτερο δυνατό διπλωματικό αποτέλεσμα.

Ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα της αλλαγής στις απόψεις του κατεστημένου σχετικά με την χρήση βίας στη Μέση Ανατολή ήταν η αντίδραση των ΗΠΑ στην επίθεση του Σεπτεμβρίου του 2019 [1] σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στην Σαουδική Αραβία, για την οποία οι περισσότερες Δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών πιστεύουν ότι διεξήχθη από το Ιράν. Για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 40 ετών, πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να υπερασπίζονται τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου. Ωστόσο, όταν μια φαινομενικά ιρανική επίθεση έβγαλε προσωρινά σημαντικό μέρος της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου έξω από την αγορά, οι ειδικοί της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε όλο το πολιτικό φάσμα εξέφρασαν ανησυχίες όχι για την επιθετικότητα του Ιράν αλλά για τις δυνητικά σοβαρές συνέπειες μιας στρατιωτικής αντίδρασης των ΗΠΑ. Ένας τέτοιος [αυτο]περιορισμός μπορεί να ήταν κατάλληλος, αλλά η σχεδόν απουσία συζήτησης ήταν αξιοσημείωτη. Σε τελική ανάλυση, η πιο σημαντική στρατηγική λογική για την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή -και η δικαιολογία για δαπάνες δισεκατομμυρίων δολαρίων επί δεκαετίες για να διασφαλιστεί η στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ στην περιοχή- ήταν η ανάγκη διατήρησης της ελεύθερης ροής ενεργειακών πόρων από τον Περσικό Κόλπο.