Πόσο ισχύει το Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πόσο ισχύει το Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία;

Η ελληνογαλλική στρατηγική εταιρική σχέση μέχρι σήμερα*
Περίληψη: 

Η αναβάθμιση της ελληνογαλλικής στρατηγικής σχέσης τελεί σε άμεση συνάρτηση με την υφιστάμενη ενίσχυση του στρατηγικού διαλόγου της χώρας μας με τις ΗΠΑ και τον ανερχόμενο «ελληνικό ατλαντισμό». Εν προκειμένω, η μεταφορά βαρών από τις ΗΠΑ στην Γαλλία λόγω σύγκλισης συμφερόντων, κατέστησε την Γαλλία πρωταρχικό σύμμαχο της Αμερικής στην Ευρώπη, ο οποίος στηρίζει τα στρατηγικά σχέδια της υπερδύναμης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΟΥΣΟΥΡΑΣ είναι καθηγητής Γεωπολιτικής & Θαλασσίων Μεταφορών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ είναι MSc, MBA, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Η Ελλάδα και η Γαλλία ανέπτυξαν διαχρονικά μια ισχυρή στρατηγική σχέση από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, καθώς διέπονται από τα κοινά ιδεώδη του Δυτικού πολιτισμού. Οι πολιτισμικοί δεσμοί τους χρονολογούνται στο μακρινό παρελθόν, καθώς περί το 600 π.Χ. Έλληνες ναυτικοί από την Φώκαια της Μ. Ασίας ίδρυσαν τη Μασσαλία, στην οποία, παρά την ρωμαϊκή κατάκτηση, η ελληνική γλώσσα επιβίωσε έως το 300 μ.Χ.

22072021-1.jpg

Επιγραφή στη Μασσαλία που μνημονεύει τους Φωκαείς Έλληνες της Μ. Ασίας οι οποίοι ίδρυσαν την πόλη.
----------------------------------------------------

Η χώρα μας θεωρείται η κοιτίδα της δημοκρατίας και του Δυτικού πολιτισμού, ωστόσο η Γαλλία αποτελεί θεματοφύλακα των αξιών αυτών που δομήθηκαν στην Ελλάδα και αναβίωσαν μεταγενέστερα μέσα από την γαλλική επανάσταση (1789) λαμβάνοντας οικουμενική διάσταση [1]. Ωστόσο, οι ελληνογαλλικές σχέσεις διαταράχθηκαν αρκετές φορές έπειτα από τον B’ΠΠ έως την πτώση της IV Γαλλικής Δημοκρατίας (1958) [2] καθώς τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών απέκλιναν, λόγω της διαφορετικής προσέγγισής τους σε ζητήματα ανεξαρτησίας γαλλικών αποικιών [3]. Εν προκειμένω, η χώρα μας ακολουθούσε πολιτικές «ίσων αποστάσεων» μεταξύ της Γαλλίας και του αραβικού κόσμου που ήγειρε θέματα αυτοδιάθεσης των λαών [4]. Οι πολιτικές αυτές αποσκοπούσαν στην αντισταθμιστική λήψη των ψήφων των αραβικών χωρών στον ΟΗΕ προς επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, το οποίο αποτελούσε επίσης ζήτημα δομημένο στο ιδεώδες της αυτοδιάθεσης των λαών.

Επιπροσθέτως, η κρίση στο Σουέζ (1956) αποτέλεσε την λυδία λίθο όπου οι ελληνογαλλικές σχέσεις δοκιμάσθηκαν καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή τάχθηκε υπέρ του δικαιώματος της Αιγύπτου περί προασπίσεως της εθνικής ανεξαρτησίας της. Η στάση της χώρας μας υπαγορεύθηκε από την αναγκαιότητα της υποστήριξης του Αιγύπτιου προέδρου Νάσσερ στην επίλυση του κυπριακού ζητήματος στον ΟΗΕ, ο οποίος, μάλιστα, έχαιρε μεγάλης επιρροής στον αραβικό κόσμο, όντας θεμελιακός εκφραστής του «Παναραβισμού»[5].

Η ίδρυση της V Γαλλικής Δημοκρατίας (1958) από τον πρόεδρο Σαρλ Ντε Γκωλ (Charles André Joseph Marie de Gaulle), επέφερε σημαντική αναβάθμιση στην διεθνή θέση της χώρας [6]. Η πολιτική και οικονομική πρόοδος έλαβε την θέση της στασιμότητας («immobilisme») [7] που χαρακτήριζε την IV Δημοκρατία [8]. Μεταξύ των διπλωματικών σχέσεων που δόμησε ο Ντε Γκωλ με Δυτικούς συμμάχους, περιλαμβάνεται και η αναβάθμιση των ελληνογαλλικών σχέσεων [9]. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η αλλαγή στην παραδοσιακή στρατηγική της Γαλλίας στο ζήτημα των αποικιών, καθόσον ο Γάλλος πρόεδρος χρησιμοποιώντας «έξυπνη ισχύ» [10] εφήρμοσε απο-αποικιοποίηση, διατηρώντας ταυτόχρονα επιρροή επί των πρώην γαλλικών αποικιών, τόσο με χορήγηση στρατιωτικής και οικονομικής αρωγής, όσο και με την ανάδειξη των κοινών γλωσσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών [11].

Αναφορικά με την ελληνική πλευρά, η κυβέρνηση Καραμανλή συνέβαλε επίσης στην ενδυνάμωση της στρατηγικής σχέσης των δύο χωρών, καθόσον η επίλυση του κυπριακού ζητήματος (1960) προσέδωσε στην Ελλάδα σημαντικό δυναμικό ελευθερίας, σε αντίθεση με την πρότερη νομοτελειακή πολιτική «ίσων αποστάσεων» που τηρούσε η χώρα μας μεταξύ της Γαλλίας και του αραβικού κόσμου. Στο νέο αυτό πλαίσιο η Ελλάδα άλλαξε στάση στο αλγερινό ζήτημα στηρίζοντας την Γαλλία. Εν προκειμένω το 1960, καταψήφισε πρόταση της κυπριακής πλευράς αναφορικά με δημοψήφισμα στην Αλγερία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, τασσόμενη υπέρ διαπραγματεύσεων μεταξύ γαλλικής και αλγερινής πλευράς (FLN). Επιπροσθέτως το 1960, η Ελλάδα ψήφισε υπέρ της απόρριψης πρότασης για καταδίκη των πυρηνικών δοκιμών της Γαλλίας στην Σαχάρα. Ο Ντε Γκωλ ανέπτυξε προσωπική φιλία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και οι ελληνογαλλικές σχέσεις διήλθαν σε μια νέα φάση εποικοδομητικής συνεργασίας, σε ζητήματα σκληρής αλλά και ήπιας ισχύος [12]. Ανεξίτηλη δε παραμένει η επίσκεψη του Ντε Γκωλ στην Ελλάδα το 1963, όπου έτυχε θερμής υποδοχής και ενθουσιασμού. Ο Καραμανλής επένδυσε στον Ντε Γκωλ [13] προκειμένου η χώρα μας να τεθεί σε τροχιά ένταξης στη νεοσύστατη EOK. Η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση για σύνδεση στην EOK το 1959 και η σχετική Συμφωνία Σύνδεσης υπογράφτηκε το 1961 με προβλεπόμενη ενεργοποίηση το 1962 [14]. Στην επίτευξη της συμφωνίας, ο πρόεδρος Nτε Γκωλ διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο, καθόσον οι παρεμβάσεις του επέφεραν την κάμψη των προσκομμάτων που προέβαλλαν κάποιες χώρες – μέλη της EΟΚ [15]. Επισημαίνεται ότι στην Συμφωνία Σύνδεσης υπήρξε ρητή διατύπωση για την προοπτική ένταξης της χώρας μας με την ιδιότητα του πλήρους μέλους [16].

22072021-2.jpg

Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ζισκάρ ντ’ Εστέν συνδέονταν και με προσωπική φιλία.
--------------------------------------------------------

Μετά την σύναψη της Συμφωνίας Σύνδεσης η κυβέρνηση Καραμανλή αποσταθεροποιήθηκε και ακολούθησε η δικτατορία, στα χρόνια της οποίας η Σύνδεση ατόνησε.

Με την έλευση της μεταπολίτευσης έλαβε χώρα επανεκκίνηση της Σύνδεσης και το αίτημα της χώρας μας για πλήρη ένταξη έγινε αποδεκτό το 1979 [17]. Με την καθοριστική συνεισφορά του προέδρου Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν (Valéry Μarie René Geοrges Giscard d'Estaing) η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της EOK τηv 1η Ιανουαρίου 1981 [18]. Συνακόλουθα, επήλθε αναδιαμόρφωση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας – ΗΠΑ [19] και άρση της αποκλειστικής οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας από την υπερδύναμη, καθόσον σηματοδοτήθηκε η συμμετοχή σε μια αμιγώς ευρωπαϊκή συνεργασία στο πλαίσιο του γαλλογερμανικού άξονα [20].