Οι πηγές ισχύος της Γερμανίας… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές ισχύος της Γερμανίας…

…και η παγίδα του Πολύβιου*

Άλλοι προσπάθησαν να εξηγήσουν την συμπεριφορά της Γερμανίας στο θέμα της ασφάλειας ως μια μετατόπιση από αυτό που είναι η «μη πολεμική» δύναμη σε αυτό που ονομάζεται «κανονική δύναμη», μια δύναμη δηλαδή που μετά από δεκαετίες επιφυλακτικότητας και αλτρουισμού άρχισε επί Schröder να βλέπει και τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα και να τα επιδιώκει (Bulmer and Paterson, 2010). Έτσι, μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγηθούν τα Tornados που έπληξαν την Σερβία με εντολή του ΝΑΤΟ και όχι του ΟΗΕ. Φαίνεται πως άνοιξαν μια τεράστια περιοχή στα οικονομικά συμφέροντα και στην διείσδυση της Γερμανίας. Η άποψη αυτή πάντως ελέγχεται, αν κοιτάξει κανείς πιο επίμονα την συμπεριφορά της χώρας. Η κατά καιρούς ιεράρχηση των συμφερόντων της παράγει περισσότερη αντικανονικότητα από όση θα μπορούσε να στηρίξει μια τέτοια θεωρία.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΔΡΩΝΤΕΣ

Σε αυτό που δε χωράει αμφιβολία είναι ότι η Γερμανία είναι μια οικονομική υπερδύναμη στον κόσμο. Είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο παρότι μόλις δέκατη ένατη σε πληθυσμό. Το κατόρθωμα της χώρας ήταν ότι από τις στάχτες του πολέμου μπόρεσε να αναπτυχθεί γρηγορότερα ακόμα και από τις νικήτριες δυνάμεις. Ο γηραιός Adenauer κέρδισε τέσσερις φορές τις εκλογές. Την τρίτη με 50.3%. Αυτός, και ο εσωκομματικός του αντίπαλος, Ludwig Erhard, ο Υπουργός Οικονομικών, τον οποίο ανακάλυψε η αμερικανική διοίκηση [4], οικοδόμησαν έναν ιδιαίτερο καπιταλισμό με κοινωνικό πρόσημο. Επρόκειτο για τον καπιταλισμό του Ρήνου, όπως ονομάστηκε, που οδήγησε ή και οδηγήθηκε από ένα οικονομικό θαύμα ή «Wirtschaftswunder» (Henderson, 2008).

Την δεκαετία του 1990 όμως, καθώς ο πληθυσμός άρχισε να μένει στάσιμος ή να μειώνεται, και πάντως να γερνάει, η Γερμανία ήταν ήδη ο «ασθενής της Ευρώπης». Το κόστος της ενοποίησης είχε ξεφύγει από κάθε προϋπολογισμό, τα προϊόντα της ήταν πια ακριβά, κι εκτός από την ανταγωνιστικότητα η χώρα άρχισε να έχει πρόβλημα ανεργίας και ελλειμμάτων. Έλαχε σε έναν σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, τον Gerhard Schröder να κλονίσει τον καπιταλισμό του Ρήνου, που είχαν φτιάξει ως επί το πλείστον οι Χριστανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές σύμμαχοί τους. Ο Schröder ξεκίνησε σοβαρές μεταρρυθμίσεις με τον τίτλο Agenda 2010. Με μηδαμινές αυξήσεις, περικοπές σε φόρους και κοινωνικές δαπάνες, με ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις, περιόρισε το εργατικό κόστος (Dustmann et al; Hillebrand 2019). Την ίδια στιγμή, βέβαια, το γερμανικό κεφάλαιο, ανυπόμονο για περισσότερα κέρδη, άρχισε να εξάγεται το ίδιο σε τρίτες χώρες. Εργοστάσια και εμπορικές επιχειρήσεις στήθηκαν παντού: στην Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα, την Τουρκία, το Ιράν. Η Γερμανία ήταν και πάλι ανταγωνιστική και έτοιμη για ένα ακόμα οικονομικό θαύμα.

30092021-2.jpg

Ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ μιλά σε ένα ειδικό συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος SPD στο Βερολίνο την 1η Ιουνίου 2003 για το λεγόμενο πακέτο μεταρρυθμίσεων της Ατζέντας 2010 που είχε σχεδιαστεί για την μείωση του κόστους κοινωνικής πρόνοιας και την τόνωση της στάσιμης οικονομίας της Γερμανίας. REUTERS / Kai Pfaffenbach
---------------------------------------------------------------------

Όμως η ατζέντα 2010 έκρυβε και μια ακόμα σημαντική λεπτομέρεια. Οι ιθύνοντες της γερμανικής πολιτικής την είχαν συνδέσει με τους στόχους του Μάαστριχτ και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν επρόκειτο για μια πειθήνια αντίδραση της Γερμανίας απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, αλλά μάλλον για την πολιτική που η ίδια η Γερμανία είχε σχεδιάσει για την Ευρώπη. Το στοίχημα της ενωμένης Ευρώπης πολύ συχνά διαφημίζεται ότι αποτελεί εγχείρημα ένωσης των λαών της, κάτι όμορφο να ακούει κανείς και να στοχεύει στην πράξη, το οποίο όμως δεν ξεκίνησε έτσι. Επρόκειτο πρωτίστως για σχέδιο των οικονομικών παραγόντων της Ευρώπης, και ιδίως των μεγάλων εταιρειών. Όπως με διορατικότητα το έθεσε ο CEO της ολλανδικής Philips την δεκαετία του 1980, Wisse Decker, «Θα έχουμε μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά … που θα δώσει στην ευρωπαϊκή βιομηχανία μια ευκαιρία να οργανωθεί σε μια αρκετά μεγάλη κλίμακα για να ανταγωνιστεί τους κύριους αντιπάλους της στην Ιαπωνία και τις ΗΠΑ» (Stone, 1989).

Οι γερμανικές επιχειρήσεις χρειάζονται την Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων τους. Το 2017 η χώρα είχε εμπορικό πλεόνασμα 183,7 δισ. δολάρια με τις 27 χώρες της ΕΕ επί συνόλου 285,3 δισ. δολαρίων με όλο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλεονάσματος προκύπτει από την επίδοση εταιρειών όπως η Allianz (23 δισ.) και η Volkswagen (25 δισ.) [5]. Αν θέλει λοιπόν να κατανοήσει κάποιος με ποια λογική έχει στηθεί η παραγωγική δομή της γερμανικής οικονομίας θα μπορούσε με σχετική ακρίβεια να απαντήσει: πάνω στα κέρδη των επιχειρήσεών της και ιδιαίτερα των μεγάλων. Αυτά είναι τα κέρδη που φέρνουν απασχόληση, κοινωνικό κράτος, πολιτική δύναμη στην Γερμανία, και τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, γεμίζουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία.