Το μέλλον των αμερικανικών εκστρατειών με drone | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον των αμερικανικών εκστρατειών με drone

Ώρα για ξεκάθαρη ρήξη με μια αποτυχημένη προσέγγιση

Μετά την ανάληψη της προεδρίας, ο Ντόναλντ Τραμπ αύξησε περαιτέρω τον ρυθμό των επιθέσεων με drone. Παραμέρισε τους περιορισμούς της εποχής Ομπάμα και ανέθεσε αποφάσεις στόχευσης σε στελέχη της CIA και στρατιωτικούς διοικητές. Η κυβέρνησή του εξέδωσε κρυφά κανόνες που μείωσαν τα όρια για φόνο, ειδικά όταν επρόκειτο για ενήλικες πολίτες, και επέτρεπαν χτυπήματα όταν υπήρχε μια πιο αδύναμη σχέση με επικείμενες τρομοκρατικές επιθέσεις. Ο Τραμπ αντέστρεψε μια από τις τελευταίες εκτελεστικές εντολές της διοίκησης Ομπάμα, η οποία απαιτούσε από τις υπηρεσίες να ερευνούν τις αναφορές για απώλειες αμάχων και να προσφέρουν αποζημίωση. Οι [στρατιωτικοί] διοικητές αύξησαν τον αριθμό των μονομερών αεροπορικών επιδρομών εναντίον χαμηλού επιπέδου μαχητών και διέταξαν περισσότερες επιθέσεις για την προστασία συμμαχικών δυνάμεων σε συγκρούσεις στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονταν άμεσα. Η κυβέρνηση Τραμπ εξαπέλυσε 40 επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην Σομαλία [2] μόνο κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2020, σε σύγκριση με 41 επιθέσεις εκεί κατά την διάρκεια των 16 ετών της εποχής Μπους και Ομπάμα.

Ένα από τα πρώτα βήματα εθνικής ασφάλειας που έκανε ο Μπάιντεν αφότου έγινε πρόεδρος ήταν να επαναφέρει τον έλεγχο του Λευκού Οίκου στην διαδικασία των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, περιγράφοντας νέους κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανικές στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες μπορούν να πραγματοποιούν επιθέσεις. Δεν σημειώθηκαν επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη τους πρώτους έξι μήνες του 2021. Ωστόσο, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Jake Sullivan [3], είπε ότι οι νέες διαδικασίες είναι «ενδιάμεση καθοδήγηση» (“interim guidance”) και η πλήρης δι-υπηρεσιακή αναθεώρηση καθυστερεί συνεχώς. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει εκδώσει ακόμη μόνιμες οδηγίες για την αύξηση των προτύπων περί των αποδεικτικών στοιχείων, και η Αμερικανική Διοίκηση Αφρικής (U.S. Africa Command) δικαιολόγησε την πρώτη επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος επί Μπάιντεν, στην Σομαλία στα τέλη Ιουλίου 2021, ως πράξη συλλογικής αυτοάμυνας για λογαριασμό συμμαχικών δυνάμεων.

ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΕΜΠΡΟΣ, ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ

Οι επιθέσεις με drone βοήθησαν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Σκοτώνοντας αντάρτες στο εξωτερικό, τα όπλα διέλυσαν την ηγεσία της Αλ Κάιντα, του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS), και άλλων ομάδων. Εμπόδισαν την δυνατότητα των μαχητών να κινούνται και μείωσαν την ικανότητά τους να σχεδιάζουν επιχειρήσεις από απόσταση. Χωρίς αποχαρακτηρισμένα δεδομένα, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ακριβώς πόσες επικείμενες επιθέσεις έχουν ματαιωθεί, αλλά οι στοχευμένες επιθέσεις έχουν σώσει ζωές Αμερικανών.

Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπτύσσουν drones υπονομεύει την χρησιμότητά τους. Υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, τα χτυπήματα αποκεφαλισμού οδήγησαν την Αλ Κάιντα να αποκεντρωθεί σε ένα μοντέλο franchise, αυξάνοντας τον ρόλο του σουνιτικού εξτρεμισμού σε άλλες περιφερειακές συγκρούσεις και βοηθώντας στην δημιουργία νέων οργανώσεων. Υπάρχουν περισσότερες τρομοκρατικές οργανώσεις παγκοσμίως τώρα από όσες πριν από 20 χρόνια. Αυτές οι ομάδες έχουν κοινές τακτικές για την αποφυγή των drones, συμπεριλαμβανομένης της παραμονής σε αστικές περιοχές και της στενότερης ενσωμάτωσης με τους πολίτες. Από τότε που συνέβησαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι κύριοι αντιτρομοκρατικοί στόχοι της Ουάσιγκτον ήταν η εξάλειψη των παγκόσμιων τρομοκρατικών δικτύων, η συρρίκνωση του συνολικού αριθμού των μαχητών και η αποσύνδεσή τους από τον γενικό πληθυσμό. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν επιτύχει κανέναν από αυτούς τους στόχους, παρά τις εκστρατείες τους με drones -ή ίσως εν μέρει εξαιτίας αυτών [4].

Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι τα drones θα έχουν μεγαλύτερη στρατηγική επιτυχία στο Αφγανιστάν στο μέλλον από όση είχαν τα τελευταία 20 χρόνια. Αν μη τι άλλο, τώρα θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις δυνάμεις των ΗΠΑ να εντοπίσουν με ακρίβεια και να χτυπήσουν στόχους. Το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης Μπάιντεν ήταν να διεξάγει επιθέσεις μόνο με την άδεια του Γκανί [5]˙η φυγή του από την χώρα και η γρήγορη κατάρρευση της κυβέρνησής του το κατέστησαν αδύνατο. Ένα σχέδιο για να παραμείνουν πίσω τουρκικά στρατεύματα και να παρέχουν πληροφορίες ακυρώθηκε όταν οι Ταλιμπάν τους ανάγκασαν να αποσυρθούν. Η Ουάσιγκτον δεν έχει τώρα κανέναν απλό τρόπο να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που χρειάζεται για να ενημερώσει τις αποφάσεις στόχευσης -ή να καταλάβει ποιον ακριβώς σκότωσε στον απόηχο μιας επίθεσης με drone.

Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χτυπούσαν συχνά λάθος στόχους ακόμα και όταν είχαν επί τόπου παρουσία. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την εσφαλμένη δολοφονία του Ahmadi, δυο εκ των ενηλίκων μελών της οικογένειάς του και επτά παιδιών στις 29 Αυγούστου. Τις επόμενες μέρες αφότου βομβιστές αυτοκτονίας του Ισλαμικού Κράτους στο Χορασάν (IS-K) δολοφόνησαν 13 Αμερικανούς στρατιώτες και 170 Αφγανούς, το χτύπημα ήταν μια απάντηση που πήγε φρικτά άσχημα. Ο Αχμαντί παρέδιδε γεύματα σε εκτοπισμένους ανθρώπους και έφερνε στο σπίτι μεγάλα δοχεία με νερό, τα οποία οι χειριστές μπέρδεψαν με βόμβες. Παρόλο που αυτοί οι χειριστές δεν γνώριζαν ποιος ήταν ο στόχος τους, ο Αμερικανός διοικητής που επέβλεπε την επιχείρηση φέρεται να αποφάσισε ότι η επίθεση πληρούσε τα πρότυπα των ΗΠΑ περί «εύλογης βεβαιότητας» ότι δεν θα βλάψει μη μάχιμους.