H παραπαίουσα μάχη για την δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

H παραπαίουσα μάχη για την δημοκρατία

Τα μικτά αποτελέσματα του Μπάιντεν για την δημοκρατική ανανέωση

Η κυβέρνηση έχει κάνει επίσης ορισμένα σημαντικά βήματα που υπερβαίνουν την ρητορική όταν πρόκειται για σημαντικούς αυταρχικούς ανταγωνιστές. Διατήρησε ορισμένες από τις περιοριστικές εμπορικές πολιτικές που υιοθέτησε η κυβέρνηση Τραμπ και συνήψε ένα σημαντικό τριμερές σύμφωνο ασφαλείας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο την αντιμετώπιση της Κίνας [4]. Αλλά συνολικά είναι κάθε άλλο παρά σαφές εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν θα συνοδεύσει τα σκληρά λόγια για τους αυταρχικούς με πράξεις που είναι πραγματικά ικανές να συγκρατήσουν την ισχύ τους. Έχει, για παράδειγμα, εγκαταλείψει αθόρυβα την αντίστασή της στον αμφιλεγόμενο αγωγό Nord Stream 2, ο οποίος θα δώσει στην Ρωσία [5] μεγαλύτερη μόχλευση στην κεντρική Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί ανήμπορη να αποτρέψει τον Πούτιν από την κλιμάκωση των απειλών εναντίον (όσων απομένουν) της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Ομοίως, η πολιτική του Μπάιντεν για την Κίνα δεν πέτυχε να εμποδίσει τον στρατό της χώρας να πραγματοποιήσει σοβαρές προκλήσεις στο Στενό της Ταϊβάν [6].

Ο χαοτικός τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν [7] έχει επίσης υπονομεύσει την μάχη κατά της απολυταρχίας. Μολονότι το Αφγανιστάν δεν ήταν ποτέ μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, και είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε σε ποιο βαθμό η απόσυρση θα υπονομεύσει τα συμφέροντα ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτή ήταν, για τρεις λόγους, μια σημαντική οπισθοδρόμηση για την δημοκρατική ατζέντα του Μπάιντεν. Πρώτον, οι Ταλιμπάν έχουν ήδη εγκαθιδρύσει ένα απροκάλυπτα αυταρχικό καθεστώς και βρίσκονται στην διαδικασία να διαλύσουν την πρόοδο που είχε κάνει το Αφγανιστάν σε βασικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεύτερον, ο τρόπος της απόσυρσης —συμπεριλαμβανομένου του προφανώς εσφαλμένου υπολογισμού των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την ισχύ της αφγανικής κυβέρνησης και των δυνάμεων ασφαλείας της— έχει πληγώσει την αξιοπιστία των ΗΠΑ. Και τρίτον, μέρος της ρητορικής της κυβέρνησης κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, η οποία ουσιαστικά προσποιήθηκε ότι οι Αμερικανοί δεν όφειλαν τίποτα στους Αφγανούς που είχαν πολεμήσει στο πλευρό τους επί 20 χρόνια, έθεσε ερωτήματα σχετικά με την σταθερότητα των δεσμεύσεων των ΗΠΑ. Ακόμα και καθώς η πτώση της Καμπούλ ξεθωριάζει σιγά σιγά από τα πρωτοσέλιδα, αυτό έχει κλονίσει την διεθνή εμπιστοσύνη στην προθυμία και την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σταθούν δίπλα στους στρατηγικούς εταίρους τους σε μια ώρα ανάγκης —όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Ινδία, την Ιαπωνία, και παραπέρα.

Μεταξύ πολλών πολιτικών και υπεύθυνων χάραξης πολιτικής σε χώρες που είναι στενοί σύμμαχοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει τώρα μια αυξανόμενη αίσθηση ανησυχίας για το μέλλον. Το γενικό νόημα φαίνεται να είναι ότι το «καλό πρόσωπο» των Ηνωμένων Πολιτειών επέστρεψε, τουλάχιστον προς το παρόν. Αλλά πολλοί από τους στενότερους εταίρους τους φαίνεται να αναρωτιούνται: Είναι το καλό πρόσωπο των Ηνωμένων Πολιτειών αρκετά καλό;

ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Ο Τραμπ όχι μόνο εξέφρασε ενθουσιώδεις επαίνους για μερικούς από τους πιο ισχυρούς αυταρχικούς του κόσμου, αλλά φαινόταν επίσης να ελπίζει κατά καιρούς ότι περισσότεροι ξένοι ηγέτες θα ακολουθούσαν τα βήματά τους. Σε όλη την θητεία του, υπονόμευσε βασικά μέρη της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Δύσης, όπως το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε πολλές χώρες, φαινόταν να συμμαχεί με ηγέτες που είχαν πρόθεση να υπονομεύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς των χωρών τους, όπως ο Ναρέντρα Μόντι της Ινδίας ή ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας. Ακόμη και στο εσωτερικό, εφάρμοσε αυτά που πρέσβευε, επιδιώκοντας να πολιτικοποιήσει τους ανεξάρτητους θεσμούς και να αντιδράσει στα παραδοσιακά όρια της δικής του εξουσίας.

Και εδώ, επίσης, η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο έχει κάνει αξιοσημείωτη διαφορά. Είναι για άλλη μια φορά ξεκάθαρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν πολιτικούς ηγέτες που μοχθούν να κάνουν το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να λειτουργήσουν. Υπό την ηγεσία του υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει γίνει πολύ πιο ενεργό στην κριτική των επιθέσεων κατά του κράτους δικαίου ή των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρες όλου του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των διολισθαινουσών δημοκρατιών που είναι σύμμαχοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιθυμία της κυβέρνησης Μπάιντεν να εμπλακεί στην «προστασία της δημοκρατίας» [8] δεν αμφισβητείται. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές, ωστόσο, είναι εάν έχει αναπτύξει κάποια ουσιαστική στρατηγική για το πώς θα επιτύχει ένα τόσο δύσκολο έργο.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν για την προστασία της δημοκρατίας έχουν, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί σχετικά αναποτελεσματικές. Η αυταρχική αναζωογόνηση δίνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε πολλούς συμμάχους των Αμερικανών μια πραγματική στρατηγική εναλλακτική στην στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας τους λιγότερο επιδεκτικούς στην πίεση από τον Λευκό Οίκο ή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεται να συνεργαστούν με ορισμένες από τις χώρες που βιώνουν τις πιο έντονες μορφές δημοκρατικής οπισθοδρόμησης για να υπηρετήσουν τους βασικούς στόχους και τα συμφέροντά τους, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής αλλαγής. (Σε μια προσπάθεια να στηρίξει μια διεθνή συμμαχία ενάντια στην Κίνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν, για παράδειγμα, συνέχισε να πλησιάζει την αυταρχική μονοκομματική κυβέρνηση του Βιετνάμ). Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι γνωρίζουν καλά ότι πολλοί από τους ξένους εταίρους τους συνεχίζουν να βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες με βαθύ σκεπτικισμό στον απόηχο της προεδρίας του Τραμπ, καθιστώντας τους ιδιαίτερα -ίσως υπερβολικά- προσεκτικούς όσον αφορά την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών. Και πιο καθοριστικά, η κυβέρνηση απλά δεν φαίνεται να έχει ένα συνεκτικό σχέδιο για το πώς θα επαναδιαμορφώσει τα κίνητρα των επίδοξων αυταρχικών ηγετών σε χώρες όπως η Πολωνία ή η Ινδία.