H παραπαίουσα μάχη για την δημοκρατία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

H παραπαίουσα μάχη για την δημοκρατία

Τα μικτά αποτελέσματα του Μπάιντεν για την δημοκρατική ανανέωση

Όλα αυτά τα προβλήματα είναι ολοφάνερα στον προγραμματισμό της επικείμενης συνόδου κορυφής για την δημοκρατία. Ο κατάλογος των προσκεκλημένων χωρών, για παράδειγμα, περιλαμβάνει πολλούς από τους ηγέτες που κάνουν τα μάλλα για να υπονομεύσουν την δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Από τον Μόντι στην Ινδία έως τον Ζαΐρ Μπολσονάρου στην Βραζιλία και τον Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες, το Who's Who του διεθνούς λαϊκισμού θα είναι ευπρόσδεκτο στην Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία. Το ίδιο θα είναι και οι ηγέτες ακόμη πιο αυταρχικών χωρών όπως η Αγκόλα και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. (Οι μόνες δύο αξιοσημείωτες χώρες που λείπουν από την λίστα των προσκλήσεων επειδή βιώνουν σημαντική δημοκρατική οπισθοδρόμηση είναι η Τουρκία και η Ουγγαρία).

Αυτά τα προβλήματα βοηθούν επίσης να εξηγηθεί γιατί η σύνοδος κορυφής στοχεύει τόσο χαμηλά. Μια διήμερη εικονική σύνοδος κορυφής με περισσότερες από 100 συμμετέχουσες χώρες δεν έχει καμία πιθανότητα να αποσπάσει μια πραγματική συναίνεση σχετικά με το πώς θα στηριχθεί η δημοκρατία σε μια εποχή αυταρχικής αναθέρμανσης. Ούτε οι χώρες είναι πιθανό να μετακινηθούν προς δεσμεύσεις που δεν έχουν αναλάβει εκ των προτέρων. Και έτσι ο Μπάιντεν κατά την διάρκεια της ομιλίας του είναι έτοιμος να ανακοινώσει μερικές λογικές πρωτοβουλίες [9] σε θέματα όπως η διαφθορά. Η κυβέρνηση ελπίζει επίσης να αποσπάσει παρόμοιες δεσμεύσεις από άλλους συμμετέχοντες στην σύνοδο κορυφής, δίνοντας κίνητρο στις κυβερνήσεις να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκαλέσουν μια επαναληπτική συνάντηση κάποια στιγμή στο μέλλον. Αλλά δεν φαίνεται πιθανό ότι ο Μπάιντεν θα καθορίσει ένα πραγματικά νέο παράδειγμα για το πώς η διεθνής κοινότητα μπορεί να συνεργαστεί για να διατηρήσει την δημοκρατία. Και όπου οι οικοδεσπότες δεν ηγούνται, οι φιλοξενούμενοι είναι απίθανο να ακολουθήσουν.

Η σύνοδος κορυφής ίσως ακόμη να αποδειχθεί ένα βήμα προς μια πραγματική διεθνή συνεργασία για την προστασία της δημοκρατίας. Αλλά αυτή την στιγμή, φαίνεται πιο πιθανό να έχει την αίσθηση μιας προεκλογικής υπόσχεσης που πρέπει να εκπληρωθεί χωρίς να προκαλέσει αδικαιολόγητη αμηχανία —προτού ξεχαστεί πάραυτα.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ο τρίτος τομέας στον οποίο η κυβέρνηση έχει αποτύχει μέχρι στιγμής να ανταποκριθεί στην υπόσχεσή της για ανανέωση του πνεύματος της δημοκρατίας είναι αυτός στον οποίο ο Μπάιντεν έχει τον μικρότερο έλεγχο —αλλά μπορεί επίσης να είναι και ο πιο σημαντικός. Με το να αποκαλέσει τις εκλογές του 2020 ως μια «μάχη για την ψυχή του έθνους», ο πρόεδρος ήλπιζε ότι μια ξεκάθαρη νίκη επί του Τραμπ θα μπορούσε να ισοδυναμεί με μια οριστική μομφή στο είδος της πολιτικής του. Η προεδρία Τραμπ θα έμοιαζε τότε με μια αλλόκοτη παρέκκλιση και με μια [προεδρία] που πιθανότατα δεν θα επαναλαμβανόταν σύντομα.

Αντίθετα, η νίκη του Μπάιντεν επί του Τραμπ αποδείχθηκε πολύ πιο προσωρινή. Το περιθώριο νίκης του ήταν καθαρό αλλά όχι αρκετά ευρύ για να αποτελέσει οριστική αποκήρυξη του Τραμπισμού. Αντί να εκδιωχθεί από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τραμπ φαίνεται να έχει ισχυροποιήσει την λαβή του σε αυτό. Και αντί να αποδέχονται το αποτέλεσμα των δημοκρατικών εκλογών, πολλοί υψηλόβαθμοι Ρεπουμπλικάνοι συμφώνησαν με το ψέμα του αρχηγού τους ότι το αποτέλεσμα ήταν νοθευμένο και τώρα χρησιμοποιούν τον έλεγχό τους σε πολλά νομοθετικά σώματα πολιτειών για να πολιτικοποιήσουν τον τρόπο με τον οποίο πιστοποιούνται τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι εκλογές του 2020 θα μπορούσαν να είναι ένα μνημείο του τρόπου με τον οποίο οι δημοκρατίες μπορούν να μεσολαβήσουν σε βαθιές πολιτικές συγκρούσεις. Αντίθετα, χρησιμεύουν τώρα ως υπενθύμιση για το πόσο εύκολα οι αναίσχυντοι κομματικοί μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στους μακροχρόνιους θεσμούς και ως μια επείγουσα προειδοποίηση για την ακόμη πιο σοβαρή συνταγματική κρίση που μπορεί να περιμένει τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2024.

Ως αποτέλεσμα, πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ συνεχίζουν να βλέπουν την τρέχουσα κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής ως παράδειγμα προς αποφυγή. Εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν τόσο βαθιά διχασμένες όσο είναι τώρα -και ορισμένοι πολιτικοί δρώντες παραμένουν όσο απρόθυμοι είναι τώρα να αναγνωρίσουν τη νομιμοποίηση των πιο βασικών θεσμών τους- κανένας ηγέτης της χώρας, όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι, δεν είναι πιθανό να εμπνεύσει μια αναβίωση της παγκόσμιας πίστης στην δημοκρατία.

ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΡΗΘΗΚΑΝ

Ο Μπάιντεν είχε δίκιο ότι η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο σε όλο τον κόσμο και ότι οι επόμενες δεκαετίες θα αποδειχθούν κρίσιμες για τον καθορισμό των μελλοντικών της προοπτικών. Αλλά γίνεται επίσης σαφές ότι υποτίμησε τα εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο ενός καλοπροαίρετου προέδρου ώστε να κάνει οτιδήποτε γι' αυτό. Ως αποτέλεσμα, έχει σε μεγάλο βαθμό υπερπλειοδοτήσει για την συμβολή που θα μπορούσε να έχει η κυβέρνησή του στην ενίσχυση της δημοκρατίας.

Είναι καιρός η κυβέρνηση να περιορίσει το εύρος των φιλοδοξιών της. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η προστασία της δημοκρατίας είναι και πιο εφικτή και πιο επείγουσα από την προώθηση της δημοκρατίας. Η εστίαση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν πρέπει να είναι στο να φέρουν μακροχρόνιες απολυταρχίες στο δημοκρατικό «μαντρί», αλλά μάλλον στην διασφάλιση ότι οι μακροχρόνιες δημοκρατίες δεν θα οπισθοχωρήσουν και ότι οι απολυταρχίες δεν θα επεκτείνουν την σφαίρα επιρροής τους. Αλλά ακόμη και με αυτό το στενότερο εύρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια πολύ πιο άκαμπτη επιλογή από αυτήν που έχει μέχρι στιγμής αναγνωρίσει ο Μπάιντεν. Αν εννοεί σοβαρά να κάνει κάτι σημαντικό για να βοηθήσει τις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο να αντέξουν σε μια εποχή ανερχόμενης απολυταρχίας, πρέπει να προχωρήσει πέρα από το «business as usual».