Πώς ο εξτρεμισμός έγινε κύρια τάση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς ο εξτρεμισμός έγινε κύρια τάση

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια νέα προσέγγιση για την πρόληψη της ακροδεξιάς βίας

Οι στρατηγικές αλλαγές έχουν συνήθως τις ρίζες τους στις προσπάθειες προσέγγισης και στρατολόγησης ευρύτερων ακροατηρίων, αλλά, στην πορεία, αυτές οι αλλαγές συχνά αλλάζουν θεμελιωδώς τα ίδια τα περιθωριακά κινήματα. Για παράδειγμα, η ακροδεξιά έχει ιστορικά υπερασπισθεί τους παραδοσιακούς κανόνες που αφορούν τις οικογένειες και έχει αντιταχθεί σε πολιτικές όπως ο γάμος των ομοφυλόφιλων. Ωστόσο, ορισμένες ακροδεξιές ομάδες ισχυρίζονται τώρα ότι τα δικαιώματα των γυναικών και των ατόμων LGBTQ αντιπροσωπεύουν βασικές Δυτικές αξίες τις οποίες στοχεύουν να προστατεύσουν από μια υποτιθέμενη απειλή από το Ισλάμ –ειδικά περιορίζοντας τη μετανάστευση. Οι ριζοσπάστες νατιβιστές (nativists) έχουν αναδιαμορφώσει την ατζέντα τους για να απευθυνθούν σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται για περιβαλλοντικά ζητήματα, υποστηρίζοντας ότι το κλείσιμο των συνόρων ή τα όρια στη μετανάστευση θα μειώσουν την ρύπανση και θα διατηρήσουν τους σπάνιους πόρους.

Οι οργανικές αλλαγές συμβαίνουν από την φύση τους περισσότερο από την βάση προς την κορυφή, καθοδηγούμενες από το, στην ουσία του, συνονθύλευμα ενός διαδικτυακού οικοσυστήματος πληροφοριών που μετακινεί εύκολα έναν περιστασιακό αναγνώστη σε ετερόκλητα πλαίσια. Οι μετατοπίσεις στο πώς παράγεται και διανέμεται η εξτρεμιστική προπαγάνδα -λιγότερα μανιφέστα, περισσότερα μιμίδια- έχουν επιτρέψει στα άτομα να αποκόψουν τμήματα ιδεολογίας και να τα επανασυναρμολογήσουν σε νέες και απροσδόκητες μορφές. Έτσι, μια αυτο-περιγραφόμενη ως «μπολσεβίκικη» [4] ομάδα λευκής ανωτερότητας ζητά την εξαΰλωση της καπιταλιστικής τάξης, ακροδεξιές ομάδες επαινούν τους Ταλιμπάν [5] και τον Unabomber (στμ: ο τρομοκράτης Ted Kaczynski) [6], το QAnon εξαπλώνεται στα στούντιο της γιόγκα και στις κοινότητες εναλλακτικής ιατρικής, και οι αντικυβερνητικές πολιτοφυλακές ενώνουν τις δυνάμεις τους με αριστερών τάσεων αντιεμβολιαστικές ομάδες για να διαμαρτυρηθούν για τους περιορισμούς και τις εντολές που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19 [7].

Καθώς τα καθημερινά άτομα συναντούν αυτές τις ιδέες, είτε μέσω εξατομικευμένης προπαγάνδας είτε μέσω περισσότερων λαϊκών προσπαθειών που ενισχύονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις συναρμολογούν στα δικά τους προσωπικά συστήματα πεποιθήσεων. Αυτό απέχει πολύ από τα πιο παραδοσιακά μοντέλα ριζοσπαστικοποίησης στα οποία οι άνθρωποι υιοθετούν σταδιακά το ιδεολογικό πλαίσιο μιας αναγνωρίσιμης ομάδας -όπως ο φασισμός ή ο νεοναζισμός- η οποία καλεί σε βίαιες λύσεις ενάντια σε έναν κοινό εχθρό. Αυτές οι πιο συνεκτικές διαδικασίες περιλαμβάνουν τελετουργίες μύησης, μανιφέστα, ηγέτες, και μια ιεραρχία που καθοδηγεί τις πεποιθήσεις και τις δράσεις. Αυτά τα στοιχεία είναι εν πολλοίς απόντα από το σημερινό συνονθύλευμα, τον «επιλέξτε την δική σας περιπέτεια» τρόπο ριζοσπαστικοποίησης.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση αυτού του είδους μεταστατικού εξτρεμισμού, αρκετές άλλες χώρες είναι πολύ μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. [Οι χώρες] αναγνώρισαν ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κανονικοποίηση των εξτρεμιστικών ιδεών είναι να εστιάσουν στο ίδιο το κανονικό. Ο Καναδάς, η Γερμανία, η Νέα Ζηλανδία, και η Νορβηγία έχουν υιοθετήσει πολυτομεακές προσεγγίσεις, αντλώντας πόρους και τεχνογνωσία από δώδεκα ομοσπονδιακές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών, αλλά και των Υπουργείων Παιδείας, Εργασίας, Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, Νεολαίας και Οικογενειών, Κοινωνικών Υπηρεσιών, και Πολιτισμού και Τεχνών. Έχουν δεσμεύσει δισεκατομμύρια δολάρια σε προσπάθειες που οικοδομούν την εμπιστοσύνη στην κοινότητα, την αύξηση της ισότητας και της κοινωνικής ένταξης, την καταπολέμηση του ρατσισμού [8] και τον γραμματισμό στα media και την αγωγή του πολίτη, έτσι ώστε οι πολίτες να είναι πιο πιθανό να αναγνωρίσουν και να αντισταθούν στην προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση, και τις θεωρίες συνωμοσίας.

Αυτές οι προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τον βίαιο εξτρεμισμό λιγότερο ως ζήτημα ασφάλειας από όσο ως κοινωνικό πρόβλημα που μοιάζει περισσότερο με απειλή για την δημόσια υγεία. Ενσωματώνουν τον αντιεξτρεμισμό και την πρόληψη της βίας σε κοινοτικά καλλιτεχνικά προγράμματα, ποδοσφαιρικούς συλλόγους, και διαθρησκειακούς διαλόγους. Οι εκπαιδευτικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί για τη νεολαία, και άλλοι επαγγελματίες λαμβάνουν τακτική εκπαίδευση —συμπεριλαμβανομένων χρηματοδοτούμενων από το κράτος εργαστηρίων, εκδρομών, και σεμιναρίων- για να βελτιώσουν τις γνώσεις τους σχετικά με τα προειδοποιητικά σημάδια, να μάθουν για την εξτρεμιστική κουλτούρα, και να αναπτύξουν παιδαγωγικές στρατηγικές. Η δημόσια χρηματοδότηση υποστηρίζει την οικογενειακή συμβουλευτική [9] για ανθρώπους που έχουν σχέσεις με ριζοσπαστικοποιημένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των γονέων, των αδελφών, των δασκάλων, και των εργοδοτών τους.