Η εξόπλιση της Ουκρανίας αξίζει το ρίσκο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εξόπλιση της Ουκρανίας αξίζει το ρίσκο

Η Δύση μπορεί να αυξήσει το κόστος της ρωσικής επιθετικότητας

Η εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία έχει προκαλέσει ένα παλιρροϊκό κύμα μεταφοράς όπλων από την Δύση στην πολιορκημένη χώρα. Φέτος, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμεύσει όπλα αξίας 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων για την Ουκρανία. Περισσότερες από άλλες 20 χώρες έχουν υποσχεθεί, στείλει, ή βοηθήσει στη μεταφορά όπλων και εξοπλισμού στην Ουκρανία. Ορισμένες από αυτές τις δεσμεύσεις έχουν απαιτήσει ιλιγγιώδεις ανατροπές μακροχρόνιων πολιτικών: για παράδειγμα, λίγες μέρες μετά την αρχική επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία, η Γερμανία έκανε στροφή, από την απαγόρευση μεταφοράς όπλων γερμανικής κατασκευής στην χώρα, στην παράδοση 1.000 αντιαρματικών όπλων και 500 δικών της αντιαεροπορικών πυραύλων για να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί.

15032022-1.jpg

Διεξάγοντας στρατιωτικά γυμνάσια στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022. Handout / Reuters
----------------------------------------

Η μεταφορά στρατιωτικών πόρων και βοήθειας από την Δύση στην Ουκρανία, μια χώρα που δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον κίνδυνο μιας κλιμάκωσης με τη Μόσχα. Αυτά τα όπλα, που στέλνονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, προορίζονται για να σκοτώσουν Ρώσους. Πώς μπορούν οι Δυτικές χώρες να συνεχίσουν να παρέχουν στην Ουκρανία όπλα και υλικό χωρίς να προκαλέσουν αντίποινα από τον Πούτιν; Πόσο σοβαρά μπορεί να είναι αυτό το αντίποινα; Και η υλική υποστήριξη της Δύσης θα κάνει πραγματικά μεγάλη διαφορά στην προσπάθεια της Ουκρανίας να αποκρούσει την ρωσική εισβολή; Άλλες συζητήσεις σχετικά με την παροχή στρατιωτικών πόρων στην Ουκρανία —για παράδειγμα, η απόρριψη από την Ουάσιγκτον της πολωνικής πρότασης να στείλει μαχητικά αεροσκάφη στην Ουκρανία μέσω μιας βάσης των ΗΠΑ στην Γερμανία— υποδεικνύουν τους διαρκείς φόβους εντός της συμμαχίας του ΝΑΤΟ ότι μια πολύ τολμηρή παρέμβαση στην σύγκρουση θα οδηγήσει σε άμεση αντιπαράθεση με την Ρωσία. Είναι δικαιολογημένοι αυτοί οι φόβοι;

Η στρατηγική της Δύσης για τη μεταφορά πόρων στην Ουκρανία δεν είναι κάτι καινούργιο: τα όπλα από τρίτα μέρη είναι εξαιρετικά συνηθισμένα στον σύγχρονο πόλεμο. Μια κλιμάκωση της σύγκρουσης είναι πάντα πιθανή, αλλά οι μεταφορές όπλων συνήθως δεν εμπλέκουν τους προμηθευτές στον πόλεμο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι μεταφορές όπλων είναι σπανίως από μόνες τους αποφασιστικές στον πόλεμο. Ούτε μπορούν τώρα να εξασφαλίσουν μια αποφασιστική νίκη της Ουκρανίας έναντι της Ρωσίας. Μπορούν σίγουρα να βοηθήσουν, και χωρίς αυτές ο ουκρανικός στρατός είναι απίθανο να μπορέσει να εφοδιαστεί για έναν μακρό πόλεμο. Αλλά οι ανώτερες ικανότητες της Ρωσίας θα επέτρεπαν στον Πούτιν να συντρίψει τις ουκρανικές δυνάμεις, εάν η Μόσχα μπορέσει να ξεπεράσει τα προβλήματα επιμελητείας, διοίκησης, και τακτικής που έχουν ταλαιπωρήσει την εισβολή της μέχρι τώρα. Εάν η Ρωσία καταφέρει να καταλάβει πώς να αξιοποιήσει σωστά τα πλεονεκτήματά της, θα μπορούσε τελικά να καταλάβει αρκετό έδαφος για να υποχρεώσει τους Ουκρανούς [να καταφύγουν] σε αντάρτικο. Ένα καλύτερο αποτέλεσμα για την Ουκρανία θα απαιτήσει είτε μια συνεχιζόμενη ανικανότητα του ρωσικού στρατού είτε μια Δυτική επέμβαση που θα αναλάβει ένα επίπεδο ρίσκου, το οποίο το ΝΑΤΟ είναι απρόθυμο να ανεχθεί. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι μεταφορές όπλων είναι να γεφυρώσουν αυτές τις δύο επιλογές, αντιπροσωπεύοντας έναν τρόπο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να συνεισφέρουν στην άμυνα της Ουκρανίας, να αυξήσουν το κόστος της ρωσικής επιθετικότητας χωρίς να εμπλακούν απευθείας με την Ρωσία [1], και να δώσουν στην Ουκρανία μια ευκαιρία να αποκρούσει τις ρωσικές δυνάμεις χωρίς να υπερβούν την ανοχή ρίσκου (risk tolerance) του ΝΑΤΟ.

Η εισβολή του Πούτιν αυξάνει τo διακύβευμα ασφαλείας για όλους –τους Ουκρανούς, τους Δυτικούς, και τους Ρώσους εξίσου. Δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμη μια πολιτική μηδενικού ρίσκου, αν υπήρξε ποτέ. Προς το παρόν, οι μεταφορές όπλων μπορεί να είναι η λιγότερο επικίνδυνη από μια λίστα επικίνδυνων επιλογών.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΟΙΝΩΝ

Για τους Αμερικανούς, το πιο γνωστό παράδειγμα εξόπλισης ενός συμμάχου είναι η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ηνωμένο Βασίλειο στα πρώτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσω προγραμμάτων δανεισμού και μίσθωσης (lend-lease programs) που επέτρεψαν στην Ουάσιγκτον να παράσχει στους συμμάχους της πολεμικό υλικό ενώ απέφευγαν την άμεση ανάμειξη στην σύγκρουση, οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέφεραν εξοπλισμούς αξίας άνω των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε έναν ενεργό εμπόλεμο με τον οποίο δεν είχαν καμία συμμαχία μέσω Συνθήκης. Αυτή η πρακτική είναι σχεδόν πανταχού παρούσα στον σύγχρονο πόλεμο: έχουν γίνει πάνω από 900 μεμονωμένες πράξεις αρωγής ασφαλείας, που περιλαμβάνουν μεταφορές όπλων, εκπαίδευση, ή άλλη στρατιωτική βοήθεια από τρίτα μέρη προς μαχητές σε πολέμους από το 1945 και μετά.

Η ίδρυση εξωτερικών καταφυγίων —στα οποία οι αντάρτες στήνουν στρατόπεδα βάσης και κόμβους επιμελητείας σε γειτονικές χώρες—είναι επίσης συνηθισμένη, [κάτι] που συμβαίνει ίσως στα δύο τρίτα όλων των εμφυλίων πολέμων από το 1945 και μετά. Αυτή η τακτική μπορεί να πυροδοτήσει αντίποινα εναντίον των χωρών καταφυγής που φιλοξενούν επιτιθέμενους στην άλλη πλευρά των συνόρων: το Ισραήλ, για παράδειγμα, εισέβαλε στον Λίβανο το 1982 για να τερματίσει τις επιθέσεις που εξαπέλυσε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organization) κατά του Ισραήλ από λιβανικό έδαφος. Η Ρουάντα εισέβαλε στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό το 1996 για να σταματήσει τις επιθέσεις των Χούτου που εξαπολύθηκαν από εκεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Αφγανιστάν [2] το 2001 για να καταστρέψουν τα καταφύγια της Αλ Κάιντα [3].

Τα περισσότερα αντίποινα, όταν συμβαίνουν, γίνονται εναντίον τέτοιων καταφυγίων ανταρτών ή τρομοκρατών και όχι [εναντίον] απλών προμηθευτών όπλων. Η Γερμανία δεν επιτέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να σταματήσει τα προγράμματα δανεισμού και μίσθωσης με τα οποία προμήθευαν τους εχθρούς της στα πρώτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιτέθηκαν στο Ιράν για τις μεταφορές όπλων στις σιιτικές πολιτοφυλακές που πολέμησαν τα στρατεύματα των ΗΠΑ στο Ιράκ μεταξύ του 2003 και του 2008. Η Σοβιετική Ένωση δεν επιτέθηκε στο Πακιστάν για να σταματήσει την ροή των αμερικανικών όπλων στους αντισοβιετικούς μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν την δεκαετία του 1980.

Αυτή η διάκριση μεταξύ των ειδών της παρεχόμενης βοήθειας και του βαθμού των αντιποίνων που επιφέρουν δεν προκαλεί έκπληξη. Το όλο νόημα της εξόπλισης των άλλων αντί για την άμεση διεξαγωγή πολέμου είναι να περιοριστεί ο κίνδυνος επέμβασης, κρατώντας την πρόκληση κάτω από το κατώφλι των αντιποίνων. Η παροχή όπλων βλάπτει τον στόχο, αλλά συνήθως όχι αρκετά για να νικήσει πλήρως τον στόχο. Ο προμηθευτής όπλων είναι συχνά μια ισχυρή δύναμη που θα μπορούσε να νικήσει πλήρως τον στόχο αν σύρετο απευθείας στον πόλεμο. Ως εκ τούτου, ο στόχος αντιμετωπίζει μια επιλογή: να ανταποδώσει στην δύναμη που παρείχε [την βοήθεια] και να διακινδυνεύσει έναν ευρύτερο πόλεμο τον οποίο μπορεί κάλλιστα να χάσει ή να τα βγάλει πέρα εναντίον ενός ενδυναμωμένου εχθρού και να ελπίσει να κερδίσει στο τέλος. Οι περισσότεροι στόχοι επιλέγουν να τα βγάλουν πέρα αντί να ανταποδώσουν.

Αυτό το ιστορικό μοτίβο δεν σημαίνει ότι η εξόπλιση άλλων είναι χωρίς κίνδυνο. Η κλιμάκωση δεν είναι πάντα σκόπιμη. Ο λανθασμένος υπολογισμός είναι συνηθισμένος -αν όχι καθολικός- στον πόλεμο, και ακόμη και ένα μόνο λάθος μπορεί να πυροδοτήσει έναν κλιμακούμενο φαύλο κύκλο. Και δυστυχώς για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, τα όρια για τα αντίποινα είναι υποκειμενικά, δεν [τα αποφασίζει] ο προμηθευτής όπλων. Ο Πούτιν, και όχι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ή ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, θα αποφασίσει εάν τα δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα που δόθηκαν στην Ουκρανία δικαιολογούν μια επίθεση στους προμηθευτές. Όπως δείχνει η ίδια η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι εξωτερικές αντιλήψεις για τον Πούτιν και τους στόχους του μπορεί να επισκιαστούν από μια πληθώρα πολιτισμικών διαφορών και αντιληπτικών προκαταλήψεων. Η εξόπλιση του ουκρανικού στρατού έχει μικρότερο ρίσκο από την απευθείας επίθεση στους Ρώσους —αλλά δεν στερείται ρίσκου.

ΑΞΙΖΕΙ ΤΟ ΡΙΣΚΟ

Αξίζει ο κίνδυνος μιας κλιμάκωσης με την Ρωσία, μια πυρηνική δύναμη, για να υπερασπιστεί κάποιος την Ουκρανία; Τι μπορεί να επιτύχει η εξόπλιση της Ουκρανίας, πέρα από το να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις για την αντιμετώπιση μιας τεράστιας προσβολής της αξιοπρέπειας;

Η μεταφορά όπλων στην Ουκρανία μπορεί, στην πραγματικότητα, να επιτύχει τρεις σημαντικούς στόχους. Πρώτον, δίνει στην Ουκρανία μια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τα ρωσικά λάθη και να εμποδίσει περαιτέρω την επίθεση της Μόσχας, εάν η στρατιωτική απόδοση της Ρωσίας συνεχίσει να είναι τόσο κακή όσο ήταν μέχρι τώρα. Η στρατιωτική ικανότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία μέχρι σήμερα ήταν σοκαριστικά κακή. Ο σύγχρονος πόλεμος είναι εξαιρετικά περίπλοκος και μέχρι στιγμής η Ρωσία δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτή την πολυπλοκότητα για να εκμεταλλευτεί τα τεράστια πλεονεκτήματά της σε υλικά και ανθρώπινο δυναμικό.

Αλλά ακόμα κι αν η Ρωσία [4] συνεχίσει να σκοντάφτει, η Ουκρανία θα χρειαστεί βοήθεια για να υποχρεώσει την Ρωσία [να φτάσει] σε αδιέξοδο. Ο σύγχρονος πόλεμος καταναλώνει πόρους με σφοδρό ρυθμό. Το 7o Σώμα Στρατού (Army VII Corps) των ΗΠΑ στην Επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου (Operation Desert Storm) το 1991, για παράδειγμα, ξόδευε 9.000 τόνους πολεμοφοδίων και 2,4 εκατομμύρια γαλόνια καυσίμων κάθε μέρα —και ο στρατός της Ουκρανίας είναι μεγαλύτερος από αυτό το Σώμα. Εάν η Ουκρανία συνεχίσει να δαπανά πολεμοφόδια και καύσιμα με τον τρέχοντα ρυθμό, σύντομα θα εξαντλήσει το προπολεμικό της απόθεμα και θα έχει συνεχή ανάγκη περαιτέρω προμηθειών.

Δεύτερον, εάν η Ρωσία προσαρμοστεί και βελτιώσει την επίδοση της, πιθανότατα θα ανατρέψει το υπάρχον καθεστώς στο Κίεβο, ανεξάρτητα από το πόση υποστήριξη θα λάβει η Ουκρανία -αλλά οι μεταφορές όπλων μπορούν να κάνουν την ρωσική εισβολή πιο ακριβή, ίσως αφόρητα [ακριβή]. Μια φθηνή ρωσική επιτυχία στην Ουκρανία θα μπορούσε να μοιάζει στον Πούτιν [5] ως η τέταρτη επιτυχημένη στρατιωτική περιπέτειά του στην σειρά, μετά την εισβολή του στην Γεωργία το 2008, την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, και την ρωσική επέμβαση στην Συρία το 2015. Εάν γίνει έτσι, το να αποτρέψει κάποιος τον Πούτιν από το να στοχεύσει άλλες γειτονικές χώρες όπως η Πολωνία ή τα κράτη της Βαλτικής θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ δυσκολότερο. Όσο πιο φονική είναι η ουκρανική άμυνα, τόσο πιο πιθανό είναι η Δύση να αποτρέψει τον Πούτιν από περαιτέρω στρατιωτική επιθετικότητα.

Τρίτον, εάν το Κίεβο πέσει και ο ουκρανικός στρατός εκδιωχθεί από το πεδίο, οι μεταφορές όπλων θα αποδειχθούν χρήσιμες: μπορούν να διευκολύνουν μια εξέγερση που θα αμφισβητήσει την ρωσική κυριαρχία στην χώρα και θα δώσει στους Ουκρανούς μια ευκαιρία να εκδιώξουν την κατοχική δύναμη και να αποκαταστήσουν την αυτοδιακυβέρνηση. Τα περισσότερα από τα όπλα που αποστέλλονται τώρα είναι ακριβώς τα είδη όπλων που χρειάζονται για μια τέτοια εξέγερση: πολεμοφόδια και φορητά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά συστήματα χειρός ή ώμου. Εάν ο ρωσικός στρατός καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία, σίγουρα θα προσπαθήσει να σφραγίσει τα ουκρανικά σύνορα για να αποτρέψει περαιτέρω αποστολές όπλων από το να φτάσουν στους αντι-ρώσους αντάρτες. Είναι πολύ δύσκολο να σφραγιστούν μακρά σύνορα, και τμήματα των συνόρων της Ουκρανίας διασχίζουν τα Καρπάθια Όρη και πυκνά δάση κοντά στην Πολωνία, ώστε θα μπορούσε να αποδειχθεί αδύνατο για την Ρωσία να τα ασφαλίσει πλήρως. Ωστόσο, όσο περισσότερα πολεμοφόδια μπορέσουν να στείλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι στην Ουκρανία τώρα, τόσο λιγότερο αποτελεσματική θα είναι η ρωσική ασφάλεια των συνόρων στο να στερήσει τα όπλα σε μια μελλοντική εξέγερση. Οι μεταφορές όπλων τώρα είναι επένδυση σε μια αντι-ρωσική αντίσταση αργότερα, ακόμα κι αν η Ρωσία συντρίψει τον τακτικό στρατό της Ουκρανίας.

Μια τέτοια βοήθεια είναι απίθανο από μόνη της να είναι αποφασιστική στο να επηρεάσει τον πόλεμο προς όφελος της Ουκρανίας και θα προκαλέσει έναν εγγενή κίνδυνο κλιμάκωσης. Αλλά αντιπροσωπεύει έναν τρόπο να δοθεί στην Ουκρανία μια ευκαιρία μάχης, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο μιας άμεσης σύγκρουσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-02-07/how-break-...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-10-08/last-days...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-08-13/osama-bin...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/kremlin...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-03-11/arming-ukrain...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition