Το πραξικόπημα στο Κρεμλίνο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πραξικόπημα στο Κρεμλίνο

Πώς ο Πούτιν και οι υπηρεσίες ασφαλείας κατέλαβαν το ρωσικό κράτος

Ο μηχανισμός ασφαλείας ταπεινώθηκε —αλλά δεν διαλύθηκε. Ο Μπόρις Γέλτσιν, ο πρώτος πρόεδρος της μετασοβιετικής Ρωσίας, θεωρούσε τον κομμουνισμό, όχι την KGB, ως το μεγαλύτερο κακό. Σκέφτηκε ότι η απλή αλλαγή του ονόματος της KGB σε FSB θα άλλαζε και τον οργανισμό, επιτρέποντάς του να γίνει πιο καλοπροαίρετος και λιγότερο εξουσιαστικός. Αυτό ήταν ευσεβής πόθος. Οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσίας ανάγουν την καταγωγή τους βαθιά στο παρελθόν, στο βάναυσο σώμα σωματοφυλάκων του Ιβάν του Τρομερού, τους oprichniki, τον 16ο αιώνα, και στη Μυστική Καγκελαρία (Secret Chancellery) του Μεγάλου Πέτρου, τον 18ο αιώνα. Η απόπειρα μεταρρύθμισης του Γέλτσιν δεν θα μπορούσε να καταστείλει οριστικά ένα σύστημα με τόσο βαθιές ιστορικές ρίζες [6] όπως δεν μπορούσε και εκείνο του Χρουστσόφ τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα.

Στην πραγματικότητα, οι αξιωματικοί της KGB ήταν σχετικά καλά εφοδιασμένοι για να αντέξουν την κατάρρευση του κομμουνισμού και τη μετάβαση στον καπιταλισμό. Για τις υπηρεσίες ασφαλείας, η έκκληση της σοβιετικής εποχής για μια αταξική κοινωνία προλετάριων ήταν πάντα απλώς ένα σύνθημα˙ η ιδεολογία ήταν εργαλείο ελέγχου του κοινού και ενδυνάμωσης της λαβής του κράτους. Τα πρώην μέλη εφάρμοσαν αυτή την πραγματιστική προσέγγιση καθώς ανήλθαν σε θέσεις της ελίτ στη μετασοβιετική Ρωσία. Όπως έχει εξηγήσει ο Leonid Shebarshin, πρώην υψηλόβαθμος πράκτορας της KGB, ήταν φυσικό ότι όσοι εκπαιδεύτηκαν υπό τον Αντρόποφ για έναν μυστικό πόλεμο εναντίον εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών —του ΝΑΤΟ, της CIA, των αντιφρονούντων, και της πολιτικής αντιπολίτευσης— θα γίνονταν η νέα ρωσική μπουρζουαζία. Μπορούσαν να αντέξουν ακανόνιστες ώρες εργασίας, να επιτύχουν σε εχθρικά περιβάλλοντα, και να χρησιμοποιήσουν τακτικές ανάκρισης και χειραγώγησης όταν τους ζητείτο. Έστυψαν και την τελευταία σταγόνα εργασίας από τους υπαλλήλους και τους υφισταμένους τους.

Ένας από αυτούς, ο Πούτιν, είχε επαινεθεί προσωπικά ως πραγματιστής από Δυτικούς διπλωμάτες, αφότου ανήλθε από την αφάνεια για να γίνει πρόεδρος της Ρωσίας το 2000. Ακόμη και τότε, δεν έκρυψε την πρόθεσή του να εγκαθιδρύσει μια απόλυτη εξουσία τύπου Αντρόποφ, κινούμενος γρήγορα για να περιορίσει την ισχύ των καπιταλιστών βαρόνων που είχαν ακμάσει την δεκαετία του 1990 υπό την φρενήρη προεδρία του Γέλτσιν. Στο μυαλό του Πούτιν, μια ανεξάρτητη ολιγαρχία που είχε υπό τον έλεγχο της τις στρατηγικές βιομηχανίες, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, απειλούσε την σταθερότητα του κράτους. [Ο Πούτιν] εξασφάλισε ότι οι επιχειρηματικές αποφάσεις που σχετίζονται με το εθνικό συμφέρον θα λαμβάνονταν, αντίθετα, από μια χούφτα έμπιστων ανθρώπων —τους αποκαλούμενους siloviki [7], ή συνεργάτες των κρατικών στρατιωτικών [υπηρεσιών] και των υπηρεσιών ασφαλείας. Αυτά τα άτομα έγιναν ουσιαστικά διαχειριστές ή φύλακες των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχονται από το κράτος. Πολλοί κατάγονταν από την γενέτειρα του Πούτιν, το Λένινγκραντ (την σημερινή Αγία Πετρούπολη) και οι περισσότεροι είχαν υπηρετήσει μαζί του στην KGB. Από την εταιρική πλευρά, οι τάξεις τους περιλαμβάνουν τους Igor Sechin (Rosneft), Sergey Chemezov (Rostec), και Alexey Miller (Gazprom), ενώ τα θέματα της προστασίας του κράτους χειρίζονται, μεταξύ άλλων, οι Nikolai Patrushev (γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας), Alexander Bortnikov (διευθυντής της FSB), Sergei Naryshkin (διευθυντής της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών [Foreign Intelligence Service]) και Alexander Bastrykin (επικεφαλής της Ερευνητικής Επιτροπής [Investigative Committee]).

Ο Πούτιν ήταν πεπεισμένος ότι η ενδυνάμωση των «έκτακτων οργάνων» του κράτους θα απέτρεπε αναταραχές όπως αυτές που οδήγησαν στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Η τοποθέτηση πρώην πρακτόρων της KGB ως επικεφαλής φαινόταν να προσφέρει κάποια οικονομική και πολιτική σταθερότητα [8]. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ετούτη την σταθερότητα, ο Πούτιν ενήργησε το 2020 για να παρατείνει την προεδρία του, προτείνοντας συνταγματικές τροποποιήσεις για να παρακαμφθούν τα όρια της θητείας που θα τον απομάκρυναν από τα καθήκοντα του το 2024.

Από την επικύρωσή τους και μετά, οι συνταγματικές αλλαγές έχουν δώσει στο κράτος ευρύ περιθώριο για να αντιμετωπίσει προβλήματα που εκτείνονται από την COVID-19 έως τις μαζικές διαδηλώσεις στην Λευκορωσία και την επιστροφή του Ρώσου αντιπολιτευόμενου δικηγόρου Αλεξέι Ναβάλνι στη Μόσχα. Όπως συνέβαινε στην εποχή του Αντρόποφ, όλα τα θέματα περνούν πλέον από τα κεντρικά ρυθμιστικά σώματα —ομοσπονδιακούς οργανισμούς που επιβλέπουν τα πάντα, από την φορολογία έως την επιστήμη (η λέξη nadzor, που σημαίνει «εποπτεία», σε πολλά από τα ρωσικά τους ονόματα καθιστά ευκολότερη την αναγνώρισή τους). Οι ποινικές διώξεις είναι μια ολοένα και πιο κοινή τακτική που χρησιμοποιείται εναντίον των Ρώσων πολιτών οι οποίοι διαμαρτύρονται για καταχρήσεις εξουσίας, ζητούν καλύτερες υπηρεσίες ή εκφράζουν την υποστήριξή τους στον Ναβάλνι, ο οποίος καταδικάστηκε και ο ίδιος με βάση ψευδείς κατηγορίες για απάτη και άλλα υποτιθέμενα αδικήματα. Ένας τιμωρητικός μηχανισμός ελέγχου έχει σφίξει την λαβή του, με επικεφαλής τον τεχνοκράτη πρωθυπουργό, Mikhail Mishustin, έναν πρώην φορολογικό αξιωματούχο, και μια ποικιλία αξιωματούχων μεσαίου επιπέδου εντός της γραφειοκρατίας του καθεστώτος.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ FSB

Η απόφαση του Πούτιν να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ντόνετσκ και της Λουχάνσκ, και ακολούθως να εξαπολύσει μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» για να «απο-ναζιστικοποιήσει» την Ουκρανία, ακολούθησε ένα παρόμοιο μοτίβο τιμωρίας για την πολιτική απόκλιση: επιδίωξε να τιμωρήσει μια ολόκληρη χώρα για αυτό που έκρινε ως «αντιρωσική» επιλογή της να ευθυγραμμιστεί με την Δύση. Αλλά εντός της Ρωσίας, τα γεγονότα που οδήγησαν και μετά ακολούθησαν την εισβολή [9] σηματοδότησαν επίσης την ολοκλήρωση μιας πολιτικής μετατόπισης που εξελισσόταν εδώ και χρόνια. Αποκάλυψαν την φθίνουσα ισχύ των siloviki που κυριάρχησαν στην πρώιμη εποχή του Πούτιν -και την αντικατάστασή τους από μια απρόσωπη γραφειοκρατία ασφαλείας και ελέγχου.