Τι διδάσκεται η Κίνα από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τι διδάσκεται η Κίνα από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία;

Η Αμερική και η Ταϊβάν πρέπει να κατανοήσουν –και να επηρεάσουν- τις κινεζικές απόψεις για την σύγκρουση
Περίληψη: 

Από την οπτική γωνία του Πεκίνου, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι απλώς μια ρεαλιστική πρώτη ιδέα του κόστους που πιθανότατα θα επωμιζόταν η Κίνα εάν κατέφευγε σε πόλεμο. Οι Κινέζοι ηγέτες θα εξετάσουν τις αποτυχίες της Ρωσίας και θα προσαρμόσουν τα επιχειρησιακά σχέδιά τους για να αποφύγουν παρόμοια λάθη.

O DAVID SACKS είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Council on Foreign Relations.

Πέρα από την Ευρώπη, ο αντίκτυπος της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία γίνεται αισθητός πιο έντονα 5.000 μίλια μακριά, στο νησί της Ταϊβάν. Πολλοί Ταϊβανέζοι ανησυχούν ότι μπορεί να είναι οι επόμενοι που θα υποστούν μια εισβολή από έναν πιο ισχυρό γείτονα. Ετούτοι οι φόβοι δεν είναι παράλογοι. Ενώ η Ουκρανία και η Ταϊβάν διαφέρουν από πολλές απόψεις, ως σχετικά νέες δημοκρατίες που ζουν δίπλα σε μεγαλύτερους αυταρχικούς γείτονες με μακροχρόνια σχέδια για την επικράτειά τους, και οι δύο αντιμετωπίζουν εντυπωσιακά παρόμοιες στρατηγικές δυσκολίες.

17052022-1.jpg

Ταϊβανέζοι στρατιώτες σε ένα πλοίο της γραμμής κοντά στα [νησιά} Matsu, στην Ταϊβάν, τον Μάρτιο του 2022 Ann Wang / Reuters

------------------------------------------------------------------------

Όσο κι αν ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει περιγράψει την αποκατάσταση της «ιστορικής ενότητας» μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας ως ένα είδος πνευματικής αποστολής, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, πιστεύει ότι η επανένωση της ηπειρωτικής Κίνας με αυτήν που θεωρεί ως την χαμένη επαρχία της Ταϊβάν θα συμβάλει στην εδραίωση της θέσης του στην ιστορία. Ο Σι μιλά για την Ταϊβάν με σχεδόν τον ίδιο τρόπο που ο Πούτιν μιλά για την Ουκρανία, τονίζοντας τους δεσμούς αίματος και υποστηρίζοντας ότι η Κίνα και η Ταϊβάν είναι μια οικογένεια. Ενώ ο Πούτιν έχει αμφισβητήσει πρόσφατα την παραδοσιακή αντίληψη της κρατικής κυριαρχίας, προκειμένου να υποδηλώσει ότι η Ουκρανία δεν την αξίζει, ο Σι (όπως και οι προκάτοχοί του) αρνείται εντελώς την κυριαρχία της Ταϊβάν.

Παρά αυτές τις ομοιότητες, θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία [1] θα επιταχύνει με οποιονδήποτε τρόπο την επιθυμία της Κίνας να επιτύχει την ενοποίηση με την Ταϊβάν. Στην ουσία, οι υπολογισμοί των Κινέζων ηγετών σχετικά με το εάν θα χρησιμοποιήσουν βία εναντίον της Ταϊβάν είναι πολιτικές αποφάσεις τις οποίες δεν θα επηρεάσουν οι ενέργειες της Μόσχας. Επιπλέον, οι Κινέζοι αξιωματούχοι γνωρίζουν καλά ότι μια επίθεση στην Ταϊβάν τώρα πιθανώς θα πυροδοτούσε τους Δυτικούς φόβους ότι το Πεκίνο και η Μόσχα σχηματίζουν έναν αυταρχικό άξονα και αρχίζουν να ενεργούν συντονισμένα, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα μιας άμεσης επέμβασης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.

Ωστόσο, ο Σι και η ηγεσία του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (People’s Liberation Army, PLA) παρακολουθούν στενά τα γεγονότα στην Ουκρανία, αναζητώντας διδάγματα που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με χρήσιμο τρόπο σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ταϊβάν. Οι δυσκολίες της Ρωσίας δεν θα κλονίσουν με κανέναν τρόπο την αποφασιστικότητα της Κίνας να φέρει την Ταϊβάν υπό τον έλεγχό της. Από την οπτική γωνία του Πεκίνου, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι απλώς μια ρεαλιστική πρώτη ιδέα του κόστους που πιθανότατα θα επωμιζόταν η Κίνα εάν κατέφευγε σε πόλεμο. Οι Κινέζοι ηγέτες θα εξετάσουν τις αποτυχίες της Ρωσίας και θα προσαρμόσουν τα επιχειρησιακά σχέδια τους για να αποφύγουν παρόμοια λάθη.

Η Ταϊβάν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως, καλό θα ήταν να κάνουν το ίδιο, και να εξετάσουν εξονυχιστικά κάθε στάδιο του πολέμου στην Ουκρανία από την οπτική γωνία ενός Κινέζου αξιωματούχου. Με αυτόν τον τρόπο, ίσως είναι σε θέση να προσδιορίσουν γεγονότα ή μοτίβα που μπορεί ήδη να κάνουν τους Κινέζους αξιωματούχους να το ξανασκεφθούν, καθώς και ικανότητες που η Ταϊβάν θα πρέπει να υιοθετήσει για να στηρίξει την αποτροπή. Μολονότι θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε ότι οι ενέργειες της Μόσχας έχουν οποιαδήποτε άμεση επιρροή στις αποφάσεις του Πεκίνου, ο εντοπισμός του είδους των στοιχείων που θα μπορούσαν να πείσουν την Κίνα ότι η απόφαση του Πούτιν να επιτεθεί στην Ουκρανία ήταν μια κολοσσιαία στρατηγική γκάφα θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει τους Ταϊβανέζους και Αμερικανούς στρατηγιστές να αποτρέψουν την Κίνα από μια καταστρεπτική επίθεση [2] στην Ταϊβάν.

ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΗΡΕΜΟΣ

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβεβαιώνει την πεποίθηση των Κινέζων ηγετών ότι εισέρχονται σε μια πιο επικίνδυνη εποχή και ότι πρέπει να προετοιμαστούν για μεγαλύτερη πιθανότητα πολέμου. Στο τηλεφώνημα του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν [3], αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος, ο Σι σημείωσε ότι «η κυρίαρχη τάση της ειρήνης και της ανάπτυξης αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις» και ότι «ο κόσμος δεν είναι ούτε ήρεμος ούτε σταθερός». Τα λόγια του Σι υποδηλώνουν έντονα ότι η Κίνα θα συνεχίσει να αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες της, οι οποίες παραμένουν εστιασμένες στην ανάπτυξη των ικανοτήτων που θα χρειαζόταν ο PLA για να κατακτήσει την Ταϊβάν.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν οικοδομήσει έναν συνασπισμό χωρών, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τις κορυφαίες οικονομίες του κόσμου, προκειμένου να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις στην Ρωσία, η Κίνα [4] εξετάζει αυτές τις προσπάθειες για [να εντοπίσει] ενδείξεις ότι η επιρροή των ΗΠΑ μειώνεται. Από την σκοπιά του Πεκίνου, οποιεσδήποτε ρωγμές στον συνασπισμό αποτελούν ενθαρρυντικά νέα, και έχει σίγουρα παρατηρήσει ότι κάποιοι στενοί εταίροι των ΗΠΑ, όπως η Ινδία, δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις στην Ρωσία ή δεν έχουν καταδικάσει σθεναρά την εισβολή της στην Ουκρανία, ακόμη και μετά την εμφάνιση αναφορών για φερόμενα ρωσικά εγκλήματα πολέμου. Η Κίνα πιθανώς υποθέτει ότι η παγκόσμια υποστήριξη στην Ταϊβάν θα είναι πιο αθόρυβη από την υποστήριξη στην Ουκρανία, καθώς ελάχιστες χώρες διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν και πολλές δεν έχουν ούτε στιβαρές ανεπίσημες σχέσεις με το νησί. Επιπλέον, η Ρωσία έχει μοχλεύσει επιτυχώς τους οικονομικούς δεσμούς της με ορισμένες χώρες, ώστε να τις κρατήσει στο περιθώριο, κάτι που έχει πιθανώς καθησυχάσει την Κίνα ότι η πολύ μεγαλύτερη οικονομική της δύναμη θα εμποδίσει πολλές χώρες να στηρίξουν την Ταϊβάν.