Η καλύτερη ευκαιρία της Ουκρανίας για ειρήνη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η καλύτερη ευκαιρία της Ουκρανίας για ειρήνη

Πώς η ουδετερότητα μπορεί να φέρει την ασφάλεια –και να ικανοποιήσει αμφότερες την Ρωσία και την Δύση

Αμέσως μετά την Κωνσταντινούπολη, υπήρξαν ερωτήματα σχετικά με το εάν η Ρωσία θα απέρριπτε αμέσως την πρόταση —ιδίως αφότου ο επικεφαλής Ρώσος διαπραγματευτής, Vladimir Medinsky, δέχθηκε οξεία κριτική στην Ρωσία διότι δεν υιοθέτησε σκληρότερη γραμμή στις συνομιλίες. Εξάλλου, μόλις [λίγες] εβδομάδες νωρίτερα, η Μόσχα είχε επιδιώξει να εκδιώξει τον Ζελένσκι με την βία, και όταν η ρωσική κυβέρνηση συμφώνησε εν συνεχεία σε συνομιλίες, υπέβαλε επίσης πολλές ακραίες αξιώσεις -όπως η ουκρανική αναγνώριση της ρωσικής προσάρτησης της Κριμαίας- που ήταν απούσες από το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, οι Ρώσοι σκληροπυρηνικοί επέκριναν τις προτάσεις για την αποδοχή της εγγύησης ασφαλείας των ΗΠΑ στην Ουκρανία και την υποστήριξη της ένταξης του Κιέβου στην ΕΕ. Όμως, δύο μέρες αφότου επέστρεψε στη Μόσχα, ο Medinsky εμφανίστηκε στις κάμερες και έκανε μια πολύ αισιόδοξη αξιολόγηση του σχεδίου της Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται ιδιαίτερα απίθανο να την είχε κάνει χωρίς να έχει προηγουμένως συμβουλευτεί τον Πούτιν. Και ο ίδιος ο Πούτιν, στην συνάντησή του με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες [4], στα τέλη Απριλίου, χαρακτήρισε την πρόταση «πραγματική πρόοδο».

Στην πραγματικότητα, το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης ίσως αποτελεί μια πρόοδο —τουλάχιστον μια αντιληπτή [πρόοδο]. Αρχικά, αυτό δεν έγινε απολύτως σαφές στις Δυτικές πρωτεύουσες. Όταν ρωτήθηκε εάν το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν προετοιμασμένο να γίνει εγγυητής της Ουκρανίας, λίγο μετά την συνάντηση της Κωνσταντινούπολης, ο Dominic Raab, ο Βρετανός αναπληρωτής πρωθυπουργός, επισήμανε: «Η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ». Πρόσθεσε ότι «δεν πρόκειται να εμπλακούμε με την Ρωσία σε άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση» για την Ουκρανία. Με άλλα λόγια, εάν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ ήταν απρόθυμοι να παραχωρήσουν στην Ουκρανία την προστασία του Άρθρου 5 διότι αυτό θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε πόλεμο με την Ρωσία, γιατί να δώσουν στην Ουκρανία την ίδια δέσμευση με διαφορετική μορφή;

Αλλά οι εγγυήσεις ασφαλείας που περιγράφονται στο ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης είναι πολύ διαφορετικές από το Άρθρο 5. Το πιο σημαντικό είναι ότι, σε αντίθεση με την Βορειοατλαντική Συνθήκη, η προτεινόμενη συμφωνία θα περιελάμβανε την Ρωσία ως μέρος. Στο σχέδιο της Κωνσταντινούπολης συνεπάγεται η ρωσική συναίνεση στις εγγυήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους προς την Ουκρανία -και η συγκατάθεσή αυτών, με την σειρά τους, στον ρόλο της Ρωσίας ως ισότιμης εγγυήτριας. Πράγματι, δεδομένου ότι θα περιελάμβανε γεωπολιτικούς αντιπάλους ως εγγυητές, η πρόταση της Κωνσταντινούπολης δεν θα ήταν μια Συνθήκη συμμαχίας, όπως το ΝΑΤΟ, αλλά μια πολυμερής εγγύηση ασφαλείας, μια ρύθμιση με την οποία οι ανταγωνιστικές δυνάμεις θα δεσμεύονται για την ασφάλεια ενός τρίτου κράτους, συνήθως με την κατανόηση ότι αυτό θα παραμείνει ουδέτερο και αδέσμευτο με οποιαδήποτε από αυτές τις δυνάμεις.

ΒΕΛΓΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

Οι πολυμερείς εγγυήσεις ασφαλείας εξυπηρετούν έναν θεμελιωδώς διαφορετικό σκοπό από τις συμμαχίες. Ενώ οι συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ προορίζονται να διατηρήσουν την συλλογική άμυνα εναντίον ενός κοινού εχθρού, οι πολυμερείς εγγυήσεις ασφαλείας είναι σχεδιασμένες να διασφαλίζουν την αβρότητα μεταξύ των εγγυητών όσον αφορά το υπό εγγύηση κράτος, και κατ' επέκταση να ενισχύουν την ασφάλεια εκείνου του κράτους. Υπό αυτή την έννοια, η πρόταση της Κωνσταντινούπολης είναι παρόμοια σε μορφή με τις Συνθήκες που κατοχύρωσαν την ανεξαρτησία του Βελγίου και εγγυήθηκαν τη μόνιμη ουδετερότητά του, το 1831 και το 1839.

Πριν από εκείνες τις Συνθήκες, το Βέλγιο δεν υπήρχε. Λόγω της στρατηγικής γεωγραφίας της -η χώρα απολαμβάνει μια ακτή στην Βόρειο Θάλασσα κοντά στην Βρετανία και στριμώχνεται ανάμεσα στην Γερμανία, στην Γαλλία, και στην Ολλανδία από ξηράς- η επικράτειά της είχε υπάρξει ο τόπος περισσότερων από χιλίων μαχών μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την ρωμαϊκή εποχή και μετά. Όταν οι Βέλγοι επαναστάτησαν εναντίον των τότε ηγεμόνων τους, των Ολλανδών, το 1830, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας (Concert of Europe) [5] –η Αυστρία, η Πρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, και η Ρωσία- ξεκίνησαν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με αμφότερα τα μέρη για να επεξεργαστούν τις παραμέτρους ενός ανεξάρτητου Βελγίου. Τελικά, κατέληξαν σε συμφωνία για μια ευρεία Συνθήκη που χώριζε το Βέλγιο από την Ολλανδία και συμφωνούσε ότι το πρώτο θα ήταν ένα «ανεξάρτητο και μονίμως ουδέτερο κράτος… υποχρεωμένο να τηρεί αυτή την ουδετερότητα προς όλα τα άλλα κράτη». Τα άρθρα της συνθήκης «τέθηκαν υπό την Εγγύηση» των πέντε υπογραφουσών μεγάλων δυνάμεων.

Αυτή η διευθέτηση ήταν δυνατή διότι όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη θεωρούσαν την ανεξαρτησία, την ασφάλεια, και την ουδετερότητα του Βελγίου ως απαραίτητες για την ασφάλεια ολόκληρης της ηπείρου. Το Βέλγιο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις που γειτνίαζαν με αυτό, την Γαλλία και την Γερμανία, καθώς η έλλειψη τοπογραφικών εμποδίων στην επικράτειά του καθιστούσε την χώρα άμεση οδό για τις μεταξύ τους εισβολές. Και ήταν σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο τόσο για την ναυτική ασφάλεια όσο και ως ευρωπαϊκός εμπορικός κόμβος.

Αλλά μαζί με τους εγγυητές, επωφελήθηκε και το Βέλγιο: κέρδισε την ανεξαρτησία του και είχε 75 χρόνια ειρήνης. Όντως, σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, μια από τις εγγυήτριες [χώρες] του Βελγίου επικαλέστηκε την Συνθήκη για να αποτρέψει τα σχέδια μιας άλλης (συνήθως είτε της Γαλλίας είτε της Γερμανίας) για την χώρα. Όπως το έθεσε ένας Βρετανός παρατηρητής των αρχών του εικοστού αιώνα, «Ήταν μια από εκείνες τις Συνθήκες που θεμελιώθηκαν όχι μόνο από ενδιαφέρον για το Βέλγιο, το οποίο επωφελείται από την Συνθήκη, αλλά για το συμφέρον εκείνων που εγγυώνται την ουδετερότητα του Βελγίου».