Μια ρεαλιστική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ρεαλιστική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων

Tα όρια της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής συνεργασίας*

Αυτό δε είναι αξιοσημείωτο ότι έγινε όχι μετά την αγορά ή μετά την παραλαβή του συστήματος, αλλά μόνο μετά την χρησιμοποίηση των S-400 εναντίον αεροσκαφών F-16 που συμμετείχαν στην διεθνή άσκηση «Ευνομία» η οποία διοργανώθηκε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 2020 [14] και κυρίως μετά την τηλεμετάδοση της πρώτης επιχειρησιακής ενεργοποίησης του συστήματος στις 16 Οκτωβρίου 2020 [15]. Παρά την επικοινωνιακή προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να υποβαθμίσει το γεγονός [16] η νομική και πολιτική πραγματικότητα που επέβαλαν οι κυρώσεις οδήγησαν στην απώλεια πολύ περισσότερων συντελεστών ισχύος για τις ΤΕΔ (Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις) από το περίπου $1 δισ./έτος που ήταν η αξία των τουρκικών εισαγωγών πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ μεταξύ 2015-2018 [17]. Το βασικό αμεσότερο πρόβλημα εντοπίστηκε και εντοπίζεται στην ΤΠΑ και αφορά:

α) την αδυναμία ολοκλήρωσης της αναβάθμισης 30 F-16 από την κατηγορία Block 30 στην κατηγορία Block 50 που ξεκίνησε το 2017 για να παγώσει το 2018 [18],

β) την σταδιακή απώλεια ανταλλακτικών που απαιτούνται για την συντήρηση και λειτουργία του στόλου της ΤΠΑ, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε αμερικανικά μέσα, και

γ) την άρνηση παροχής εξαγωγικής άδειας για τον κινητήρα LHTEC T800-4A που η ΤΑΙ (Turkish Aerospace Industry) ήθελε να χρησιμοποιήσει βάσει πατέντας από την AgustaWestland για τα επιθετικά ελικόπτερα Τ129 ΑΤΑΚ.

Η απαγόρευση έκδοσης της άδειας εξαγωγής επιβλήθηκε καθώς αυτός ο κινητήρας αναπτύχθηκε για την AgustaWestland που είναι μια ιταλο-βρετανική εταιρία, από μια αμερικανο-βρετανική κοινοπραξία στην οποία συμμετείχαν οι Rolls Royce και η αμερικανική Honeywell με αποτέλεσμα να τιμωρείται πέραν της ΤΑΙ και η πακιστανική αεροπορία στρατού η οποία δεν βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Η νομιμότητα αυτής της δευτερογενούς επίπτωσης των αμερικανικών κυρώσεων, ιδίως σε ό,τι αφορά υπό παράδοση αμυντικά συμβόλαια τα οποία είχαν συμφωνηθεί πριν την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων, αμφισβητείται από την Τουρκία και τους συμμάχους της στην Ουάσινγκτον και ίσως να αποτελούν την βάση της εξαίρεσης που φαίνεται να διασφάλισε η ΤΑΙ για την εξαγωγή 6 ελικοπτέρων Τ129 ΑΤΑΚ στις Φιλιππίνες τον Μάιο του 2021 [19].

Ωστόσο, αυτός ο πιθανός βαθμός ευελιξίας, δεν αντιμετωπίζει το ουσιαστικό πολιτικό πρόβλημα [20] για την SSB, ακόμη και εάν όλα τα προ της 14/12/2020 εξαγωγικά της συμβόλαια τελικά επιτραπούν να εκτελεστούν από τις ΗΠΑ, κάτι που είναι, παρεμπιπτόντως, εξαιρετικά αμφίβολο. Προς επίρρωση αυτού του επιχειρήματος αρκεί κανείς να υπογραμμίσει την απόφαση του Πακιστάν τον Ιανουάριο του 2022 να ακυρώσει, μετά από δύο αναβολές, την παραγγελία 30 ελικοπτέρων Τ129 ΑΤΑΚ, μιας συμφωνίας αξίας $1,5 δισ. που ανάγεται στο 2018 [21].

Στην πραγματικότητα η τουρκική κυβέρνηση δεν αιφνιδιάστηκε από την επιβολή των κυρώσεων καθώς η ΤΠΑ συσσώρευε συστηματικά επιπρόσθετα ανταλλακτικά για να συντηρήσει τον στόλο των F-16 της σε περίπτωση επιβολής εμπάργκο ήδη από το 2018 ή τις αρχές του 2019 [22], ώστε να αποφύγει το προηγούμενο της περιόδου 1975-1978 όταν είχαν επιβληθεί ακόμη πιο δρακόντειες κυρώσεις μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο.

Παρά το γεγονός ότι οι κινητήρες F110 των τουρκικών F-16 παράγονται με σχετική άδεια της GE Aviation στο Eskişehir, η άδεια αυτή πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση και το ίδιο ισχύει για μια σειρά από ανταλλακτικά, συστήματα πλοήγησης και συστήματα αυτοπροστασίας που χρησιμοποιούνται από βασικές μονάδες της ΤΠΑ συμπεριλαμβανομένων των εναερίων ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης E-7T AEW&C Peace Eagle, των μέσων ναυτικής συνεργασίας P-235 Meltem II και των ιπτάμενων tanker KC-135 Stratotanker [23].

Η σχετική αυτονόμηση της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας θα μπορούσε να δώσει –ιδίως εάν το Πακιστάν προσφέρει με διακριτικότητα ανταλλακτικά για τα τουρκικά F16- μέρος της λύσης στο πρόβλημα της συντήρησης αλλά δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της αναβάθμισης [24] την ώρα που –ακόμη και πριν το εμπάργκο του Pompeo- o τουρκικός στόλος των 270 μαχητικών F-16 ήταν ήδη κατώτερος από άποψη ποιοτικών επιχειρησιακών χαρακτηριστικών του αντίστοιχου ελληνικού [25]. Και αυτό, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η περαιτέρω αποδυνάμωση της ΤΠΑ λόγω των μαζικών διωγμών που εξαπέλυσε ο Erdogan εναντίον των στελεχών της λόγω των υπαρκτών ή φανταστικών επαφών μελών της ΤΠΑ με το δίκτυο του Fetullah Gullen.

Συνολικά, όπως υπογραμμίζει ο τούρκος αμυντικός αναλυτής Metin Gurcan, «οι κυρώσεις θα επηρεάσουν περίπου το 40% των τουρκικών αμυντικών εισαγωγών από τις ΗΠΑ και θα μπορούσε να έχει μια καταστρεπτική επίπτωση εάν συνεχιζόταν για περίοδο δύο –τριών ετών … ζωτικής σημασίας προγράμματα που θα επηρεασθούν αφορούν τον εκσυγχρονισμό και τη συντήρηση του στόλου των μαχητικών F-16, την ανάπτυξη του εθνικού μαχητικού αεροσκάφους TF-X, των ελικοπτέρων Τ129 ΑΤΑΚ, και των φρεγατών MILGEM … H SSB διαχειρίζεται περίπου 700 διαφορετικά προγράμματα συνολικής αξίας άνω των $9 δισ. εκ των οποίων μεγάλος αριθμός έχει ανάγκη από άδειες εξαγωγής [τρίτων]. Σωρεία εθνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων εξαρτώνται από εκατοντάδες αμερικανικά συστήματα και υποσυστήματα. Υπό αυτήν την οπτική, οι κυρώσεις απειλούν να πνίξουν μακροπρόθεσμα την τουρκική αμυντική βιομηχανία» [26].

Ένα βασικό ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί επαρκώς, με δεδομένη την προετοιμασία της ΤΠΑ για το ενδεχόμενο επιβολής των αμερικανικών κυρώσεων από το 2018, είναι το γιατί ο Ερντογάν προχώρησε στην προμήθεια και την επιδεικτική ενεργοποίηση των S-400; Παρασύρθηκε από την έπαρση της ειδικής σχέσης που φαίνεται ότι απολάμβανε με τον πρόεδρο Trump; Ή ήταν απολύτως συνειδητή η επιλογή του και απλά έλαβε ένα λελογισμένο ρίσκο;