Όταν το εμπόριο οδηγεί σε πόλεμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν το εμπόριο οδηγεί σε πόλεμο

Η Κίνα, η Ρωσία, και τα όρια της αλληλεξάρτησης

Ωστόσο, εάν οι προσδοκίες για το μελλοντικό εμπόριο γίνουν απαισιόδοξες και οι ηγέτες πιστέψουν ότι οι εμπορικοί περιορισμοί άλλων κρατών θα αρχίσουν να μειώνουν την πρόσβασή τους σε βασικούς πόρους και αγορές, τότε θα αναμένουν μια μείωση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ισχύος και συνεπώς της στρατιωτικής ισχύος. Μπορεί να πιστέψουν ότι απαιτούνται πιο δυναμικές και επιθετικές πολιτικές για την προστασία των εμπορικών οδών και την διασφάλιση της προμήθειας πρώτων υλών και της πρόσβασης στις αγορές. Αυτή ήταν η δύσκολη θέση της Ιαπωνίας στην δεκαετία του 1930, καθώς είδε την Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρούν σε όλο και πιο κλειστές και μεροληπτικές οικονομικές σφαίρες. Ως αποτέλεσμα, οι Ιάπωνες ηγέτες βρέθηκαν υποχρεωμένοι να επεκτείνουν τον έλεγχο της Ιαπωνίας στους εμπορικούς δεσμούς της με τους γείτονές της. Ωστόσο, κατάλαβαν επίσης ότι τέτοιες κινήσεις τούς έκαναν απλώς να φαίνονται πιο επιθετικοί, δίνοντας στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες νέους λόγους για τον περιορισμό των ιαπωνικών εισαγωγών πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου.

Σήμερα, οι ηγέτες της Κίνας κατανοούν ότι αντιμετωπίζουν ένα παρόμοιο δίλημμα -όπως και οι ηγέτες σχεδόν κάθε ανερχόμενου κράτους στην σύγχρονη ιστορία. Γνωρίζουν ότι η εξωτερική τους πολιτική πρέπει να είναι αρκετά μετριοπαθής για να διατηρήσει την βασική εμπιστοσύνη που επιτρέπει την συνέχιση των εμπορικών δεσμών. Αλλά πρέπει επίσης να προβάλλουν αρκετή στρατιωτική ισχύ για να αποτρέψουν άλλους από το να διακόψουν αυτούς τους δεσμούς. Η ρεαλιστική άποψη για το πώς το εμπόριο επηρεάζει την εξωτερική πολιτική εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι Κινέζοι ηγέτες ήταν τόσο εχθρικοί τον περασμένο χρόνο σε ορισμένες εξελίξεις στην Ανατολική Ασία —ιδιαίτερα όσον αφορά την Ταϊβάν [5]. Με πιο περιορισμένο τρόπο, αυτή η άποψη μπορεί επίσης να εξηγήσει την εμμονή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν [6], με την Ουκρανία.

Ή ΤΩΡΑ Ή ΠΟΤΕ

Σύμφωνα με τις περισσότερες αναφορές, ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία οδηγήθηκε από τους φόβους του για την ρωσική ασφάλεια -μια ανησυχία ότι η Ουκρανία ήταν πιθανό να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ [7] στο εγγύς μέλλον- και την επιθυμία του να μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που βοήθησε στην ανοικοδόμηση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αλλά η απόφαση για την έναρξη της εισβολής πιθανότατα ενισχύθηκε με δύο σημαντικούς τρόπους από κάτι άλλο: τις ρωσικές εξαγωγές ενέργειας στην Ευρώπη.

Πρώτον, ο Πούτιν σίγουρα κατάλαβε ότι η Ευρώπη ήταν πολύ πιο εξαρτημένη από την Ρωσία παρά η Ρωσία από την Ευρώπη. Πριν από τον Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασιζόταν στη Μόσχα για περίπου το 40% του φυσικού αερίου [8] που χρειαζόταν για τις βιομηχανίες της και για την θέρμανση των σπιτιών της. Η ρωσική οικονομία, φυσικά, εξαρτιόταν από την πώληση αυτού του φυσικού αερίου. Ωστόσο, δεδομένης της φύσης του εμπορεύματος, ο Πούτιν θα μπορούσε να αναμένει ότι οποιαδήποτε σημαντική μείωση της ροής φυσικού αερίου θα προκαλούσε αύξηση της τιμής του, βλάπτοντας την ΕΕ με δύο τρόπους —μέσω της μειωμένης προσφοράς και του υψηλότερου κόστους— ενώ θα επηρεάσει μόνο οριακά τα συνολικά έσοδα της Ρωσίας που θα λάμβανε από τις εξαγωγές φυσικού αερίου της. Όπως επεσήμανε ο οικονομολόγος Albert Hirschman το 1945, αναφερόμενος στην αμφίδρομη σχέση της Γερμανίας με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930, σε μια κατάσταση ασύμμετρης αλληλεξάρτησης το λιγότερο εξαρτημένο κράτος πιθανότατα θα αισθάνεται σίγουρο ότι μπορεί να εκφοβίσει τους πιο εξαρτώμενους ομολόγους του για να αποδεχτούν τις σκληροπυρηνικές πολιτικές του απλώς και μόνο επειδή χρειάζονται το εμπόριο και είναι πολύ αδύναμοι για να αντισταθούν.

Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι συνέχισαν να αγοράζουν ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο σε υψηλά επίπεδα [τιμών] μετά την προσάρτηση της Κριμαίας [9] από την Ρωσία το 2014 υποδήλωσε εντόνως στον Πούτιν ότι δεν θα έκαναν φασαρία εάν εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022. Υποτίμησε σαφώς την αγριότητα της ευρωπαϊκής απάντησης. Αλλά η επίγνωση του Πούτιν σχετικά με την οικονομική εξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσία, σε συνδυασμό με την κοινή πεποίθηση ότι η Ρωσία θα μπορούσε να νικήσει την Ουκρανία σε λίγες εβδομάδες, βοήθησε να του δώσει την σιγουριά ότι η τολμηρή επίθεσή του θα πετύχαινε.

Δεύτερον, ο Πούτιν [10] είχε λόγους να φοβάται ότι η οικονομική μόχλευση της Ρωσίας επί της Ουκρανίας και της Ευρώπης θα μειωνόταν στο μέλλον. Το 2010, τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου ανακαλύφθηκαν νότια της ανατολικής ουκρανικής πόλης Χάρκοβο και απλώνονταν στις επαρχίες Ντόνετσκ και Λουχάνσκ. Το κοίτασμα υπολογίστηκε ότι περιέχει περίπου δύο τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, ποσότητα που ισοδυναμεί με την συνολική κατανάλωση των 27 χωρών της ΕΕ για πέντε χρόνια με τους τρέχοντες ρυθμούς χρήσης. Η ουκρανική κυβέρνηση άλλαξε γρήγορα τους κρατικούς κανονισμούς για να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις και το 2013 υπέγραψε συμφωνία με την Shell Oil για την ανάπτυξη του κοιτάσματος, με την ExxonMobil και την Shell να συμφωνούν να συνεργαστούν για την εξόρυξη φυσικού αερίου στα βαθέα ύδατα στα ανοιχτά της νοτιοανατολικής ακτής.

Αν και η εισβολή του Πούτιν στην Κριμαία [11] και στη Ντονμπάς το 2014 πιθανώς υποκινήθηκε από άλλες ανησυχίες, ήταν σίγουρα σαφές στη Μόσχα εκείνη την εποχή ότι εάν τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ανατολική Ουκρανία αναπτύσσονταν από Δυτικές εταιρείες, η Ουκρανία όχι μόνο θα τερμάτιζε την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο αλλά και θα άρχιζε να εξάγει το δικό της φυσικό αέριο στην ΕΕ, αυξάνοντας έτσι την διαπραγματευτική της μόχλευση στα συμβόλαιά της με τη Μόσχα για να επιτρέψει στο ρωσικό αέριο να περάσει μέσω της Ουκρανίας [12].