H πράσινη αναταραχή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

H πράσινη αναταραχή

Η νέα γεωπολιτική της ενέργειας*

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μετέτρεψε το πετρέλαιο σε στρατηγικό εμπόρευμα. Το 1918, ο Βρετανός πολιτικός Lord Curzon είπε περιφήμως ότι η συμμαχική υπόθεση είχε «πλεύσει προς τη νίκη πάνω σε ένα κύμα πετρελαίου». Από εκείνο το σημείο και μετά, η βρετανική ασφάλεια εξαρτάτο πολύ περισσότερο στο πετρέλαιο από την Περσία παρά από τον άνθρακα από το Νιούκαστλ, καθώς η ενέργεια έγινε πηγή εθνικής ισχύος και η απουσία της [έγινε] στρατηγική ευπάθεια. Στον αιώνα που ακολούθησε, οι χώρες που ήταν προικισμένες με πόρους πετρελαίου και αερίου ανέπτυξαν τις κοινωνίες τους και κατείχαν τεράστια δύναμη στο διεθνές σύστημα, και οι χώρες όπου η ζήτηση για πετρέλαιο ξεπερνούσε την παραγωγή του στρέβλωσαν τις εξωτερικές πολιτικές τους για να εξασφαλίσουν συνεχή πρόσβαση σε αυτό.

Μια απομάκρυνση από το πετρέλαιο και το αέριο θα αναδιαμορφώσει τον κόσμο εξίσου δραματικά. Αλλά οι συζητήσεις για τη μορφή ενός μέλλοντος με καθαρή ενέργεια πολύ συχνά παρακάμπτουν ορισμένες σημαντικές λεπτομέρειες. Πρώτον, ακόμη και όταν ο κόσμος επιτύχει μηδενικές εκπομπές, αυτό δεν θα σημάνει το τέλος των ορυκτών καυσίμων [1]. Μια έκθεση-ορόσημο που δημοσιεύθηκε το 2021 από την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (International Agency Energy, IEA) προέβλεψε ότι εάν ο κόσμος έφτανε στις μηδενικές εκπομπές έως το 2050 —όπως έχει προειδοποιήσει η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UN Intergovernmental Panel on Climate Change) ότι είναι απαραίτητο, για να αποφευχθεί η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά περισσότερο από 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από προβιομηχανικά επίπεδα, και έτσι να αποτραπούν οι χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής- θα χρησιμοποιούσε ακόμη σχεδόν το μισό φυσικό αέριο από όσο σήμερα και περίπου το ένα τέταρτο του πετρελαίου. Μια πρόσφατη ανάλυση που διεξήχθη από μια ομάδα ερευνητών στο Princeton University διαπίστωσε ομοίως ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες έφταναν στις μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050, θα χρησιμοποιούσαν ακόμη συνολικά το ένα τέταρτο έως το μισό φυσικό αέριο και πετρέλαιο από όσο σήμερα. Αυτή θα ήταν μια τεράστια μείωση. Αλλά οι παραγωγοί πετρελαίου και αερίου θα συνέχιζαν να απολαμβάνουν δεκαετίες μόχλευσης από τους γεωλογικούς θησαυρούς τους.

Οι παραδοσιακοί προμηθευτές θα επωφεληθούν από την αστάθεια των τιμών των ορυκτών καυσίμων που θα προκύψει αναπόφευκτα από μια ταραχώδη ενεργειακή μετάβαση. Ο συνδυασμός της πίεσης στους επενδυτές να απαλλαγούν από τα ορυκτά καύσιμα και η αβεβαιότητα για το μέλλον του πετρελαίου ήδη εγείρει ανησυχίες ότι τα επίπεδα των επενδύσεων μπορεί να κατακρημνιστούν τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τα αποθέματα πετρελαίου να μειωθούν ταχύτερα από όσο μειώνεται η ζήτηση -ή να μειωθούν ακόμη και όταν η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνεται, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό το αποτέλεσμα θα προκαλούσε περιοδικές ελλείψεις και ως εκ τούτου υψηλότερες και πιο μεταβλητές τιμές του πετρελαίου. Αυτή η κατάσταση θα ενίσχυε την ισχύ των πετρο-κρατών, αυξάνοντας τα έσοδά τους και δίνοντας επιπλέον επιρροή στον ΟΠΕΚ, τα μέλη του οποίου, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της πλεονάζουσας ικανότητας του κόσμου και μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν την παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Επιπλέον, η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια θα καταλήξει να αυξήσει την επιρροή ορισμένων εξαγωγέων πετρελαίου και αερίου, συγκεντρώνοντας την παγκόσμια παραγωγή σε λιγότερα χέρια. Τελικά, η ζήτηση για πετρέλαιο θα μειωθεί κατά πολύ [2], αλλά θα παραμείνει σημαντική για πολλές δεκαετίες. Πολλοί παραγωγοί [που υφίστανται] υψηλό κόστος, όπως εκείνοι στον Καναδά και στην αρκτική επικράτεια της Ρωσίας, θα μπορούσαν να εξωθηθούν από την αγορά καθώς η ζήτηση (και, πιθανώς, η τιμή του πετρελαίου) θα πέφτει. Άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες που επιδιώκουν να είναι ηγέτες όσον αφορά την κλιματική αλλαγή —όπως η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες— θα μπορούσαν στο μέλλον να περιορίσουν την εγχώρια παραγωγή τους, ως απάντηση στην αυξανόμενη δημόσια πίεση και να επιταχύνουν τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Ως αποτέλεσμα, οι παραγωγοί πετρελαίου όπως τα κράτη του [Περσικού] Κόλπου -που έχουν πολύ φθηνό πετρέλαιο χαμηλού άνθρακα, είναι λιγότερο εξαρτημένα από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που τώρα αποφεύγουν το πετρέλαιο και θα αντιμετωπίσουν ελάχιστη πίεση για να περιορίσουν την παραγωγή- θα μπορούσαν να δουν τα μερίδια αγοράς τους να αυξάνονται. Το να παράσχουν το περισσότερο ή σχεδόν όλο το πετρέλαιο που καταναλώνει ο κόσμος, θα τους προσδώσει τεράστια γεωπολιτική επιρροή, τουλάχιστον έως ότου η χρήση του πετρελαίου μειωθεί πιο αισθητά. Άλλες χώρες των οποίων οι βιομηχανίες πετρελαίου μπορεί να αντέξουν, είναι εκείνες των οποίων οι πόροι μπορούν να παραχθούν γρήγορα -όπως η Αργεντινή και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαθέτουν μεγάλα κοιτάσματα σχιστολιθικού πετρελαίου- και που μπορούν με αυτόν τον τρόπο να προσελκύσουν επενδυτές οι οποίοι αναζητούν ταχύτερες περιόδους απόσβεσης και μπορεί να αποφεύγουν τους μεγαλύτερους κύκλους επενδύσεων στο πετρέλαιο, δεδομένων των αβεβαιοτήτων σχετικά με τις μακροπρόθεσμες προοπτικές του πετρελαίου.

Μια ακόμη πιο έντονη εκδοχή αυτής της δυναμικής θα εκτυλιχθεί στις αγορές φυσικού αερίου. Καθώς ο κόσμος αρχίζει να χρησιμοποιεί λιγότερο φυσικό αέριο, τα μερίδια αγοράς του μικρού αριθμού παικτών που μπορούν να το παραγάγουν πιο φθηνά και καθαρά θα αυξηθούν, ιδιαίτερα εάν οι χώρες που αναλαμβάνουν ισχυρή κλιματική δράση αποφασίσουν να περιορίσουν την δική τους παραγωγή. Για την Ευρώπη, αυτό θα σημάνει αυξημένη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, ειδικά με την έλευση του αγωγού Nord Stream 2 που συνδέει την Ρωσία με την Γερμανία. Οι εκκλήσεις [στμ: προ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία] από Ευρωπαίους νομοθέτες προς την Ρωσία να αυξήσει την παραγωγή αερίου της για να αποφευχθεί μια ενεργειακή κρίση αυτόν το χειμώνα είναι μια υπενθύμιση ότι η σημασία της Μόσχας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης θα αυξηθεί προτού μειωθεί.

ΙΣΧΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΧΥ