Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου

Μια ιστορική και γεωπολιτική ανάλυση*

Στην πορεία ουδείς πλέον αμφέβαλλε για το πόσο σημαντική ήταν η κατάκτηση αυτής της προνομιακής στρατηγικής θέσης στο γεωπολιτικό χάρτη της κραταιής αυτοκρατορίας. Ήταν ένα σημαντικό ορμητήριο, a place d’arms, στην εγγύς ανατολή, στο νευραλγικό πέρασμα για την Ινδία και την ανατολή [7]. Τόσο κυνικά, αλλά απολύτως ειλικρινά ο Roland Storrs, ένας αποικιοκρατικός κυβερνήτης θα το παραδεχθεί στα απομνημονεύματα του: «Η Βρετανία κατέκτησε την Κύπρο για στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους» [8]. Η γεωστρατηγική σημασία της την κάθε ιστορική στιγμή παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ιστορικούς [9]. Η γεωστρατηγική «αξία» πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα από μια ιστορική διαδικασία της επέκτασης του καπιταλισμού και των αντιπαραθέσεων διαφόρων αυτοκρατοριών, όπου οι ιστορικές συγκρούσεις αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, τα συμφέροντα, την τεχνολογία και τους γεωπολιτικούς χάρτες στις διάφορες περιοχές του πλανήτη. Κι όμως, το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι στην εποχή του χάους όπου τα κράτη, κυρίως τα μικρά, χάνουν την σημαντικότητά τους ή διαλύονται, στην περίπτωση της Κύπρου παρουσιάζεται ευκαιρία τώρα, για δεύτερη φορά σε μια δεκαπενταετία να φτάσει στην λύση του Κυπριακού. Το επίμαχο ζήτημα είναι φυσικά οι όροι της λύσης αυτής. Η γεωγραφική θέση της νήσου την καθιστά πολύτιμη για τα διάφορα γεωστρατηγικά συμφέροντα και γεωπολιτικά παιγνίδια στη περιοχή μας. Αν δούμε τις φάσεις μέσα από τις οποίες πέρασε η Κύπρος, ίσως αντιληφθούμε καλύτερα την κατάσταση πραγμάτων σήμερα [10].

Βλέπουμε λοιπόν ένα «πιόνι»/άγονη νήσος στην κραταιά αυτοκρατορία να μετατρέπεται σε ορμητήριο και στην συνέχεια με τη τεχνολογική ανάπτυξη αλλά και την αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών με το αντιαποικιακό κίνημα την εποχή του ψυχρού πολέμου σε εν δυνάμει «αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Ακόμα και μετά την ανεξαρτησία, στο κόσμο της «αυτοκρατορίας των βάσεων» [11], η Βρετανία διατηρεί δύο βάσεις δίπλα στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Παραμένει αμφιλεγόμενο αν έγινε ποτέ πραγματικά κατορθωτό να καταστήσουν την Κύπρο ως τέτοια, παρά τους τρεις Νατοϊκούς στρατούς που ήταν σταθμευμένοι εδώ, τις βάσεις, τις διευκολύνσεις και τους σχεδιασμούς των ιθυνόντων των Βορειοατλαντικών συμμάχων. Η κατάσταση στην χώρα ήταν πάντοτε πολύπλοκη και διαπλεκόμενη, καθώς δεν κατάφεραν ποτέ να θέσουν την Κύπρο πλήρως κάτω από την «Δυτική σφαίρα επιρροής» [12].

Κατά τις δεκαετίες του 1970-1990 μέχρι το 2000, οι διάφορες Δυτικές μυστικές υπηρεσίες, από την δική τους οπτική, θεωρούσαν την Κύπρο ως περίπτωση που απαιτούσε «στενή παρακολούθηση» γιατί ήταν μεν χώρα υπό «επιτήρηση» τριών Νατοϊκών εγγυητριών δυνάμεων, με βρετανικές βάσεις, κατοχή εδάφους από την Τουρκία κτλ., ωστόσο διατηρούσε μια ισχυρή παράδοση ενός αδέσμευτου προσανατολισμού που εμπέδωσε ο Μακάριος, διατηρούσε δεσμούς με τις Αραβικές χώρες και τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και ασφαλώς υπήρχε ισχυρή παρουσία του ΑΚΕΛ κ.ά. [13]. Αν δεν έπαιζε το παιγνίδι της σχοινοβασίας και εξισορρόπησης ανάμεσα στα διάφορα συμφέροντα, θα είχε καταβροχθιστεί εδώ και χρόνια, ανάμεσα στις δύο «μητέρες-πατρίδες» που απλώς ήθελαν έδαφος σε βάρος της κυπριακής ανεξαρτησίας [14]. Αυτό προνοούσαν τα διάφορα σχέδια επίλυσης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Από την οπτική των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας ωστόσο, η Κύπρος ήταν ύποπτη – ας μην ξεχνούμε τη δολοφονία του Αμερικανού πρέσβη το 1974. Το βασικό είναι ότι τόσο οι Δυτικές χώρες (και η Ισραηλινή Μοσσάντ) θεωρούσαν ότι η Κύπρος αποτελεί ένα «τρομοκρατικό διαμετακομιστικό σταθμό» [15], τον οποίο παρακολουθούσαν στενά. Η ψυχροπολεμική παράνοια τις δεκαετίες 1970 και 1980 θεωρεί την Κύπρο «παράδεισο για τρομοκράτες»:

«Η Κύπρος για χρόνια υπήρξε παράδεισος για θιασώτες, ακτιβιστές και ενεργές τρομοκρατικές ομάδες (operatives). Στρατηγικά τοποθετημένη στην ανατολική Μεσόγειο, κακώς διαιρεμένη ανάμεσα στον ελληνικό και τουρκικό πληθυσμό και κυβερνήσεις, ανοικτή στους ταξιδευτές, επιχειρηματίες και άλλους που παρουσιάζονται ως τέτοιοι, οικία για αμέτρητους διπλωμάτες με προνομιακά αποθέματα, μαγνήτης για ναυτιλία, παραθεριστές και αεροπορικά ταξίδια για τους τόπους της Μεσογείου που θέλουν να πάνε οι τρομοκράτες. Η τρομοκρατία απλώς δεν έχει θεσμοποιήσει εαυτήν στο νησί» [16].

Η εικόνα αυτή αλλάζει βέβαια από το τέλος της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα [17]. Ωστόσο, ακόμα και μετά την ένταξη στην ΕΕ, η Κύπρος παραμένει ένας γεωπολιτικός χώρος που δε μπορεί έτσι απλά να μεταβληθεί σε ένα «κανονικό» χώρο της «Δυτικής σφαίρας επιρροής». Είναι λόγω ιστορίας, πολιτικής και γεωγραφίας μια κατεξοχήν μεθοριακή χώρα στην ανατολική Μεσόγειο, μια «χώρα-σύνορο» στο μεταίχμιο ή όριο της Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής [18]. Χαρακτηριστικό της κυπριακότητας είναι ο αστάθμητος παράγοντας, αυτό που προσδίδεται με τον όρο «Liminality», δηλαδή η στιγμή/χώρος στον ενδιάμεσο χώρο [19]. Στην ανθρωπολογία, ό όρος liminality που έρχεται από το λατινικό līmen (λιμένας), που σημαίνει «ένα κατώφλι» περιέχει το στοιχείo της ασάφειας ή αποπροσανατολισμού που εμφανίζεται στο ενδιάμεσο στάδιο μιας τελετουργίας, όταν οι συμμετέχοντες κατέχουν ακόμα την προ-τελετουργική τους κατάσταση και δεν έχουν ακόμη αρχίσει την μετάβαση με την ιδιότητα που θα κρατήσει όταν η τελετουργία είναι πλήρης. Εξ ου και θεωρείται συχνά φάση/περίοδος δυσφορίας λόγω της αναμονής του μετασχηματισμού. Σε αυτό το πλαίσιο οι παλιές συνήθειες, οι πεποιθήσεις, χαρακτήρες και προσωπική ταυτότητα αποσυντίθεται. Η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) λοιπόν, ενώ υποχρεούται να εφαρμόσει το κεκτημένο και να υιοθετήσει την γενικότερη κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, τα δεδομένα στην περιοχή και η ανάγκη να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της χώρας ωθούν σε έναν ανάλογο προσανατολισμό την ΚΔ. Με αυτή την έννοια, η σκιά των Αδεσμεύτων λόγω ιστορίας και γεωγραφίας επιβάλλουν μια τάση αυτονόμησης με την εξεύρεση λογικών εξαιρέσεων από τους Δυτικούς σχεδιασμούς.