Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει

Η Ευρώπη, η Αμερική και η εξημέρωση της ακροδεξιάς

Το μεταπολεμικό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI) ακολούθησε παρόμοια πορεία. Κέρδισε το 19% των ψήφων στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της Ιταλίας και συμπεριλήφθηκε στην κυβέρνηση αλλά αποπέμφθηκε το 1947. Τα επόμενα χρόνια, η ιταλική οικονομία άνθισε και η ιταλική δημοκρατία σταθεροποιήθηκε, και ένα ισχυρό, ενιαίο, δημοκρατικό κεντροδεξιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα κράτησε το PCI μακριά από την εξουσία σε εθνικό επίπεδο. Αν και μια σειρά τρομοκρατικών περιστατικών που διαπράχθηκαν από ακροαριστερές και ακροδεξιές περιθωριακές ομάδες συγκλόνισαν την Ιταλία κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1960 και 1970, σε αντίθεση με τα χρόνια του μεσοπολέμου, τα περιστατικά αυτά καταδικάστηκαν ευρέως και το PCI υπέκυψε στην πίεση να καταδικάσει ρητά την βία. Επιπλέον, το κόμμα κατέστησε σαφή την δέσμευσή του να παίζει με τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού, αποστασιοποιήθηκε από την Σοβιετική Ένωση, και κινήθηκε στην πρώτη γραμμή ενός αναδυόμενου ευρωκομμουνιστικού κινήματος που είχε δεσμευτεί σε έναν Τρίτο Δρόμο μεταξύ του κομμουνισμού σοβιετικού τύπου και της σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα αναζήτησε επίσης συμμαχίες με άλλα κόμματα της αριστεράς, και ξεκαθάρισε μάλιστα την προθυμία του να συνεργαστεί με τους Χριστιανοδημοκράτες και να αποδεχτεί τις Δυτικές συμμαχίες και την ένταξη στο ΝΑΤΟ, κάτι που η άκρα αριστερά προηγουμένως απέφευγε. Εν ολίγοις, όπως και οι Γάλλοι κομμουνιστές, το PCI έπαψε να αποτελεί απειλή για την δημοκρατία πολύ πριν καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στην πραγματικότητα, η σταθερή κίνηση προς την μετριοπάθεια των μεταπολεμικών κομμουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης ήταν κυρίως μια απάντηση στην αυξανόμενη δύναμη της δημοκρατίας. Καθώς οι κυβερνήσεις παρείχαν πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και έχτιζαν ισχυρά κράτη πρόνοιας, η λαϊκή υποστήριξη για τον ριζοσπαστισμό μειώθηκε. Με την σειρά της, η αυξανόμενη νομιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών επέτρεψε στις κυβερνήσεις αυτές να περιορίσουν και, αν ήταν απαραίτητο, να τιμωρήσουν τους αντιδημοκρατικούς παράγοντες. Η δημοκρατία ενισχύθηκε επίσης από την ανάπτυξη ισχυρών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων που ήταν πλήρως προσηλωμένα στην τήρηση των δημοκρατικών θεσμών και κατά συνέπεια απρόθυμα να συμμαχήσουν με εξτρεμιστικές δυνάμεις. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν τους Ευρωπαίους κομμουνιστές να αναγνωρίσουν ότι αν ήθελαν να κερδίσουν υποστήριξη και επιρροή, το εγχειρίδιο παιχνιδιού του μεσοπολέμου έπρεπε να παραμεριστεί. Με την πάροδο του χρόνου, η τάση αυτή παγιώθηκε με την εμφάνιση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ηγετών και υποστηρικτών που κατανοούσαν και ήταν έτοιμοι να παίξουν με τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού.

ΓΑΤΑΚΙΑ, ΟΧΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ

Αλλά δεν ήταν μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης που αναγκάστηκαν να γίνουν πιο μετριοπαθή κατά την διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Στην δεκαετία του '60 και του '70, εξτρεμιστικά, νεοφασιστικά κόμματα όπως το κόμμα του Γερμανικού Ράιχ, η Ολλανδική Λαϊκή Ένωση, και το Βρετανικό Εθνικό Μέτωπο εμφανίστηκαν στην Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες προσέλκυσαν ελάχιστη υποστήριξη και έσβησαν στην λήθη. Οι ελάχιστες που επιβίωσαν είναι οι πρόγονοι των κομμάτων που φοβούνται σήμερα οι σχολιαστές, όπως οι Αδελφοί της Ιταλίας και οι Σουηδοί Δημοκράτες. Παρόλο που είναι σημαντικό να μην εξωραΐζουμε την προέλευση αυτών των κομμάτων, ο λόγος που επιβίωσαν είναι επειδή αναγνώρισαν, όπως και οι κομμουνιστές, ότι αν δεν μετρίαζαν τις απόψεις τους θα οδηγούνταν στην ασημαντότητα: η υποστήριξή τους θα παρέμενε περιορισμένη και θα αποκλείονταν από την πολιτική εξουσία από το κράτος και άλλους πολιτικούς δρώντες.

Σκεφτείτε το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, ένα από τα παλαιότερα και ίσως με την πιο μεγάλη επιρροή δεξιό λαϊκιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης. Το Εθνικό Μέτωπο αναδύθηκε από την ακροδεξιά σκηνή της Γαλλίας την δεκαετία του 1970. Κατά τα πρώτα του χρόνια, συγκέντρωσε λίγες ψήφους, αλλά το ποσοστό των ψήφων του διευρύνθηκε κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, εν μέρει ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων ανησυχιών για την μετανάστευση, τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, και την εθνική ταυτότητα, προτού υποχωρήσει στο 4,3% στις προεδρικές εκλογές του 2007. Με την πάροδο του χρόνου, τα μέλη του κόμματος αναγνώρισαν ότι η επιτυχία του περιοριζόταν από τον αντιληπτό ριζοσπαστισμό του, και ιδίως από τον ρατσισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος από τον ηγέτη του, τον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα παλατιανό πραξικόπημα από την κόρη του Λεπέν, Μαρίν, η οποία ανάγκασε τον πατέρα της να αποχωρήσει από το κόμμα και ξεκίνησε μια συντονισμένη προσπάθεια να αποδαιμονοποιήσει το Εθνικό Μέτωπο. Η Λεπέν άλλαξε την ρητορική του κόμματος στο χαρακτηριστικό του θέμα, την μετανάστευση, παίρνοντας αποστάσεις από τον ρατσισμό (και τον αντισημιτισμό), υποστηρίζοντας αντ' αυτού ότι το κόμμα αποσκοπούσε στην υπεράσπιση του ρεπουμπλικανισμού, της κοσμικότητας, και των γαλλικών αξιών από όσους τις απέρριπταν. Η Λεπέν άλλαξε επίσης το πολιτικό προφίλ του Εθνικού Μετώπου, κυρίως επανατοποθετώντας το κόμμα ως υπέρμαχο των πολιτών της Γαλλίας «που είχαν αφεθεί να μείνουν πίσω». Για να ενισχύσει το κύρος της, η Λεπέν περιβάλλεται από (συχνά νέους) τεχνοκράτες, πολλοί από τους οποίους αυτομόλησαν από συντηρητικά ή κεντροδεξιά κόμματα. Και ενόψει των εκλογών της Γαλλίας του 2022, η Λεπέν προσπάθησε να κάνει ακόμη περισσότερο μετριοπαθή την εικόνα του κόμματός της, αλλάζοντας το όνομά του σε Εθνικό Συναγερμό, εγκαταλείποντας την απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2] και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μια καλόψυχη «μαμά γατών» [3]. Παρόλο που δεν έφερε το κόμμα της στην εξουσία, αύξησε το μερίδιο ψήφων του κόμματός της σε κάθε προεδρική αναμέτρηση στην οποία έβαλε υποψηφιότητα, με πιο πρόσφατο αποτέλεσμα να κερδίσει το 41% των ψήφων έναντι του εν ενεργεία Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, τον Απρίλιο του 2022.