Μην απομονώνετε την Βόρεια Κορέα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μην απομονώνετε την Βόρεια Κορέα

Γιατί θα ήταν λάθος άλλη μια εκστρατεία πίεσης

Η Ουάσινγκτον άρχισε τελικά να συνομιλεί με την Πιονγκγιάνγκ το 1992, αφότου η Βόρεια Κορέα άρχισε να αναπτύσσει πρόγραμμα πυρηνικών όπλων, γεγονός που οδήγησε σε μια περίοδο συνεχών -αν και ταραχωδών- διαπραγματεύσεων κατά τα επόμενα 16 χρόνια. Η επαρκής πρόοδος όσον αφορά την αποπυρηνικοποίηση οδήγησε τελικά σε διάφορα ορόσημα στην βελτίωση των σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης μιας πρότασης για ειρηνευτικές συνομιλίες το 1996 από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον [5], και τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Σαμ, αμοιβαίες επισκέψεις του αντιπτέραρχου της Βόρειας Κορέας, Τζο Μιόνγκ Ροκ, και της υπουργού Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ, το 2000, καθώς και μια παράσταση της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης στην Πιονγκγιάνγκ το 2008.

Μέχρι το 2009, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν στην θέση του βαθύ σκεπτικισμού. Μετά την κατάρρευση των εξαμερών συνομιλιών και την δεύτερη πυρηνική δοκιμή της Βόρειας Κορέας τον Μάιο του ίδιου έτους, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Γκέιτς, προειδοποίησε κατά του «να αγοράσουμε το ίδιο άλογο δύο φορές» [6] και πρότεινε στις Ηνωμένες Πολιτείες να αυξήσουν την πίεση στην Πιονγκγιάνγκ. Τον Δεκέμβριο [του 2009], η υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, υποστήριξε μια πολιτική «στρατηγικής υπομονής» [7] ώστε να περιμένουν για συνομιλίες με τους όρους που προτιμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δύο πλευρές επανέλαβαν τελικά τις διαπραγματεύσεις το 2011 με αποκορύφωμα την συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2012 για την «Leap Day», βάσει της οποίας η Βόρεια Κορέα συμφώνησε να σταματήσει προσωρινά τις δοκιμές όπλων και τις πυρηνικές δραστηριότητές της, αλλά δύο μήνες αργότερα, μια εκτόξευση βορειοκορεατικού δορυφόρου για τον εορτασμό της 100ής επετείου των γενεθλίων του ιδρυτή της χώρας, Κιμ Ιλ Σουνγκ, ματαίωσε την συμφωνία.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν κουραστεί από την τάση της Πιονγκγιάνγκ για ακροσφαλή διπλωματία και την απροθυμία της για αποπυρηνικοποίηση. Έχουν τιμωρηθεί, επίσης, από την κενή περιεχομένου σύνοδο κορυφής που έλαβε χώρα μεταξύ του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ [8], και του Βορειοκορεάτη ηγέτη, Κιμ Γιονγκ Ουν [9]. Σήμερα, η Ουάσινγκτον φαίνεται να έχει παραιτηθεί από την διαχείριση του προβλήματος της Βόρειας Κορέας αντί να προσπαθεί να το λύσει. Εκτός από τις σύντομες διαπραγματεύσεις το 2011-12 και το 2018-19, τρεις διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις έχουν βασιστεί σε μια παγκόσμια εκστρατεία πίεσης για να σφίξουν τη μέγγενη στην Βόρεια Κορέα, ενώ σταματούν μόλις πριν υποκινήσουν έναν πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπεισαν χώρες να υποβαθμίσουν τις διπλωματικές σχέσεις [τους] με την Βόρεια Κορέα, αύξησαν την στρατιωτική αποτρεπτική τους στάση, αύξησαν τα μέτρα απαγόρευσης και επιβολής του νόμου, και απέκοψαν την πρόσβαση της Βόρειας Κορέας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται στο δολάριο. Η Ουάσινγκτον πρωτοστάτησε επίσης στην επιβολή σημαντικών πολυμερών κυρώσεων στην Βόρεια Κορέα το 2016 και το 2017. Τα μέτρα αυτά απαγόρευσαν όλες τις δημοσίως αναφερόμενες εξαγωγές της χώρας, όπως ο άνθρακας, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, και τα θαλασσινά.

Η προσέγγιση αυτή πέτυχε την επίτευξη περιορισμένων στόχων. Η κορεατική χερσόνησος έχει αποφύγει τον πόλεμο, και οι διασυνοριακές συγκρούσεις έχουν περιοριστεί σε σχετικά μικρά επεισόδια, όπως ο βομβαρδισμός της νήσου Yeonpyeong από την Βόρεια Κορέα το 2010, και σε προκλήσεις που είναι πιο δύσκολο να αποδοθούν [σε κάποια πλευρά συγκεκριμένα], όπως ένα περιστατικό το 2015, όταν νάρκες εδάφους εξερράγησαν εντός της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης, τραυματίζοντας δύο Νοτιοκορεάτες στρατιώτες. Επιπλέον, η ικανότητα του καθεστώτος Κιμ να παράγει σκληρό συνάλλαγμα, τουλάχιστον με νόμιμα μέσα, έχει περιοριστεί σημαντικά. Οι εξαγωγές της Βόρειας Κορέας προς την Κίνα [10], τον κύριο εμπορικό της εταίρο, μειώθηκαν κατά 88% σε 209 εκατομμύρια δολάρια το 2018 και μειώθηκαν κατά ακόμη 78% σε 48 εκατομμύρια δολάρια το 2020, ως αποτέλεσμα των μέτρων αποκλεισμού της χώρας λόγω της πανδημίας.

Από την άλλη πλευρά, η προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει αποτύχει στην υλοποίηση πολλών άλλων σημαντικών στόχων. Η κραυγαλέα αποτυχία είναι η συνεχιζόμενη κατοχή από την Βόρεια Κορέα αρκετού σχάσιμου υλικού για την παραγωγή περίπου 50 πυρηνικών όπλων και η ικανότητα κατασκευής ακόμη έξι κάθε χρόνο. Η εκστρατεία πίεσης δεν έχει επίσης αποτρέψει την Βόρεια Κορέα από την διεξαγωγή σταδιακά επιτυχημένων δοκιμών πυρηνικών συσκευών μεγαλύτερης απόδοσης και διαφόρων μηχανισμών εκτόξευσης, συμπεριλαμβανομένων βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, φορτίων πολλαπλών κεφαλών, κινητών εκτοξευτών, και υποβρύχιων συστημάτων. Επίσης, δεν εμπόδισε την Βόρεια Κορέα να χρησιμοποιεί παράνομα μέσα για την παράκαμψη των κυρώσεων, όπως το κρυφό λαθρεμπόριο, τις μεταφορές από πλοίο σε πλοίο, και την κυβερνοκλοπή.

Ίσως η πιο ανησυχητική πτυχή της έλλειψης προόδου των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η αδυναμία τους να βελτιώσουν τις διπλωματικές σχέσεις και να ενισχύσουν την αμοιβαία κατανόηση με την Βόρεια Κορέα. Δεδομένου ότι η Πιονγκγιάνγκ είναι ανασφαλής, απομονωμένη, και εξαθλιωμένη -αλλά και πυρηνικά οπλισμένη- η Ουάσινγκτον θα πρέπει να λάβει μέτρα για την ενίσχυση της δέσμευσης, τη μείωση των λανθασμένων αντιλήψεων, και την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι ενός πυρηνικού πολέμου. Εάν η απειλή είναι συνάρτηση της πρόθεσης και των δυνατοτήτων, και οι δυνατότητες έχουν γίνει δυσεπίλυτες, τότε είναι επιτακτική ανάγκη οι Ηνωμένες Πολιτείες να μετριάσουν την αρνητική πρόθεση της Βόρειας Κορέας. Για τον σκοπό αυτό, η απομόνωση, η πίεση, και η αποτροπή είναι ακατάλληλα εργαλεία.

ΕΜΠΛΑΚΕΙΤΕ