Η νέα πυρηνική εποχή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η νέα πυρηνική εποχή

Πώς το όλο και μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο της Κίνας απειλεί την αποτροπή*

Καθώς το σοβιετικό οπλοστάσιο συνέχιζε να διευρύνεται στην αρχική περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, και ειδικά μετά την ανάπτυξη των θερμοπυρηνικών όπλων, οι Αμερικανοί στρατηγιστές αναζήτησαν νέους τρόπους για να ενδυναμώσουν την αποτροπή. Ένας βασικός παράγοντας σε αυτή την προσπάθεια ήταν η έννοια της εξασφαλισμένης καταστροφής, σύμφωνα με την οποία το οπλοστάσιο των ΗΠΑ έπρεπε να είναι σε θέση να απορροφήσει ένα αιφνιδιαστικό σοβιετικό πρώτο χτύπημα και να παραμείνει ικανό να προκαλέσει μια καταστροφική επίθεση, ή δεύτερο χτύπημα, ως αντίποινα, που θα μπορούσε να καταστρέψει την Σοβιετική Ένωση ως λειτουργική κοινωνία. (Το 1964, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Robert McNamara, εκτίμησε ότι ένα οπλοστάσιο έπρεπε να είναι σε θέση να συντηρεί 400 όπλα ώστε να διατηρεί μια δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής για ένα δεύτερο χτύπημα, το οποίο όρισε ως την ικανότητα να καταστρέψει το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης και την μισή βιομηχανική ικανότητά της). Αργότερα, οι στρατηγιστές επινόησαν τον όρο «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή» για να περιγράψουν την κατάσταση στην οποία αμφότεροι οι αντίπαλοι διέθεταν αυτή την ικανότητα. Αυτή η αποκαλυπτική αντιπαράθεση χαρακτηρίστηκε ως γνωστόν από τον φυσικό [επιστήμονα] Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο οποίος ηγήθηκε της ανάπτυξης της ατομικής βόμβας, ως η κατάσταση δύο σκορπιών παγιδευμένων σε ένα μπουκάλι, με τον καθένα ικανό να σκοτώσει τον άλλο, αλλά μόνο με μεγάλο κίνδυνο για την δική του επιβίωση.

Ωστόσο, το να διατηρηθεί απλώς η ικανότητα αφανισμού των πληθυσμιακών κέντρων και της βιομηχανικής υποδομής του αντιπάλου ως αντίποινα για οποιαδήποτε πυρηνική επίθεση, δεν εγγυάται ότι η αποτροπή θα άντεχε σε κάθε κατάσταση. Υπό ποιες συνθήκες θα επέλεγε ένας ορθολογικός ηγέτης να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα σε μια σύγκρουση; Ο θεωρητικός των παιγνίων και βραβευμένος με Νόμπελ, Thomas Schelling, επισήμανε ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η έναρξη ενός πυρηνικού πολέμου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια λογική πράξη. Όπως το έβλεπε ο Σέλινγκ, οι δύο μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, αντί να μοιάζουν με σκορπιούς σε μπουκάλι, ίσως έρχονταν αντιμέτωπες ως δύο πιστολάδες στον σκονισμένο δρόμο μιας άνομης πόλης της Παλαιάς Δύσης, όπου όποιος τραβήξει πιο γρήγορα απολαμβάνει το πλεονέκτημα. Αυτή η κατάσταση θα επικρατούσε όταν μια από τις δύο δυνάμεις διαισθανόταν αυτό που ο Σέλινγκ αποκάλεσε «τον φόβο του να είναι κάποιος ένας φτωχός δεύτερος διότι δεν ξεκίνησε πρώτος». Αυτός ο φόβος έγινε ιδιαίτερα οξύς όταν η πρόοδος στην καθοδήγηση των βαλλιστικών πυραύλων έδωσε την δυνατότητα τόσο στην Σοβιετική Ένωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες να εκτελούν μια πυρηνική επίθεση «αντιποίνων» στο πυρηνικό οπλοστάσιο της άλλης, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε επίθεσης δεύτερου χτυπήματος.

Αυτοί οι φόβοι υπερτονίστηκαν με την έλευση πυραύλων με πολλαπλά ανεξάρτητων στόχων οχήματα επανεισόδου (multiple independently targetable reentry vehicles), ή αλλιώς MIRV. Δεδομένου ότι κάθε «όχημα» ή πυρηνική κεφαλή, σε έναν τέτοιο πύραυλο ήταν ικανό να χτυπήσει διαφορετικό στόχο, υπήρχε πλέον η προοπτική ο επιτιθέμενος να χρησιμοποιήσει έναν μόνο πύραυλο για να καταστρέψει πολλούς συγκρίσιμα οπλισμένους εχθρικούς πυραύλους στα σιλό τους, ή μια ναυτική βάση που ελλιμενίζει πολλά υποβρύχια με βαλλιστικούς πυραύλους, έκαστο οπλισμένο με μια ντουζίνα ή περισσότερους πυραύλους που μεταφέρουν εκατοντάδες όπλα, ή δεκάδες πυρηνικά οπλισμένα βομβαρδιστικά σε μια αεροπορική βάση. Στην στρατιωτική ορολογία, ο επιτιθέμενος μπορούσε τώρα να απολαύσει μια εξαιρετικά ευνοϊκή «αναλογία ανταλλαγής κόστους» (“cost-exchange ratio”), στην οποία θα μπορούσε να καταστρέψει δεκάδες όπλα του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας ελάχιστα δικά του, μεταβάλλοντας σημαντικά, συνεπώς, την κατάσταση ισότητας που υπήρχε πριν από την επίθεση.

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, στο θύμα θα απέμεναν δύο δυσάρεστες μορφές αντιποίνων. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολλή ή το μεγαλύτερο μέρος της μικρής διασωθείσας δύναμής του για να εξαπολύσει μια επίθεση με τον ίδιο τρόπο εναντίον του οπλοστασίου του επιτιθέμενου. Αλλά οι προοπτικές επιτυχίας θα ήταν πλέον μικρές, καθώς ο όγκος των πυρηνικών δυνάμεων του επιτιθέμενου θα ήταν άθικτος και, μαζί με την αεροπορική και πυραυλική άμυνά του, θα βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα. Επιπλέον, ένα τέτοιο δεύτερο χτύπημα θα διακινδύνευε να αφήσει το θύμα με ανεπαρκείς δυνάμεις για να διατηρήσει την ικανότητα εξασφαλισμένης καταστροφής. Εναλλακτικά, εάν το θύμα επέλεγε να διεξάγει μια καταστρεπτική επίθεση στην οικονομία και στην κοινωνία του επιτιθέμενου, θα ήταν μια πράξη αυτοκτονίας, καθώς θα πυροδοτούσε την MAD, προκαλώντας μια αντίστοιχη επίθεση εναντίον του από τον αντίπαλό του, ο οποίος είχε διατηρήσει την δική του δύναμη εξασφαλισμένης καταστροφής. Ως εκ τούτου, το θύμα θα περιοριζόταν σε μια τρίτη επιλογή, την διατήρηση των διασωθεισών πυρηνικών δυνάμεων του για να αποτρέψει μια επίθεση στην οικονομία και στην κοινωνία του. Αλλά εάν το έκανε, ο επιτιθέμενος θα απολάμβανε ένα σημαντικό πλεόνασμα πυρηνικής ισχύος για να υποστηρίξει ενέργειες καταναγκασμού ή περαιτέρω επιθετικότητας.

Ο «φόβος του να είναι φτωχοί δεύτεροι» οδήγησε τόσο την Σοβιετική Ένωση όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες στο να διατηρήσουν κάποιες από τις πυρηνικές δυνάμεις τους σε υψηλή ετοιμότητα, που είναι γνωστή ως στάση «εκτόξευσης μετά από προειδοποίηση» (launch on warning). Ο στόχος ήταν να αυξηθεί ο κίνδυνος για τον επιτιθέμενο, με το να έχουν ευάλωτες δυνάμεις ικανές για εκτόξευση πριν καταστραφούν. Αυτή η προσέγγιση είχε τους δικούς της κινδύνους: σε αρκετές στιγμές κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι αμερικανικές ή οι σοβιετικές δυνάμεις έφτασαν άβολα κοντά στο να εξαπολύσουν μια πυρηνική επίθεση όταν τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησής τους εντόπισαν εσφαλμένα ότι μια επίθεση βρισκόταν σε εξέλιξη. Ωστόσο, η γενική σταθερότητα του διπολικού συστήματος συνέβαλε πολύ στην αποτροπή μιας πυρηνικής σύγκρουσης επί σχεδόν 70 χρόνια.