Τα ορυκτά που λείπουν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα ορυκτά που λείπουν

Για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, η Αμερική πρέπει να επανεξετάσει τις αλυσίδες εφοδιασμού

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν ένα ανάλογο δίλημμα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στην δεκαετία του 1970, η εγχώρια προσφορά πετρελαίου δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με την ζήτηση, αναγκάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να βασίζονται στις εισαγωγές πετρελαίου. Το αραβικό πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973-4 και τα διπλά σοκ στις τιμές του πετρελαίου το 1973 και το 1979 αποκάλυψαν ότι η εξάρτηση από τις υπερπόντιες προμήθειες θα μπορούσε να εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια. Το 1980, ο πρόεδρος, Τζίμι Κάρτερ, έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διασφαλίσουν το πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου με στρατιωτική βία: οποιαδήποτε απειλή για την περιοχή, είπε, θα θεωρείτο «επίθεση στα ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών». Για 40 χρόνια, τα Στενά του Ορμούζ παρέμειναν ανοιχτά και το πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου διοχετεύθηκε στις οικονομίες της Δύσης και της Ανατολικής Ασίας, τροφοδοτώντας την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου από 60 εκατομμύρια σε 100 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.

Αλλά το λεγόμενο Δόγμα Κάρτερ ήταν προβληματικό διότι εν τέλει έμπλεξε τις Ηνωμένες Πολιτείες με αυταρχικά κράτη όπως η Σαουδική Αραβία, τα οποία δεν συμμερίζονται τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ. Οι πολλαπλές στρατιωτικές επεμβάσεις, ιδίως η εισβολή στο Ιράκ το 2003, κόστισαν τρισεκατομμύρια δολάρια και διατάραξαν περαιτέρω την εύθραυστη ασφάλεια της Μέσης Ανατολής.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξετάζουν την σχέση τους με τα πετροκράτη της Μέσης Ανατολής, ο ανταγωνισμός για τα κρίσιμα ορυκτά έχει φτάσει να αντικατοπτρίζει τον αγώνα του εικοστού αιώνα για το πετρέλαιο. Ο Λευκός Οίκος αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής ασφάλειας ως συνδεδεμένα με τη νέα πραγματικότητα του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, με την Κίνα ως ξεκάθαρο ανταγωνιστή. Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας 2022 της κυβέρνησης Μπάιντεν το αποκάλυψε αυτό, καλώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν «καθαρή ματιά» όσον αφορά την αντιμετώπιση των προκλήσεων της «κλιματικής αλλαγής ... της ενεργειακής ανεπάρκειας, ή του πληθωρισμού» μέσα σε ένα «ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον».

Ο ανταγωνισμός εκτείνεται πέρα από τον Ινδο-Ειρηνικό. Σε μια προσπάθεια να μειωθεί η εξάρτηση των ΗΠΑ από τις ξένες -ιδιαίτερα τις κινεζικές- αλυσίδες εφοδιασμού καθαρής ενέργειας, ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού προσφέρει επιδοτήσεις σε εγχώριες βιομηχανίες που αυξάνουν τις επενδύσεις στην παραγωγή και την κατασκευή προϊόντων ενεργειακής μετάβασης. Στην διάσκεψη για το κλίμα COP27 [1] τον Νοέμβριο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατήγγειλαν την πράξη ως προστατευτική και υποστήριξαν ότι οι επιδοτήσεις των ΗΠΑ προς τις δικές τους εγχώριες ενεργειακές βιομηχανίες παραβιάζουν τους όρους του καταστατικού χάρτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Οι ηγέτες της ΕΕ αμφισβητούν ιδιαίτερα μια διάταξη που υποστηρίζει την κατασκευή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς θα καταστήσει τα ευρωπαϊκά ηλεκτρικά οχήματα λιγότερο ανταγωνιστικά στην αγορά των ΗΠΑ.

Εν ολίγοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πλοηγηθούν στη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια εν μέσω αυξημένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αναπτύξει μια στρατηγική για να αντιμετωπίσει πιθανούς αντιπάλους όπως η Κίνα, εχθρικές δυνάμεις όπως η Ρωσία, και συμμάχους όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΟΥΝ ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Για να επιτύχει αυτό το κατόρθωμα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αποφύγει τις αντιπαραγωγικές στρατηγικές της πετρελαϊκής εποχής και να υιοθετήσει μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που θα συνδυάζει επιλογές εσωτερικής πολιτικής με μια ευέλικτη εξωτερική πολιτική. Ο στόχος θα πρέπει να είναι να οικοδομήσει μια ασφαλή θέση για την ίδια και τους συμμάχους της, να μειώσει την εξάρτηση από τις κινεζικές προμήθειες, και να αναγνωρίσει το ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς να καταφύγει σε ωμή βία ή εθνικιστικές τάσεις.

Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιταχύνουν την ανάπτυξη των δικών τους κρίσιμων ορυκτών πόρων. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη ξεκινήσει: το Γραφείο Δανείων του Υπουργείου Ενέργειας, για παράδειγμα, έχει πραγματοποιήσει αρκετές επενδύσεις σε εταιρείες καθαρής ενέργειας που επικεντρώνονται στην επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών. Για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες ενεργειακού εφοδιασμού, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Νόμο περί Αμυντικής Παραγωγής (Defense Production Act, DPA), τον οποίο το Κογκρέσο υιοθέτησε το 1950 για να εξασφαλίσει την διαθεσιμότητα βιομηχανικών πόρων κατά την διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Ο DPA χρησιμοποιήθηκε την δεκαετία του 1950 για την ενίσχυση της αμερικανικής παραγωγής πετρελαίου και την επέκταση της δυναμικότητας των διυλιστηρίων. Θα μπορούσε να διαδραματίσει παρόμοιο ρόλο ετούτη την δεκαετία για την επέκταση των εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού, ιδίως για την εξόρυξη λιθίου και την κατασκευή ηλεκτρικών μπαταριών. Η διαδικασία αυτή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Το 2020, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, χρησιμοποίησε τον DPA για να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή ορυκτών σπάνιων γαιών˙ πιο πρόσφατα, ο Μπάιντεν τον χρησιμοποίησε για να αυξήσει την παραγωγή ορυκτών για μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών αποθήκευσης. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτό το προηγούμενο και να εγκρίνει την ταχεία κατασκευή νέων ορυχείων, εξευγενιστηρίων, και κέντρων παραγωγής.