Το τέλος της ισραηλινής δημοκρατίας; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τέλος της ισραηλινής δημοκρατίας;

Οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις του Νετανιάχου προέρχονται κατευθείαν από το εγχειρίδιο του αυταρχικού ηγέτη

Μετά την απροσδόκητα μεγάλη εκλογική νίκη του τον Νοέμβριο του 2022, ο Βενιαμίν Νετανιάχου σχημάτισε την πιο δεξιά κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ. Τα υπερεθνικιστικά και υπερορθόδοξα μέλη της δεν συμφωνούν σε όλα, αλλά είναι ενωμένα σε έναν στόχο: την αποδυνάμωση της δικαιοσύνης του Ισραήλ και την ενίσχυση του κυβερνητικού ελέγχου τόσο στα δικαστήρια όσο και στην δημόσια διοίκηση.

09022023-1.jpg

Μπροστά από μια φωτογραφία του Ισραηλινού πρωθυπουργού, Βενιαμίν Νετανιάχου, στο Τελ Αβίβ, στο Ισραήλ, τον Ιανουάριο του 2023. Corinna Kern / File Photo / Reuters
---------------------------------------

Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση Νετανιάχου παρουσίασε σχέδια για να κάνει ακριβώς αυτό. Αν και διατυπώνονται με μετριοπαθείς όρους, οι σχεδιαζόμενες αλλαγές θα διαβρώσουν σχεδόν όλους τους θεσμικούς ελέγχους και ισορροπίες, συγκεντρώνοντας τεράστια δύναμη στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό, με την σειρά του, θα επέτρεπε περαιτέρω βήματα που έχουν ήδη συμφωνηθεί από τον συνασπισμό για να ωθήσει το έθνος προς την κατεύθυνση του αυταρχισμού -τόσο στο Ισραήλ όσο και στα εδάφη που κατέχει.

Ο Νετανιάχου ισχυρίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ νομοθετικού και δικαστικού σώματος. Πολλοί Ισραηλινοί διαφωνούν, και στις 21 Ιανουαρίου πάνω από 130.000 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους του Τελ Αβίβ και άλλων πόλεων για να διαμαρτυρηθούν για τις προτεινόμενες αλλαγές. Έκτοτε, υπάρχουν καθημερινές διαδηλώσεις ενάντια σε αυτό που πολλοί Ισραηλινοί φοβούνται ότι είναι μια επικείμενη δικτατορία. Μια άλλη διαδήλωση στις 28 Ιανουαρίου προσέλκυσε πλήθος πάνω από 100.000 ανθρώπων. Ακολουθώντας το λαϊκιστικό σενάριο, ο Νετανιάχου και οι σύμμαχοί του απέρριψαν τις διαμαρτυρίες ως ελιτίστικες, χρηματοδοτούμενες από το εξωτερικό, και ριζικά αριστερές. Όμως φοιτητές, ακαδημαϊκοί, επαγγελματίες, και μέλη της κοινωνίας των πολιτών κινητοποιήθηκαν κατά του σχεδίου της κυβέρνησης, το οποίο, όπως προειδοποιούν οικονομολόγοι, θα μπορούσε να βλάψει την οικονομία και να επηρεάσει την ικανότητα του Ισραήλ να προσελκύσει ξένες επενδύσεις για τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας.

Η ισραηλινή πολιτική δεν ήταν ποτέ τόσο πολωμένη. Το κόμμα του Νετανιάχου έχει επανειλημμένα επιτεθεί στο δικαστικό σύστημα, ιδιαίτερα καθώς οι κατηγορίες εναντίον του έχουν πάρει διαστάσεις. Ο Νετανιάχου αρνείται σθεναρά ότι οι αλλαγές που σχεδιάζει έχουν σχέση με την δίκη του. Αλλά αν τεθούν σε ισχύ, θα έχει την εξουσία να αναδιαρθρώσει τα γραφεία του Υπουργού Δικαιοσύνης και του επικεφαλής εισαγγελέα και να διορίσει τους αξιωματούχους που ενδέχεται να εξετάσουν τις υποθέσεις του. Η κατοχύρωση του κυβερνητικού ελέγχου των δικαστικών διορισμών θα μπορούσε επίσης να επιτρέψει στον Νετανιάχου να καθορίσει ποιοι δικαστές θα εκδικάσουν την έφεσή του.

Προς το παρόν, οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται ότι θα περάσουν. Ο Νετανιάχου απολαμβάνει μια σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, και ο συνασπισμός του έχει επισπεύσει την επίθεσή του στο δικαστικό σώμα σε μια χιονοστιβάδα νομοθετικών ρυθμίσεων που η αντιπολίτευση έχει επικρίνει ότι περιφρονεί τις αποδεκτές διαδικασίες. Υπάρχει πιθανότητα το Ανώτατο Δικαστήριο να ακυρώσει τις μεταρρυθμίσεις μόλις εγκριθούν, γεγονός που θα βύθιζε την χώρα σε μια πλήρη συνταγματική κρίση. Αλλά όπως και να έχει, η κυβέρνηση Νετανιάχου θα έχει βαθύνει τις διαιρέσεις του Ισραήλ και θα έχει αποδυναμώσει την δημοκρατία του.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Οι προτάσεις του Νετανιάχου θα είναι σχετικά εύκολο να τεθούν σε εφαρμογή, επειδή το Ισραήλ, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν έχει άκαμπτο σύνταγμα. Τα σχέδια για την σύνταξη ενός τέτοιου συντάγματος εκπονήθηκαν όταν ιδρύθηκε το Ισραήλ το 1948, και το 1949 εκλέχθηκε για τον σκοπό αυτό μια συντακτική συνέλευση. Όμως η συνέλευση έφτασε σε αδιέξοδο και τα μέλη της αποφάσισαν να μετατρέψουν το σώμα σε νομοθετικό (την Κνέσετ) που θα διατηρούσε την συντακτική εξουσία της συνέλευσης. Αντί να υιοθετήσει ένα ολοκληρωμένο σύνταγμα, η Κνέσετ συμφώνησε ότι το σύνταγμα θα χωριζόταν σε κεφάλαια, καθένα από τα οποία θα περιελάμβανε έναν «βασικό νόμο», που θα γινόταν κάποια μέρα τμήμα ενός επίσημου συντάγματος.

Από το 1949 έως το 1992, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκούσε δικαστικό έλεγχο των διοικητικών αποφάσεων, πράγμα που σήμαινε ότι εξέταζε τη νομιμότητα των εκτελεστικών ενεργειών, αλλά δεν μπορούσε να ακυρώσει τη νομοθεσία με την αιτιολογία ότι παραβίαζε τα ατομικά δικαιώματα. Το 1992, ωστόσο, η Κνέσετ ψήφισε δύο βασικούς νόμους που αφορούσαν τα δικαιώματα αυτά: τον «Βασικό Νόμο: Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και Ελευθερία» και τον «Βασικό Νόμο: Ελευθερία του Επαγγέλματος». Αυτοί οι νόμοι ήταν καινοφανείς όχι μόνο επειδή προστάτευαν ορισμένα δικαιώματα, όπως η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η ιδιωτική ζωή, η ιδιοκτησία, η μετακίνηση, και το επάγγελμα, αλλά και επειδή περιείχαν τις λεγόμενες ρήτρες περιορισμού που όριζαν ότι τα απαριθμούμενα δικαιώματα μπορούσαν να περιοριστούν μόνο εάν η παρέκκλιση ήταν συμβατή με τις αξίες του κράτους, είχε θεσπιστεί για τον κατάλληλο σκοπό, και σε βαθμό όχι μεγαλύτερο από αυτόν που απαιτείται. Σε αυτήν την βάση, τρία χρόνια αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι βασικοί νόμοι ήταν ανώτεροι από την συνήθη νομοθεσία και ότι είχε συνεπώς την εξουσία να ακυρώσει κάθε νομοθεσία που τους παραβίαζε.

Έκτοτε, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ακυρώσει 22 νόμους και διατάξεις σε θέματα όπως η φυλάκιση αιτούντων άσυλο, η ιδιωτικοποίηση των φυλακών, και η απαλλοτρίωση ιδιωτικής παλαιστινιακής γης για την δημιουργία εβραϊκών οικισμών στην Δυτική Όχθη. Με την πάροδο του χρόνου, το δικαστήριο ερμήνευσε επίσης το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια που κατοχυρώνεται στον βασικό νόμο ως δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και στην ισότητα.

Από το 1953, το Ισραήλ επιλέγει τους δικαστές του μέσω μιας ποικιλόμορφης επιτροπής που αποτελείται από τρεις δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, δύο Υπουργούς της κυβέρνησης, δύο μέλη της Κνέσετ και δύο μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου του Ισραήλ. Για τον διορισμό ενός δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου απαιτείται πλειοψηφία επτά ψήφων της εννεαμελούς επιτροπής, πράγμα που σημαίνει ότι καμία ομάδα δεν μπορεί να ενεργήσει μόνη της. Οι δικαστές μπορούν να ασκήσουν βέτο σε όσα θέλουν οι πολιτικοί, και οι πολιτικοί μπορούν να ασκήσουν βέτο σε όσα θέλουν οι δικαστές. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα σύστημα οικοδόμησης συναίνεσης και διαπραγμάτευσης που παράγει δικαστές οι οποίοι ως επί το πλείστον θεωρούνται κεντρώοι.

Όμως ο συνδυασμός των αποφάσεών του για την υπεράσπιση των βασικών νόμων και για τα μέλη του έχουν καταστήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στόχο της ισραηλινής δεξιάς, η οποία κατηγορεί όλο και περισσότερο το δικαστήριο ότι είναι υπερβολικά φιλελεύθερο και υπερβαίνει τις εξουσίες του. Ο Νετανιάχου και οι σύμμαχοί του υποστηρίζουν ότι οι βασικοί νόμοι δεν εξουσιοδότησαν ρητά το δικαστήριο να ακυρώνει νόμους και ότι σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο έχει ερμηνεύσει με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο τόσο τις συνταγματικές όσο και τις διοικητικές εξουσίες του για έλεγχο, ενώ έχει επεκτείνει τους κανόνες του για τη μονιμότητα. Οι δεξιοί ισχυρίζονται επίσης ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει υπάρξει υπερβολικά παρεμβατικό σε θέματα εθνικής ασφάλειας.

Στην πραγματικότητα, το δικαστήριο έχει δείξει αρκετή επιείκεια προς το κράτος, ιδίως σε θέματα εθνικής ασφάλειας και πιο ρητά όταν εξετάζει τις ενέργειες της κυβέρνησης σε σχέση με τα κατεχόμενα εδάφη. Το δικαστήριο έχει σταθερά αρνηθεί να αποφανθεί σχετικά με την συνολική νομιμότητα των ισραηλινών εποικισμών στην Δυτική Όχθη, οι οποίοι θεωρούνται παράνομοι βάσει του διεθνούς δικαίου. Έχει επίσης εγκρίνει την κατεδάφιση σπιτιών Παλαιστίνιων μαχητών, γεγονός που παραβιάζει τους νόμους του πολέμου. Πράγματι, πέρα από την παροχή περιορισμένης προστασίας στην ιδιωτική παλαιστινιακή ιδιοκτησία, το δικαστήριο έχει εγκρίνει σχεδόν κάθε πολιτική που σχετίζεται με τους εποικισμούς, παρέχοντας παράλληλα ένα επίχρισμα διεθνούς νομιμότητας στην 55χρονη κατοχή.

Για τη νέα κυβέρνηση Νετανιάχου, αυτό δεν είναι αρκετό. Αποφασισμένος να αφαιρέσει από το Ανώτατο Δικαστήριο τις εξουσίες του να παρέχει ακόμη και την πιο πενιχρή προστασία, ο ακροδεξιός συνασπισμός έχει αρχίσει να αναθεωρεί τα πάντα, από την διαδικασία με την οποία γίνονται οι δικαστικοί διορισμοί μέχρι το καθεστώς και τις εξουσίες των νομικών συμβούλων της κυβέρνησης.

ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο της κυβέρνησης, το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορεί να ακυρώνει νόμους μόνο εάν και οι 15 δικαστές του εξετάσουν το θέμα και οι 12 από αυτούς συμφωνήσουν. Ένας τόσο υψηλός πήχης θα σήμαινε ότι πολύ λίγοι νόμοι, αν υπάρχουν, θα ακυρώνονταν. Ακόμη και αν το δικαστήριο καταφέρει να ακυρώσει έναν νόμο, αυτό δεν θα είναι το τέλος του. Το σχέδιο περιλαμβάνει επίσης μια απεριόριστη «ρήτρα παράβλεψης», η οποία θα επέτρεπε στην Κνέσετ να παρακάμψει οποιαδήποτε απόφαση για την ακύρωση ενός νόμου με απλή πλειοψηφία όλων των μελών του σώματος. Στο κοινοβουλευτικό σύστημα του Ισραήλ, κάθε κυβέρνηση διαθέτει πλειοψηφία. Επομένως, η ρήτρα αυτή θα επέτρεπε την παράκαμψη οποιουδήποτε δικαιώματος: θεμελιώδη βασικά δικαιώματα, δικαιώματα που αφορούν την πολιτική συμμετοχή, ακόμη και το δικαίωμα ψήφου. Για να διασφαλιστεί ότι το δικαστήριο δεν θα παρεκκλίνει από την ατζέντα της κυβέρνησης, το σχέδιο επιδιώκει επίσης να μετατρέψει την επιτροπή δικαστικών διορισμών έτσι ώστε η κυβέρνηση να διαθέτει αυτόματη πλειοψηφία.

Σε αντίθεση με πολλές δημοκρατικές χώρες, το Ισραήλ έχει ελάχιστους ελέγχους στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Η κυβέρνηση ελέγχει την Κνέσετ και ο συνασπισμός ψηφίζει συνήθως ως μπλοκ σύμφωνα με τις αποφάσεις μιας υπουργικής επιτροπής, πράγμα που σημαίνει ότι αρκετοί ισχυροί υπουργοί, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό, ελέγχουν τη νομοθεσία. Κατά συνέπεια, ο σημαντικότερος έλεγχος της εκτελεστικής εξουσίας είναι ο δικαστικός έλεγχος, τον οποίο το σχέδιο της κυβέρνησης θα τερμάτιζε ουσιαστικά.

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα μπορεί να εξετάζει καθόλου τους βασικούς νόμους σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο. Από την στιγμή που οι βασικοί νόμοι θα είναι απρόσβλητοι από τον έλεγχο, ακραία νομοθετήματα θα μπορούσαν να αναδιατυπωθούν ως βασικοί νόμοι για να παρακαμφθεί ο δικαστικός έλεγχος. Ένα εκτεταμένο νομοσχέδιο για τη μετανάστευση που θα επέτρεπε την απεριόριστη κράτηση των αιτούντων άσυλο έχει ήδη υποβληθεί ως βασικός νόμος για αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Η κυβέρνηση επιμένει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι σύμφωνες με τις ρυθμίσεις άλλων χωρών. Ο Καναδάς έχει μια ρήτρα παράβλεψης, για παράδειγμα, και, αυστηρά μιλώντας, τα δικαστήρια δεν μπορούν να ακυρώσουν τη νομοθεσία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά αυτές οι χώρες έχουν ελέγχους και ισορροπίες που δεν υπάρχουν στο Ισραήλ, και η ισραηλινή κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να τις εισαγάγει. Αν πρέπει να γίνουν διεθνείς συγκρίσεις, αυτές θα πρέπει να είναι με την Ουγγαρία, η οποία υπό τον πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, έχει μετατραπεί από φιλελεύθερη δημοκρατία σε αυταρχικό καθεστώς. Η κατάσταση στο Ισραήλ είναι δυνητικά πιο επικίνδυνη. Η Ουγγαρία βρίσκεται υπό την ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει εξουσίες να επιβραδύνει, αν όχι να αντιστρέψει, αυτήν την παρακμή. Το Ισραήλ δεν τελεί υπό ανάλογη διεθνή εποπτεία και είναι μπλεγμένο σε μια δυσεπίλυτη και εκρηκτική σύγκρουση.

Ο Όρμπαν εδραίωσε την κυριαρχία του αλλάζοντας το σύνταγμα, την σύνθεση και την δικαιοδοσία του δικαστικού σώματος, και τους κανόνες που διέπουν τις εκλογές. Επίσης, γέμισε την δημόσια διοίκηση με πιστούς του κόμματος, σκλήρυνε τον έλεγχό του στον Τύπο, και ανακατεύθυνε την κρατική χρηματοδότηση σε φιλο-ορμπανικά μέσα ενημέρωσης. Τώρα, μόνο το 20% των ουγγρικών μέσων ενημέρωσης είναι ανεξάρτητα, και βρίσκονται υπό συνεχή πολιτική, ρυθμιστική, και οικονομική πίεση. Η διάλυση των δικαστηρίων το κατέστησε αυτό δυνατό, γι' αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η ισραηλινή κυβέρνηση επέλεξε να στοχεύσει πρώτα το δικαστικό σύστημα.

Μόλις αναδομήσει το δικαστικό σώμα, η κυβέρνηση Νετανιάχου θέλει να τροποποιήσει τους εκλογικούς νόμους για να απαγορεύσει ακόμη και σποραδικές δηλώσεις «υποστήριξης της τρομοκρατίας» -οι οποίες θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως σοβαρές επικρίσεις της κατοχής του Ισραήλ και ακόμη και αόριστη ενθάρρυνση της παλαιστινιακής αντίστασης- θα απαγορευτούν, αποκλείοντας ουσιαστικά πολλούς Άραβες από το να θέσουν υποψηφιότητα για την Κνέσετ. Εάν ο νόμος αυτός περάσει, θα προκαλέσει πιθανότατα σημαντική μείωση της συμμετοχής στις εκλογές μεταξύ των Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ, ενισχύοντας περαιτέρω την κυβέρνηση Νετανιάχου, καθιστώντας πιο δύσκολο για την αντιπολίτευση να επιτύχει τον ελάχιστο αριθμό των 61 μελών της Κνέσετ που απαιτούνται για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Η εξάλειψη των περιορισμών στην κυβερνητική εξουσία θα κατευνάσει τους θρησκευτικούς φονταμενταλιστές και θα επιτρέψει στον Νετανιάχου να τηρήσει τις υποσχέσεις του προς τους κυβερνητικούς εταίρους του. Στις συμφωνίες του συνασπισμού του, δεσμεύτηκε να τροποποιήσει τους νόμους της χώρας κατά των διακρίσεων, επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να αρνούνται την εξυπηρέτηση με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, γεγονός που θα επηρεάσει την κοινότητα LGBTQ και άλλες μειονότητες.

Η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει επίσης ανακοινώσει σχέδια για τη μεταρρύθμιση των μέσων ενημέρωσης. Ο Shlomo Karhi, ο υπουργός Επικοινωνιών, δήλωσε την πρόθεσή του να ιδιωτικοποιήσει τους ισραηλινούς κρατικά χρηματοδοτούμενους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η κίνηση αυτή θεωρείται από τους περισσότερους παρατηρητές ως μια προσπάθεια να παταχθεί η κριτική δημοσιογραφική κάλυψη και η ανεξάρτητη ενημέρωση. Μάλιστα, η Galit Distel Atbaryan, η υπουργός Δημόσιας Διπλωματίας, θέλει να προχωρήσει ακόμη παραπέρα. Έχει εκφράσει την υποστήριξή της στο να κλείσουν εντελώς τα κρατικά χρηματοδοτούμενα μέσα ενημέρωσης αντί να ιδιωτικοποιηθούν, διότι, όπως είπε, «όποτε ιδιωτικοποιείς, η αριστερά εισχωρεί». Εν τω μεταξύ, ο υπουργός Πολιτισμού, Miki Zohar, ανακοίνωσε τα δικά του σχέδια για τον περιορισμό των κρατικών δαπανών για τις τέχνες, αρνούμενος την χρηματοδότηση έργων που «βλάπτουν την εικόνα του κράτους». Αυτό το πρόγραμμα πολιτικών αλλαγών σε δύο στάδια έχει σαφή σκοπό: την καταστολή της έκφρασης με την απομάκρυνση του κριτικού περιεχομένου από την δημόσια σφαίρα και την ενίσχυση της κυβερνητικής λαβής στην εξουσία.

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις για τα μέσα ενημέρωσης προκάλεσαν σημαντικές αντιδράσεις και στις αρχές Φεβρουαρίου η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τις αναβάλλει. Ο λόγος που επικαλέστηκε για αυτήν την στροφή ήταν προφανής: οι δικαστικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν την πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης, οπότε δεν πρέπει να υπάρξουν περισπασμοί πριν εξασφαλίσει την έγκρισή τους. Και σε κάθε περίπτωση, μόλις ψηφιστούν οι δικαστικές μεταρρυθμίσεις, η διάλυση των δημόσιων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών θα είναι ευκολότερη.

Τέλος, η κυβέρνηση σχεδιάζει να υιοθετήσει μια πιο σκληρή προσέγγιση στα κατεχόμενα εδάφη. Παρουσιάζοντας την πολιτική πλατφόρμα της κυβέρνησής του, ο Νετανιάχου δήλωσε ότι οι Εβραίοι έχουν αποκλειστικά δικαιώματα σε όλη την Γη του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Όχθης. Αυτό ουσιαστικά τερμάτισε κάθε προσποίηση ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν δικαιώματα στα εδάφη. Και στις συμφωνίες του συνασπισμού του, ο Νετανιάχου υποσχέθηκε στους ακροδεξιούς εταίρους του ότι η κυβέρνησή του θα προωθήσει περισσότερους οικισμούς στην Δυτική Όχθη και θα θέσει τις βάσεις για την ενδεχόμενη προσάρτησή της. Δήλωσε επίσης ότι σκοπεύει να «νομιμοποιήσει» τους προωθημένους οικισμούς που έχουν δημιουργηθεί σε ιδιωτική παλαιστινιακή γη, αφού ένας νόμος που επεδίωκε κάτι τέτοιο ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο Νετανιάχου διόρισε τον Bezalel Smotrich, έναν έποικο και έναν από τους πιο ακραίους αντιπαλαιστινιακούς πολιτικούς στο Ισραήλ, ως ειδικό υπουργό στο υπουργείο Άμυνας, επιφορτισμένο με την εποπτεία των πολιτικών υποθέσεων στην Δυτική Όχθη. Παίρνοντας ουσιαστικά αυτήν την εξουσία από τον στρατό και δίνοντάς την σε έναν πολιτικά διορισμένο, ο Νετανιάχου έχει σηματοδοτήσει την πρόθεση της κυβέρνησής του για προσάρτηση [εδαφών].

Στο σύνολό τους, οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ισοδυναμούν με επίθεση στην ήδη προβληματική δημοκρατία του Ισραήλ. Η ατζέντα της κυβέρνησης και η αυταρχική στροφή που προμηνύει έχουν ήδη προκαλέσει ένα μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας. Έχουν επίσης προκαλέσει ευρεία ανησυχία εκτός του Ισραήλ, ωθώντας χώρες όπως η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες να εκφράσουν επιφυλάξεις για τις επικείμενες αλλαγές. Εάν ο Νετανιάχου και ο συνασπισμός του συνεχίσουν να παρασύρουν το Ισραήλ προς την ουγγρική οδό, θα απειλήσουν όχι μόνο τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας αλλά και τις σχέσεις της με τους συμμάχους.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Occupation-International-Law-Elements/dp/01988610...

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/israel/end-israeli-democracy

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition