Οι ήσυχοι Ρώσοι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ήσυχοι Ρώσοι

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ. Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για το κοινό του Πούτιν

Πριν η Ρωσία ξεκινήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν αποτελούσε μεγάλο μυστήριο ότι η ρωσική κοινωνία ήταν προσαρμοστική, καλύτερη στο να αποδέχεται απλά την κατάσταση με το να αποφεύγει την ευθύνη παρά να διαμαρτύρεται ενεργά. Από την αρχή του [πολέμου], το σύστημα που οικοδόμησε ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, βασίστηκε στην ιδέα ενός αποστασιοποιημένου κοινού, με τα θέματα πολιτικής και πολιτειακής ανησυχίας να αφήνονται στους υψηλά ιστάμενους. Ακόμα και όταν ο χώρος για ανεξάρτητη πολιτική και κοινοτική δράση συρρικνώθηκε σχεδόν στο μηδέν και το πραγματικό βιοτικό επίπεδο χαμήλωσε, οι περισσότεροι Ρώσοι δεν έβλεπαν κανένα λόγο να συμμετάσχουν σε συλλογική δράση: τέτοιες προσπάθειες ήταν πολύ πιο πιθανό να οδηγήσουν σε ένα αστυνομικό γκλομπ στο κεφάλι ή μια μακρά ποινή φυλάκισης παρά σε πραγματική αλλαγή. Αυτή η ρύθμιση βόλευε τόσο τους πολίτες όσο και το κράτος. Η ρωσική κοινωνία ήταν αποστρατευμένη εκ προμελέτης.

28022023-1.jpg

Ξαφνική συγκέντρωση πλήθους στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2023. Evgenia Novozhenina / Reuters / Foreign Affairs illustration
--------------------------------------------

Αλλά μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, και ιδίως αφού συνάντησαν μεγαλύτερη αντίσταση από την αναμενόμενη, φάνηκε πιθανό ότι το σοκ του πολέμου θα ανέτρεπε αυτήν την δυναμική. Μέσα σε λίγες ημέρες από την εισβολή, η Ρωσία βρέθηκε πιο απομονωμένη από όσο είχε βρεθεί εδώ και δεκαετίες, αντιμετωπίζοντας Δυτικές κυρώσεις που απειλούσαν να καταστρέψουν την οικονομία της. Διεθνείς εταιρείες και επιχειρήσεις αποχώρησαν, οι αεροπορικές συνδέσεις με τον έξω κόσμο ακυρώθηκαν, και το ρούβλι κατέρρευσε στην χαμηλότερη τιμή του στην ιστορία. Ο Πούτιν πρότεινε τους ασαφείς στόχους της «αποστρατιωτικοποίησης» και της «αποναζιστικοποίησης» για αυτό που αποκάλεσε «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», αλλά δεν ήταν απολύτως σαφές σε πολλούς Ρώσους γιατί τα ρωσικά τανκς ξαφνικά διέσχιζαν την Ουκρανία -και κατ' επέκταση γιατί η Μόσχα αναλάμβανε τους κινδύνους και το κόστος του πολέμου.

Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο πολέμου στην Ουκρανία, είναι πλέον σαφές ότι ο πόλεμος του Πούτιν, αντί να διαταράξει το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο, το επέκτεινε. Τις πρώτες ημέρες της εισβολής, το Κρεμλίνο δεν έκανε καμία προσπάθεια να πουλήσει τον πόλεμο ως έναν καθοριστικό αγώνα για τον οποίο κάθε Ρώσος πρέπει να θυσιαστεί˙ αντί γι’ αυτό, στους Ρώσους παρουσιάστηκε η εικόνα ενός πολέμου που ήταν μακρινός, χαμηλού κόστους, ανατεθείς σε επαγγελματίες και, αν κάποιος ήταν διατεθειμένος, μπορούσε να τον αγνοήσει.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΤΡΑΒΑ ΜΑΤΙΑ

Από την ύστερη σοβιετική περίοδο, η ρωσική κοινωνία είναι επιδέξια στην πολιτική προσποίηση -δηλαδή να επιδεικνύει εξωτερική πίστη στο κράτος, ενώ εσωτερικά να έχει μια πιο κυνική, αποστασιοποιημένη στάση απέναντί του. Το σύστημα του Πούτιν υιοθέτησε αυτό το χαρακτηριστικό και, χάρη στην καταναλωτική έκρηξη που τροφοδοτήθηκε από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, με πολλούς τρόπους το ενίσχυσε. Αμφότερες οι πλευρές, το Κρεμλίνο και ο ρωσικός λαός, έμειναν σε μεγάλο βαθμό έξω η μια από τις υποθέσεις της άλλης.

Το ρωσικό κοινό δεν ενέκρινε ούτε αποδοκίμαζε τόσο τις κυβερνητικές πολιτικές όσο διαβιούσε χωριστά από αυτές. Ο ρόλος του ατόμου δεν ήταν να επηρεάζει την συμπεριφορά του κράτους αλλά να προστατεύεται από τις συνέπειές της. Αντί να αντιστέκονται ενεργά, λοιπόν, οι περισσότεροι Ρώσοι που αντιτάχθηκαν στον Πούτιν επιδίωξαν να αποστασιοποιηθούν από την εξουσία του, έστω και μόνο σε συναισθηματικό ή ψυχολογικό επίπεδο, αυτό που ορισμένοι κοινωνιολόγοι που μελετούν την Ρωσία έχουν αποκαλέσει «εσωτερική μετανάστευση» (internal emigration). Κάποιος παραμένει στην ρωσική πολιτεία σωματικά, αλλά όχι πνευματικά.

Αυτή έχει γίνει η καθοριστική μέθοδος διαμαρτυρίας στην Ρωσία, εξήγησε η Ekaterina Schulmann, Ρωσίδα πολιτικός επιστήμονας. «Στην Αμερική, οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους με αφίσες», είπε. «Στην Γαλλία, τους αρέσει να απεργούν. Ενώ στην Ρωσία, οι μέθοδοι είναι αυτές που χρησιμοποιούν οι αδύναμοι και οι στερημένοι: αποφυγή, σαμποτάζ, μίμηση, υποκρισία και, όταν είναι απαραίτητο, διαφυγή, ακόμη και αυτοτραυματισμός». Λίγο μετά την εισβολή, η ίδια η Schulmann εγκατέλειψε την Ρωσία, αποδεχόμενη μια υποτροφία στο Ίδρυμα Robert Bosch στο Βερολίνο. Δύο ημέρες μετά την άφιξή της, η ρωσική κυβέρνηση την κήρυξε «ξένο πράκτορα», ένας χαρακτηρισμός που αποσκοπούσε στο να καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη την εργασία της.

Ο Greg Yudin, ένας Ρώσος κοινωνιολόγος και πολιτικός φιλόσοφος, χαρακτήρισε την επικρατούσα στάση ως κατανοητή, ή τουλάχιστον αναπόφευκτη, δεδομένου του πόσο βαθιά έχουν εσωτερικεύσει πολλοί άνθρωποι την πολιτική τους αδυναμία. «Αν παρατηρήσεις ότι έχει αρχίσει να βρέχει έξω, θα ήταν ανόητο να καθίσεις και να δημιουργήσεις ένα σχέδιο για το πώς θα σταματήσεις την βροχή», μου είπε. «Καλύτερα να σκεφτείς πώς να μην βραχείς». Έχει εντοπίσει τρία στρατόπεδα στην ρωσική κοινωνία, τα οποία αποκαλεί «ριζοσπάστες», «διαφωνούντες», και «λαϊκούς» -δηλαδή τους φανατικούς που υποστηρίζουν με ενθουσιασμό τον πόλεμο, τους επικριτές που αντιτίθενται σθεναρά σε αυτόν, και την πλειοψηφία (περίπου το 60% κατά την εκτίμησή του) που προσπαθεί να αποφύγει το θέμα και δεν παίρνει θέση. Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, το Κρεμλίνο προσέφερε αρκετό ξεσηκωτικό φιλοπόλεμο περιεχόμενο για να κρατήσει τους ριζοσπάστες απασχολημένους, αλλά έδωσε επίσης την ευκαιρία στους λαϊκούς να κάνουν τα στραβά μάτια και να συνεχίσουν την ζωή τους.

Το περασμένο καλοκαίρι, στοιχεία έρευνας του Κέντρου Levada, του μοναδικού ανεξάρτητου οργανισμού δημοσκοπήσεων της Ρωσίας, έδειξαν ότι σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες έδιναν ελάχιστη ή καθόλου προσοχή στα γεγονότα στην Ουκρανία. «Το υψηλό ποσοστό έγκρισης του πολέμου που βλέπουμε είναι συνάρτηση της μη συμμετοχής του κόσμου», μου είπε ο Denis Volkov, διευθυντής του κέντρου. Ο Volkov μοιράστηκε τις εντυπώσεις του από τις ομάδες εστίασης που ο ίδιος και οι συνάδελφοί του πραγματοποίησαν σε διάφορες ρωσικές πόλεις μετά την εισβολή. «Οι άνθρωποι μας λένε ότι γνωρίζουν ότι κάπου πέφτουν βόμβες, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι' αυτό, και ότι όλα αυτά είναι μάλλον τραυματικά -οπότε καλύτερα να μην κοιτάζουν προς αυτήν την κατεύθυνση ή να μην το σκέφτονται πολύ». Διαφορετικά, έλεγαν ξανά και ξανά στον Volkov, «θα αρρωστήσουμε».

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟ

Αυτή η παθητικότητα δέχθηκε έντονη πίεση τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν ο Πούτιν, που χρειαζόταν νέα στρατεύματα για να ενισχύσει τις ρωσικές γραμμές στην Ουκρανία, ανακοίνωσε [2] μια «μερική επιστράτευση», σύμφωνα με την οποία ο στρατός θα στρατολογούσε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους άνδρες σε μάχιμη ηλικία. Η κυβέρνηση δεν ξεκαθάρισε τους ακριβείς όρους και κανόνες της επιστράτευσής της, και οι οικογένειες σε ολόκληρη την Ρωσία φοβήθηκαν ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο εκτεταμένη και αδιάκριτη από όσο υποσχέθηκε ο Πούτιν. (Υπό αυτή την έννοια, οι λαϊκοί άνθρωποι, ακόμη και αν τείνουν να μην αντιστέκονται ενεργά στο κράτος, έχουν καθαρή εικόνα για την τάση του για προδοσία). Εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άντρες που μπορούσαν να επιστρατευθούν, εγκατέλειψαν την χώρα μέσα σε λίγες εβδομάδες -ένα σημάδι ότι ένας σημαντικός αριθμός λαϊκών ανθρώπων δεν μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε ριζοσπάστες.

Τον Σεπτέμβριο, στον απόηχο των κινητοποιήσεων, το Κέντρο Levada κατέγραψε την μεγαλύτερη πτώση της δημόσιας διάθεσης -το ποσοστό των Ρώσων που δήλωσαν ότι αισθάνονται άγχος, θυμό, ή φόβο- σε έναν μόνο μήνα από τότε που η Ρωσία χρεοκόπησε το 1998, όταν η οικονομία κατέρρευσε και οι οικονομίες των Ρώσων καταστράφηκαν. Το ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι αισθάνονται άγχος αυξήθηκε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες˙ εκείνοι που δήλωσαν ότι φοβούνται αυξήθηκαν κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες. Η στρατολόγηση τρόμαξε και αποπροσανατόλισε τους Ρώσους.

«Θα μπορούσατε να ακούσετε κάτι για τον πόλεμο στην τηλεόραση για λίγα λεπτά το βράδυ», μου είπε ο Schulmann. «Ο παρουσιαστής ειδήσεων φλυαρεί και εσείς γνέφετε μαζί του, χωρίς να σκέφτεστε και πολύ. Έτσι έχουν συνηθίσει οι άνθρωποι να ζουν εδώ και 20 χρόνια». Αλλά ξαφνικά, οι κανόνες άλλαξαν. «Οι άνθρωποι δεν ήταν προετοιμασμένοι για την στιγμή που κάποιος θα τους χτυπούσε την πόρτα», είπε ο Schulmann.

Ωστόσο, η επιστράτευση αποδείχθηκε γρήγορα ότι δεν ήταν τόσο μια ρήξη με το status quo όσο μια συνέχισή του, αν και σε πολύ πιο έμφορτες συνθήκες. Η αρχική, πιο ενεργή φάση της επιστράτευσης -όταν οι άνδρες επιστρατεύονταν σε μεγάλους αριθμούς και οι αστυνομικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι χτένιζαν τους δρόμους, τους χώρους εργασίας, τα εστιατόρια, και τους σταθμούς του μετρό αναζητώντας στρατεύσιμους- είχε τελειώσει σε έναν ή δύο μήνες. Οι Ρώσοι που δεν είχαν επιστρατευθεί ή που δεν είδαν τα άμεσα μέλη της οικογένειάς τους να καλούνται, μπόρεσαν να επιστρέψουν στην συνήθη κατάσταση αποστασιοποίησης. Τουλάχιστον προς το παρόν, οι περισσότεροι άνδρες και οι περισσότερες οικογένειες είχαν αποφύγει το πρόβλημα.

Αυτή η περίοδος αυξημένου άγχους και αβεβαιότητας έκανε την ρωσική κοινωνία να στηριχθεί ακόμη περισσότερο στον θεμελιώδη πραγματισμό της. Οι περισσότεροι Ρώσοι έχουν απαλλαγεί από την ευθύνη για οτιδήποτε δεν τους αφορά προσωπικά. Και ακόμη και οι Ρώσοι που επηρεάζονται προσωπικά από τον πόλεμο -ας πούμε, ένας γονέας του οποίου ο γιος επιστρατεύτηκε- έχουν την τάση να απομονώνουν, αρνούμενοι να επιτρέψουν σε αυτήν την περιπλοκή να τους οδηγήσει να αμφισβητήσουν αν ο πόλεμος είναι δίκαιος ή αν ο Πούτιν [3] έχει κάνει στρατηγικό λάθος. Αντί να αντιμετωπίσουν άμεσα την κυβέρνησή τους, έχουν επικεντρωθεί στην προσαρμογή: να βγάλουν τα παιδιά τους από την χώρα, ίσως, ή να βρουν μια δουλειά σε μια κατηγορία που τους καθιστά μη επιλέξιμους για στράτευση.

Δεδομένου του κλίματος λογοκρισίας και καταστολής κατά την διάρκεια του πολέμου στην Ρωσία, είναι δύσκολο να μετρηθεί η πραγματική δημόσια υποστήριξη για τον πόλεμο εκεί. Η δημοσκόπηση του Levada Center από τα τέλη του περασμένου έτους έδειξε ότι, αν και τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι υποστηρίζουν την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», πάνω από τους μισούς δήλωσαν ότι ήρθε η ώρα η Ρωσία να εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της -ένα σημάδι ότι ο ενθουσιασμός ίσως να φθίνει. Παραδόξως, το αίσθημα αδυναμίας και ανασφάλειας που προκαλεί ο πόλεμος μπορεί επίσης να παίξει προς όφελος του Πούτιν. Όταν η χώρα σου βρίσκεται σε πόλεμο, ακόμη και αν δεν σου αρέσει ή ακόμη και δεν καταλαβαίνεις αυτόν τον πόλεμο, η σκέψη της ήττας μπορεί να είναι παραλυτική. Ακόμα και κάποιοι Ρώσοι που δεν τρέφουν καμία καλή διάθεση προς τον Πούτιν ανησυχούν για το τι μπορεί να φέρει η ήττα: παρατεταμένες οικονομικές δυσκολίες ή μια χαοτική κατάρρευση του καθεστώτος.

ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Ο Volkov, ο διευθυντής του Levada Center, μου είπε για μια γυναίκα από μια πρόσφατη ομάδα εστίασης (focus group). Το 2019, είχε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις κατά μιας σχεδιαζόμενης χωματερής στο βόρειο τμήμα της Ρωσίας. Τώρα, είπε στον Volkov, έχει ξεγράψει όσους διαμαρτύρονται για τον πόλεμο ως «εξαγορασμένους από την Δύση». Ο Volkov εξήγησε ότι ο πόλεμος έχει παίξει στην στρατηγική του Κρεμλίνου να διαμορφώνει τον κόσμο ως διχασμένο ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς» και ότι ακόμη και κάποιοι από εκείνους που κάποτε αντιτάχθηκαν στον Πούτιν κατέληξαν να επιλέξουν την ρωσική πλευρά στον πόλεμο. Πολυάριθμες δημοσκοπήσεις του Levada Center έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία των Ρώσων κατηγορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ -και όχι την Ρωσία ή ακόμη και την Ουκρανία- για τον πόλεμο.

Κατά την διάρκεια του τελευταίου έτους, ο Yudin, ο Ρώσος κοινωνιολόγος, δήλωσε ότι έχει εντυπωσιαστεί από φίλους και συναδέλφους που, με μεγάλο κίνδυνο, αρνήθηκαν να παραμείνουν σιωπηλοί ή να κάνουν συμβιβασμούς. Αλλά τον ανησυχεί επίσης ο αριθμός των ανθρώπων που παραδέχονται ότι ο πόλεμος ήταν ένα τρομερό λάθος, αλλά λένε ότι τώρα η Ρωσία δεν έχει άλλη επιλογή από το να τον κερδίσει. Η δική τους θέση είναι «η πιο τρομακτική απ' όλες», κατά την εκτίμησή του, διότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πραγματική εδραίωση της υποστήριξης για τον πόλεμο. Ο Yudin μου μίλησε για κάποιους γνωστούς του στον κόσμο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι συμβιβάζονται με κάθε είδους ταπεινώσεις -όπως το να απέχουν από το να αμφισβητούν ή να επικρίνουν τον πόλεμο ή να σιωπούν καθώς οι συνάδελφοί τους που το κάνουν απολύονται- με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να διατηρήσουν τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα ή τουλάχιστον τις θέσεις εργασίας τους. Τους παρομοίασε με επιβάτες σε ένα αυτοκίνητο που τρέχει με ταχύτητα προς έναν τοίχο από τούβλα. «Βλέπουν τον κίνδυνο μπροστά τους, αλλά το να πηδήξουν έξω το νιώθουν πιο τρομακτικό από το να μείνουν στην θέση τους», είπε.

Καθώς ο πόλεμος της Ρωσίας εισέρχεται στον δεύτερο χρόνο του και καθώς η Ρωσία είναι απίθανο να συγκεντρώσει την απαραίτητη στρατιωτική δύναμη για να επιτύχει μια απόλυτη νίκη, ο τοίχος από τούβλα έρχεται όλο και πιο κοντά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε πολλούς περισσότερους ανθρώπους να πηδήξουν έξω πριν από την συντριβή.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Between-Two-Fires-Ambition-Compromise/dp/1524760595
[2] https://www.foreignaffairs.com/russian-federation/what-mobilization-mean...
[3] https://www.foreignaffairs.com/russian-federation/putin-last-stand-russi...

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/ukraine/quiescent-russians

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition