Οι ήσυχοι Ρώσοι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι ήσυχοι Ρώσοι

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ. Τι αποκάλυψε ο πόλεμος στην Ουκρανία για το κοινό του Πούτιν
Περίληψη: 

Οι περισσότεροι Ρώσοι έχουν απαλλαγεί από την ευθύνη για οτιδήποτε δεν τους αφορά προσωπικά. Και ακόμη και οι Ρώσοι που επηρεάζονται προσωπικά από τον πόλεμο έχουν την τάση να απομονώνουν, αρνούμενοι να επιτρέψουν σε αυτήν την περιπλοκή να τους οδηγήσει να αμφισβητήσουν αν ο πόλεμος είναι δίκαιος ή αν ο Πούτιν έχει κάνει στρατηγικό λάθος.

Ο Joshua Yaffa είναι συνεργάτης του New Yorker και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Between Two Fires: Truth, Ambition, and Compromise in Putin’s Russia [1].

Πριν η Ρωσία ξεκινήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν αποτελούσε μεγάλο μυστήριο ότι η ρωσική κοινωνία ήταν προσαρμοστική, καλύτερη στο να αποδέχεται απλά την κατάσταση με το να αποφεύγει την ευθύνη παρά να διαμαρτύρεται ενεργά. Από την αρχή του [πολέμου], το σύστημα που οικοδόμησε ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, βασίστηκε στην ιδέα ενός αποστασιοποιημένου κοινού, με τα θέματα πολιτικής και πολιτειακής ανησυχίας να αφήνονται στους υψηλά ιστάμενους. Ακόμα και όταν ο χώρος για ανεξάρτητη πολιτική και κοινοτική δράση συρρικνώθηκε σχεδόν στο μηδέν και το πραγματικό βιοτικό επίπεδο χαμήλωσε, οι περισσότεροι Ρώσοι δεν έβλεπαν κανένα λόγο να συμμετάσχουν σε συλλογική δράση: τέτοιες προσπάθειες ήταν πολύ πιο πιθανό να οδηγήσουν σε ένα αστυνομικό γκλομπ στο κεφάλι ή μια μακρά ποινή φυλάκισης παρά σε πραγματική αλλαγή. Αυτή η ρύθμιση βόλευε τόσο τους πολίτες όσο και το κράτος. Η ρωσική κοινωνία ήταν αποστρατευμένη εκ προμελέτης.

28022023-1.jpg

Ξαφνική συγκέντρωση πλήθους στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2023. Evgenia Novozhenina / Reuters / Foreign Affairs illustration
--------------------------------------------

Αλλά μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, και ιδίως αφού συνάντησαν μεγαλύτερη αντίσταση από την αναμενόμενη, φάνηκε πιθανό ότι το σοκ του πολέμου θα ανέτρεπε αυτήν την δυναμική. Μέσα σε λίγες ημέρες από την εισβολή, η Ρωσία βρέθηκε πιο απομονωμένη από όσο είχε βρεθεί εδώ και δεκαετίες, αντιμετωπίζοντας Δυτικές κυρώσεις που απειλούσαν να καταστρέψουν την οικονομία της. Διεθνείς εταιρείες και επιχειρήσεις αποχώρησαν, οι αεροπορικές συνδέσεις με τον έξω κόσμο ακυρώθηκαν, και το ρούβλι κατέρρευσε στην χαμηλότερη τιμή του στην ιστορία. Ο Πούτιν πρότεινε τους ασαφείς στόχους της «αποστρατιωτικοποίησης» και της «αποναζιστικοποίησης» για αυτό που αποκάλεσε «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», αλλά δεν ήταν απολύτως σαφές σε πολλούς Ρώσους γιατί τα ρωσικά τανκς ξαφνικά διέσχιζαν την Ουκρανία -και κατ' επέκταση γιατί η Μόσχα αναλάμβανε τους κινδύνους και το κόστος του πολέμου.

Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο πολέμου στην Ουκρανία, είναι πλέον σαφές ότι ο πόλεμος του Πούτιν, αντί να διαταράξει το υπάρχον κοινωνικό συμβόλαιο, το επέκτεινε. Τις πρώτες ημέρες της εισβολής, το Κρεμλίνο δεν έκανε καμία προσπάθεια να πουλήσει τον πόλεμο ως έναν καθοριστικό αγώνα για τον οποίο κάθε Ρώσος πρέπει να θυσιαστεί˙ αντί γι’ αυτό, στους Ρώσους παρουσιάστηκε η εικόνα ενός πολέμου που ήταν μακρινός, χαμηλού κόστους, ανατεθείς σε επαγγελματίες και, αν κάποιος ήταν διατεθειμένος, μπορούσε να τον αγνοήσει.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΤΡΑΒΑ ΜΑΤΙΑ

Από την ύστερη σοβιετική περίοδο, η ρωσική κοινωνία είναι επιδέξια στην πολιτική προσποίηση -δηλαδή να επιδεικνύει εξωτερική πίστη στο κράτος, ενώ εσωτερικά να έχει μια πιο κυνική, αποστασιοποιημένη στάση απέναντί του. Το σύστημα του Πούτιν υιοθέτησε αυτό το χαρακτηριστικό και, χάρη στην καταναλωτική έκρηξη που τροφοδοτήθηκε από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, με πολλούς τρόπους το ενίσχυσε. Αμφότερες οι πλευρές, το Κρεμλίνο και ο ρωσικός λαός, έμειναν σε μεγάλο βαθμό έξω η μια από τις υποθέσεις της άλλης.

Το ρωσικό κοινό δεν ενέκρινε ούτε αποδοκίμαζε τόσο τις κυβερνητικές πολιτικές όσο διαβιούσε χωριστά από αυτές. Ο ρόλος του ατόμου δεν ήταν να επηρεάζει την συμπεριφορά του κράτους αλλά να προστατεύεται από τις συνέπειές της. Αντί να αντιστέκονται ενεργά, λοιπόν, οι περισσότεροι Ρώσοι που αντιτάχθηκαν στον Πούτιν επιδίωξαν να αποστασιοποιηθούν από την εξουσία του, έστω και μόνο σε συναισθηματικό ή ψυχολογικό επίπεδο, αυτό που ορισμένοι κοινωνιολόγοι που μελετούν την Ρωσία έχουν αποκαλέσει «εσωτερική μετανάστευση» (internal emigration). Κάποιος παραμένει στην ρωσική πολιτεία σωματικά, αλλά όχι πνευματικά.

Αυτή έχει γίνει η καθοριστική μέθοδος διαμαρτυρίας στην Ρωσία, εξήγησε η Ekaterina Schulmann, Ρωσίδα πολιτικός επιστήμονας. «Στην Αμερική, οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους με αφίσες», είπε. «Στην Γαλλία, τους αρέσει να απεργούν. Ενώ στην Ρωσία, οι μέθοδοι είναι αυτές που χρησιμοποιούν οι αδύναμοι και οι στερημένοι: αποφυγή, σαμποτάζ, μίμηση, υποκρισία και, όταν είναι απαραίτητο, διαφυγή, ακόμη και αυτοτραυματισμός». Λίγο μετά την εισβολή, η ίδια η Schulmann εγκατέλειψε την Ρωσία, αποδεχόμενη μια υποτροφία στο Ίδρυμα Robert Bosch στο Βερολίνο. Δύο ημέρες μετά την άφιξή της, η ρωσική κυβέρνηση την κήρυξε «ξένο πράκτορα», ένας χαρακτηρισμός που αποσκοπούσε στο να καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη την εργασία της.

Ο Greg Yudin, ένας Ρώσος κοινωνιολόγος και πολιτικός φιλόσοφος, χαρακτήρισε την επικρατούσα στάση ως κατανοητή, ή τουλάχιστον αναπόφευκτη, δεδομένου του πόσο βαθιά έχουν εσωτερικεύσει πολλοί άνθρωποι την πολιτική τους αδυναμία. «Αν παρατηρήσεις ότι έχει αρχίσει να βρέχει έξω, θα ήταν ανόητο να καθίσεις και να δημιουργήσεις ένα σχέδιο για το πώς θα σταματήσεις την βροχή», μου είπε. «Καλύτερα να σκεφτείς πώς να μην βραχείς». Έχει εντοπίσει τρία στρατόπεδα στην ρωσική κοινωνία, τα οποία αποκαλεί «ριζοσπάστες», «διαφωνούντες», και «λαϊκούς» -δηλαδή τους φανατικούς που υποστηρίζουν με ενθουσιασμό τον πόλεμο, τους επικριτές που αντιτίθενται σθεναρά σε αυτόν, και την πλειοψηφία (περίπου το 60% κατά την εκτίμησή του) που προσπαθεί να αποφύγει το θέμα και δεν παίρνει θέση. Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, το Κρεμλίνο προσέφερε αρκετό ξεσηκωτικό φιλοπόλεμο περιεχόμενο για να κρατήσει τους ριζοσπάστες απασχολημένους, αλλά έδωσε επίσης την ευκαιρία στους λαϊκούς να κάνουν τα στραβά μάτια και να συνεχίσουν την ζωή τους.