Γιατί η ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να εξαρτάται από την Αμερική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να εξαρτάται από την Αμερική

Μην πιστεύετε τους ενθουσιασμούς -ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε λίγες αλλαγές

Τελικά, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μπορούν να επηρεάσουν την συμπεριφορά των κρατών-μελών μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Τα οικονομικά κίνητρα φτάνουν μόνο στον βαθμό που τα κράτη-μέλη δεν είναι πρόθυμα να ξεπεράσουν τα προστατευτικά τους ένστικτα και να κάνουν ένα πιο τολμηρό βήμα προς την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική συνεργασία. Ορισμένα [κράτη] έχουν κάνει την αλλαγή. Η Εσθονή πρωθυπουργός, Kaja Kallas, για παράδειγμα, πρότεινε ένα σχέδιο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προμηθευτούν από κοινού βλήματα πυροβολικού 155 χιλιοστών αξίας 4,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων [7] μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ειρήνης. Αυτό το νέο ταμείο βοήθειας για την ασφάλεια της ΕΕ έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την παροχή 3,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα μέλη της ΕΕ που στέλνουν στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, υποστήριξε [8] την εσθονική πρόταση στην Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια τον Φεβρουάριο, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ πρέπει να αναλάβει κοινή δράση, όπως έκανε κατά την διάρκεια της πανδημίας, όταν απέκτησε εμβόλια ως ένα ενιαίο μπλοκ. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σημαντικό βήμα, διότι αν η ΕΕ μπορεί να προμηθεύεται από κοινού πυρομαχικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να λάβει παρόμοια μέτρα για την από κοινού απόκτηση πυροβολικού ή για την ενίσχυση της παραγωγής αρμάτων μάχης Leopard. Συγκλονίζει το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει αρκετές παραγγελίες για νέα Leopard ώστε να αυξηθεί η παραγωγή, παρόλο που ο Ralf Ketzel, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας κατασκευής αρμάτων, KMW, με έδρα το Μόναχο, δήλωσε ότι έχει την δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγή. «Κανείς δεν μας έχει δώσει μέχρι στιγμής το σήμα», δήλωσε στο Μόναχο τον περασμένο μήνα.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΟΠΛΑ

Για να δεσμευτούν για κοινές εξαγορές, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της θα πρέπει να διαθέσουν τα κεφάλαια. Σε αυτό το σημείο η ενθάρρυνση της Ουάσινγκτον είναι κρίσιμη. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν αξίζει μεγάλο έπαινο για την δέσμευσή της με την Ευρώπη και την ηγετική της θέση ως απάντηση στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν πιέσει για σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αντίθετα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιδιώξει κυρίως πρωτοβουλίες που έχουν διευρύνει τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ήπειρο. Η Ουάσινγκτον αύξησε τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων που έχουν τοποθετηθεί στην Ευρώπη, προσθέτοντας δυνάμεις στην ανατολική πτέρυγα, δημιουργώντας μια βάση στην Πολωνία, και επεκτείνοντας την αμερικανική ναυτική παρουσία στην Ισπανία. Όλα αυτά τα βήματα ήταν λογικά και έγιναν δεκτά με ευγνωμοσύνη από τους Ευρωπαίους. Αλλά η βιωσιμότητα των αυξημένων στρατευμάτων που αναπτύσσονται στην Ευρώπη δεν είναι σαφής, ιδίως καθώς το Πεντάγωνο επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην Κίνα.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται πλέον όλο και περισσότερο να στερείται ιδεών για το πώς θα καταστήσει την Ευρώπη λιγότερο εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διχάζονται μεταξύ των αντιφατικών στόχων της διατήρησης της αναγκαιότητάς τους στην Ευρώπη και της μείωσης της εξάρτησης της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παγιδευμένη από αυτήν την σύγχυση, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει υποχωρήσει στην παραδοσιακή απαίτηση των ΗΠΑ να ξοδεύουν οι ευρωπαϊκές χώρες περισσότερα χρήματα για την άμυνα (αλλά να αγοράζουν αμερικανικούς εξοπλισμούς και όχι μέσω της ΕΕ). Τώρα που οι ευρωπαϊκές χώρες θα ξοδέψουν τελικά το ισοδύναμο του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, γίνεται λόγος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν για έναν νέο στόχο δαπανών του ΝΑΤΟ που θα είναι ενδεχομένως 3%. Αλλά αν οι δαπάνες παραμείνουν ασυντόνιστες, θα έχουν οριακό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή άμυνα. Ταυτόχρονα, ένας νέος, μη πρακτικός στόχος θα χρησιμεύσει μόνο ως πηγή έντασης και απογοήτευσης στο εσωτερικό της Συμμαχίας.

Ένας τρόπος για να βγούμε από αυτό το τέλμα θα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιστρέψουν την αντίθεσή τους στις πρωτοβουλίες αμυντικής ολοκλήρωσης της ΕΕ και να ενθαρρύνουν [9] περισσότερο την χρηματοδότηση τέτοιων προσπαθειών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να σταματήσουν να ασκούν πιέσεις για την πρόσβαση στα αμυντικά κονδύλια της ΕΕ και αντ' αυτού να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη, ιδίως στην βόρεια και ανατολική Ευρώπη, ώστε να πιέσουν τις χώρες αυτές να υποστηρίξουν την μεγαλύτερη χρηματοδότηση για τα προγράμματα προμηθειών της ΕΕ. Αν οι πρεσβείες των ΗΠΑ σε όλη την Ευρώπη χρησιμοποιούσαν την επιρροή τους για να πιέσουν για αυτές τις προσπάθειες αντί για τις πωλήσεις αμερικανικών όπλων, θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση.

Έχει καταστεί σαφές ότι οι αμερικανικές πωλήσεις όπλων στην Ευρώπη είχαν κόστος για την διατλαντική συμμαχία. Κάθε πώληση όπλων στην Ευρώπη αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική βάση στερώντας από μια ευρωπαϊκή εταιρεία την βασική της αγορά. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που μια ευρωπαϊκή χώρα αγοράζει ένα σύστημα αεράμυνας Patriot από την αμερικανική εταιρεία Raytheon αντί για ένα σύστημα SAMP/T από τον γαλλο-ιταλο-βρετανικό ανταγωνιστή της Raytheon, την MBDA˙ [αγοράζει] ένα F-16 της Lockheed Martin αντί για ένα Saab Gripen από την Σουηδία˙ ή ένα άρμα μάχης Abrams αντί για ένα βρετανικό Challenger, ένα γαλλικό Leclerc, ή ένα γερμανικό Leopard. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες θα υποστηρίξουν αναπόφευκτα την αγορά όπλων από αμερικανικές εταιρείες, όπως ακριβώς οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες υπερασπίζονται τους στρατιωτικούς εργολάβους των χωρών τους. Αλλά όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες μιλούν για την άμυνα στην Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι ακούνε. Το διπλωματικό όφελος για τις Ηνωμένες Πολιτείες από αυτές τις πωλήσεις είναι επίσης ελάχιστο, καθώς η Ουάσινγκτον βρίσκεται ήδη σε στρατιωτική συμμαχία με τις ευρωπαϊκές χώρες. Επομένως, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών θα πρέπει να εξετάσει τον αντίκτυπο των αμερικανικών πωλήσεων όπλων στην αμυντική βιομηχανική βάση της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, όταν σταθμίζει αν θα υποστηρίξει τέτοιες αγορές.