Γιατί η ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να εξαρτάται από την Αμερική | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η ευρωπαϊκή άμυνα εξακολουθεί να εξαρτάται από την Αμερική

Μην πιστεύετε τους ενθουσιασμούς -ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε λίγες αλλαγές

Το ΝΑΤΟ μπορεί να συντονίσει και να ενσωματώσει δυνάμεις, συγκεντρώνοντας μονάδες από τους στρατούς διαφορετικών χωρών και σχηματίζοντας έναν συνεκτικό οργανισμό που μπορεί να πολεμήσει αποτελεσματικά. Αλλά έχει αποδειχθεί ανίκανο να ενσωματώσει πάνω από 25 διαφορετικά ευρωπαϊκά Υπουργεία Άμυνας και διευθύνσεις εξοπλισμών. Και η τάση του ΝΑΤΟ να υπερασπίζεται την δική του δύναμη και ενότητα τείνει να συγκαλύπτει την εξαθλίωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Για το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λύση σε αυτά τα κενά δυνατοτήτων ήταν να καταστήσουν την ευρωπαϊκή άμυνα ουσιαστικά μια αμερικανική ευθύνη, απαιτώντας παράλληλα περισσότερες δαπάνες από τους Ευρωπαίους. Αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες τείνουν να μην δίνουν προτεραιότητα στις επενδύσεις σε συστήματα που θα μετρίαζαν την εξάρτησή τους από την Ουάσινγκτον. Για παράδειγμα, το Zeitenwende (σημείο καμπής) της Γερμανίας δεν οδήγησε σε ανακοινώσεις για νέα εναέρια τάνκερ. Αυτό παραμένει ένα καθήκον που αφήνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντ' αυτού, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δίνουν προτεραιότητα στις αγορές από εγχώριες επιχειρήσεις ή προμηθευτές τρίτων χωρών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να ενισχύσουν τους αμυντικούς δεσμούς με την Ουάσινγκτον.

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ;

Η βασική αποστολή του ΝΑΤΟ είναι να οργανώσει τους διάφορους στρατούς της συμμαχίας για να πολεμήσουν από κοινού. Το ΝΑΤΟ δεν προμηθεύεται όπλα, δεν καθορίζει τα επίπεδα των δαπανών, ούτε ζητά από τα Υπουργεία Άμυνας να συνεργάζονται περισσότερο. Σε αυτό, ωστόσο, μπορεί να βοηθήσει η ΕΕ. Η ΕΕ είναι απολύτως κατάλληλη για να ενσωματώσει, να συντονίσει, και να συμπληρώσει τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες -όπως ακριβώς έχει κάνει και σε άλλους ευρωπαϊκούς οικονομικούς τομείς. Η ΕΕ θα πρέπει να κατευθύνει και να ενθαρρύνει τις ευρωπαϊκές εξοπλιστικές προσπάθειες για να διασφαλίσει ότι οι χώρες προμηθεύονται διαλειτουργικά συστήματα και δεν σνομπάρουν τις ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες υπέρ των προμηθευτών τρίτων χωρών σε όλους τους τομείς.

Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν το έχει καταφέρει. Έχοντας στείλει τεράστιες ποσότητες εξοπλισμού στην Ουκρανία, τα μέλη της ΕΕ που έχουν ξεκινήσει τις αμυντικές δαπάνες αναζητούν τώρα δικαιολογημένα γρήγορες λύσεις, θεωρώντας ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν από τους Ευρωπαίους παραγωγούς να ολοκληρώσουν τα σχέδια για τα νέα συστήματα και να αυξήσουν την παραγωγή. Αντ' αυτού, οι ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν να ανανεώσουν γρήγορα τα οπλοστάσιά τους και να αντικαταστήσουν τον εξοπλισμό που στάλθηκε στην Ουκρανία με συστήματα που μπορούν να αγοράσουν εύκολα από κατασκευαστές σε χώρες εκτός Ευρώπης. Η Πολωνία, για παράδειγμα, επέλεξε να παραγγείλει άρματα μάχης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Κορέα πέρυσι αντί να περιμένει το Main Ground Combat System, ένα σχέδιο που ξεκίνησαν η Γαλλία και η Γερμανία το 2012 και έχει ως στόχο να αντικαταστήσει τα κύρια ευρωπαϊκά άρματα μάχης που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία. Το πρόβλημα είναι ότι όταν μια χώρα προμηθεύεται ένα σημαντικό οπλικό σύστημα, αναλαμβάνει μια δέσμευση να αγοράσει και να συντηρήσει αυτό το άρμα ή το αεροσκάφος για δεκαετίες, μεταθέτοντας την επόμενη ευκαιρία αλλαγής προμηθευτή και εδραιώνοντας τον ευρωπαϊκό κατακερματισμό.

Η Ευρώπη χρειάζεται επομένως ένα σχέδιο τόσο για την αύξηση της αμυντικής [6] εναρμόνισης όσο και για την εκκίνηση της δικής της αμυντικής βιομηχανικής βάσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να δαπανήσει 530 εκατομμύρια δολάρια κατά τα επόμενα δύο χρόνια για να δώσει κίνητρα στις χώρες να αγοράσουν το ίδιο πακέτο εξοπλισμών. Αν το κάνουν, και αν αγοράσουν από Ευρωπαίους προμηθευτές, η ΕΕ θα αντισταθμίσει μέρος του κόστους της συνεργασίας. Αυτό αποτελεί συνέχεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας που δημιούργησε πρόσφατα η ΕΕ, το οποίο δίνει κίνητρα στα κράτη-μέλη να συνεργαστούν στην αμυντική έρευνα και ανάπτυξη.

Αλλά με τον τρέχοντα προϋπολογισμό του, το νέο αυτό πρόγραμμα δεν πρόκειται να αλλάξει την συμπεριφορά των κρατών-μελών. Η Επιτροπή έχει παρουσιάσει αυτό το ταμείο προμηθειών ως ένα πιλοτικό πρόγραμμα για να θέσει τις βάσεις για ένα ευρύτερο, πιο φιλόδοξο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Επενδύσεων στην Άμυνα, το οποίο πιθανότατα θα περιλαμβάνει μεγαλύτερο προϋπολογισμό και πρόσθετα μέτρα, όπως φορολογικές απαλλαγές για κοινά προγράμματα προμηθειών. Αλλά ένα μικρό πιλοτικό πρόγραμμα δύσκολα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της παρούσας στιγμής. Το πρόβλημα είναι ότι ο τρέχων επταετής προϋπολογισμός της ΕΕ καθορίστηκε πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αφήνοντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με λίγα κεφάλαια από τα οποία μπορεί να αντλήσει. Σε μια επερχόμενη αναθεώρηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να διαθέσουν περισσότερους πόρους για την άμυνα, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει μεγάλη δυναμική για μια μαζική εισροή κεφαλαίων. Η ΕΕ δανείστηκε 800 δισεκατομμύρια δολάρια για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, αλλά δεν έχει κάνει το ίδιο για την αντιμετώπιση του πολέμου. Αντί να πιέσουν την ΕΕ να αυξήσει τον προϋπολογισμό και να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να συνεργαστούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ασκούν παρασκηνιακές πιέσεις για να διασφαλίσουν ότι οι αμερικανικές εταιρείες θα έχουν πρόσβαση στην χρηματοδότηση.

Συνεπώς, αντί ο πόλεμος να λειτουργήσει ως μετασχηματιστική στιγμή, οι ευρωπαϊκές χώρες εντείνουν την εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αποτυγχάνουν να συντονιστούν. Η ΕΕ έχει έξυπνες ιδέες, αλλά δεν εξασφαλίζει την χρηματοδότηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απολαμβάνουν την λάμψη της κατάδειξης της αναγκαιότητάς τους, ενώ υπονομεύουν διακριτικά τις κοινές ευρωπαϊκές προσπάθειες που μπορεί να σημαίνουν λιγότερα κέρδη για τις αμερικανικές αμυντικές εταιρείες. Και το ΝΑΤΟ είναι απασχολημένο με την δημιουργία της ψευδαίσθησης της ισχύος θέτοντας ανέφικτους στόχους, όπως μια έτοιμη δύναμη 300.000 μελών, όταν σχεδόν κανένα από τα τανκς της Ευρώπης δεν φαίνεται να λειτουργεί.