Πώς να προετοιμαστούμε για ειρηνευτικές συνομιλίες στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να προετοιμαστούμε για ειρηνευτικές συνομιλίες στην Ουκρανία

Ο τερματισμός ενός πολέμου απαιτεί σκέψη εκ των προτέρων

Καθώς η Ουάσινγκτον και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη διαμορφώνουν πιο ενιαίες θέσεις, οι προ-διαπραγματεύσεις που αποσκοπούν στο να φέρουν την Ρωσία και την Ουκρανία σε απευθείας συνομιλίες μπορούν να λάβουν μεγαλύτερη προσοχή. Το εγχείρημα θα είναι να πειστούν και οι δύο πλευρές ότι η διπλωματία μπορεί να υποστηρίξει και μάλιστα να προωθήσει τα συμφέροντά τους. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να τονίσουν στους Ρώσους και στους Ουκρανούς ομολόγους τους (και σε άλλους που θα μπορούσαν να είναι σε θέση να τους επηρεάσουν) ότι ένα θετικό στρατιωτικό αποτέλεσμα θα είναι χρονοβόρο, δαπανηρό, και αβέβαιο, και ότι η διπλωματία ίσως να είναι ένας πιο ασφαλής δρόμος για να πάρουν αυτό που θέλουν. Ο στόχος θα πρέπει να είναι να επικεντρωθούν και οι δύο πλευρές στην τιμωρητική πραγματικότητα της περαιτέρω μάχης και στις ευκαιρίες των διαπραγματεύσεων και να αναπτύξουν μια κοινή αντίληψη της κατάστασης.

Ένας πρακτικός τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να διεξαχθούν οι λεγόμενες συνομιλίες εκ του σύνεγγυς (proximity talks), οι οποίες φέρνουν και τα δύο μέρη στην ίδια πόλη και επιτρέπουν σε τρίτους μεσάζοντες να πηγαινοέρχονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις τους, προετοιμάζοντας ιδέες, και προωθώντας τις άμεσες επαφές. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν, όπως συμβαίνει τώρα, εσωτερικές πολιτικές εκτιμήσεις δυσχεραίνουν την απευθείας συνομιλία των εμπόλεμων μερών. Για αρχή, ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη που κρίνονται αποδεκτά από την Ρωσία και την Ουκρανία θα μπορούσαν να συναντηθούν μεμονωμένα με τους ηγέτες των δύο χωρών (ή τους έμπιστους εκπροσώπους τους) για να διερευνήσουν αθόρυβα ιδέες, στόχους, δυνατότητες, και στάσεις, εντοπίζοντας τελικά περιοχές αλληλεπικάλυψης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την βάση των συμφωνιών. Αυτές οι συνομιλίες θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη για μελλοντικές απευθείας διαπραγματεύσεις, να διευθετούν υλικοτεχνικά ζητήματα, όπως ο χρόνος και ο τόπος των συναντήσεων, και να καθορίζουν ποιοι εκτός από τα αντιμαχόμενα μέρη θα συμμετάσχουν.

Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πιο επίσημες συνομιλίες πρόσωπο με πρόσωπο, επίσης με την διαμεσολάβηση τρίτων. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ θα μπορούσε να συμβάλει στην διευκόλυνση αυτής της διαδικασίας διορίζοντας έναν ειδικό αντιπρόσωπο που θα ενθαρρύνει τα μέρη και θα τα καθοδηγεί προς τις απευθείας διαπραγματεύσεις με την βοήθεια της Κίνας, της Ινδίας, της Τουρκίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, και άλλων χωρών που θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια συμφωνία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) θα μπορούσαν επίσης να καθοδηγήσουν τα μέρη προς τις ενώπιος ενωπίω συνομιλίες.

Η έναρξη της διαδικασίας της προ-διαπραγμάτευσης σε ένα ανεπίσημο περιβάλλον μπορεί να βοηθήσει να ξεκινήσει η διαδικασία, γι' αυτό και οι συνομιλίες εκ του σύνεγγυς αποτελούν συχνά ένα χρήσιμο εργαλείο. Αλλά η υπερβολική ανεπίσημη διαδικασία μπορεί να περιπλέξει άσκοπα τα πράγματα: ανοίγει την πόρτα σε περισσότερα τρίτα μέρη, δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για παρεμβάσεις τρίτων, ενδεχομένως παρατείνει τις διαπραγματεύσεις, και αυξάνει την πιθανότητα παρεξηγήσεων. Ακόμη και αν οι συζητήσεις γίνονται σε κοινή γλώσσα, οι πολλαπλές σημασίες των λέξεων και οι ασάφειες στην σύνταξη μπορούν να εμποδίσουν την πρόοδο και να φυτέψουν νάρκες που αργότερα θα ανατινάξουν μια συμφωνία. Από την άλλη πλευρά, η χρήση πολλαπλών γλωσσών προκειμένου να εξυπηρετηθούν περισσότερα μέρη δημιουργεί τις δικές της δυσκολίες.

Το κατά πόσον οι πλευρές είναι πρόθυμες να περάσουν από τις προ-διαπραγματεύσεις στις διαπραγματεύσεις θα εξαρτηθεί εν μέρει από τα γεγονότα στο πεδίο της μάχης και τις αντιλήψεις για το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Θα εξαρτηθεί επίσης από τα συμφέροντα, την διεθνή θέση, και τις πιέσεις που δημιουργούνται από τα πάντα, από τις κυρώσεις μέχρι τις αλλαγές στην κοινή γνώμη και το ηθικό. Όμως, οι τρίτοι διαπραγματευτές μπορούν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στην διατήρηση της ειρηνευτικής διαδικασίας σε καλό δρόμο, παρέχοντας θετική διαβεβαίωση και προσφέροντας καινοτόμες ιδέες για το πώς θα ξεπεραστούν οι διαφορές.

ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΟΜΜΑΤΙ

Μόλις τα μέρη συμφωνήσουν σε μια διαδικασία για άμεσες διαπραγματεύσεις, τότε αρχίζει το δύσκολο μέρος. Η εμπιστευτικότητα συνήθως συνιστάται για ενώπιος ενωπίω συνομιλίες, αλλά είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Ακόμη και αν οι διαμεσολαβητές έχουν καταφέρει να περιορίσουν την πρόσβαση του Τύπου και του κοινού κατά την διάρκεια των προ-διαπραγματεύσεων, πιθανότατα θα δυσκολευτούν να το κάνουν αυτό κατά την διάρκεια των απευθείας διαπραγματεύσεων.

Η ειρήνη μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας θα πρέπει, φυσικά, να είναι ο κύριος στόχος αυτών των συνομιλιών. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους θα θέλουν επίσης να διασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε ειρηνευτική ρύθμιση θα καταστήσει την περιοχή πιο ασφαλή και θα συμβάλει στην σταθεροποίηση της διμερούς σχέσης ΗΠΑ-Ρωσίας, ιδίως στον πυρηνικό τομέα.

Ένα θέμα που είναι βέβαιο ότι θα είναι αμφιλεγόμενο και συνεπώς θα απαιτήσει προσεκτικό χειρισμό είναι ο ρόλος της οικονομίας της Ουκρανίας στην Ευρώπη. Ορισμένοι έχουν προτείνει ότι η Ουκρανία είναι σε θέση να αποτελέσει μια γέφυρα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης της Ρωσίας. Ο σχεδιασμός ενός τέτοιου οικονομικού διακανονισμού θα αποτελέσει πρόκληση, παρόλο που η ουκρανική βιομηχανία και γεωργία έπαιζαν κάποτε σημαντικό ρόλο στην σοβιετική οικονομία. Η Ουκρανία θα χρειαστεί επίσης ένα πλαίσιο για την ανοικοδόμηση [2] μετά τον πόλεμο, την αποκατάσταση του πληθυσμού της, την καταπολέμηση της διαφθοράς, και την εξασφάλιση ισότιμου καθεστώτος για τις δύο κύριες γλώσσες της -τα ουκρανικά και τα ρωσικά. Το Κεμπέκ, με όλες τις δοκιμασίες του, μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο μοντέλο.