Το ισοζύγιο της ήπιας ισχύος | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ισοζύγιο της ήπιας ισχύος

Οι αμερικανικές και κινεζικές προσπάθειες για να κερδίσουν τις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων*
Περίληψη: 

Ενώ η Ουάσιγκτον τοποθετεί τις δημοκρατικές αξίες και τα ιδανικά στην καρδιά της προώθησης της ήπιας ισχύος, η Κίνα εστιάζει περισσότερο σε πρακτικά ζητήματα, επιδιώκοντας να συγχωνεύσει τα πολιτιστικά και εμπορικά της δέλεαρ. Αυτή η προσέγγιση έχει αποφέρει περιορισμένες αποδόσεις στην Δύση, αλλά έχει απήχηση στον «παγκόσμιο Νότο».

Η MARIA REPNIKOVA είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας στο Georgia State University και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Chinese Soft Power [1].

Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, λίγες έννοιες έχουν διαμορφώσει πιο βαθιά τις συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από όσο η ιδέα της «ήπιας ισχύος». Ο όρος επινοήθηκε από τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Joseph Nye στο βιβλίο του, Bound to Lead, το 1990, στο οποίο τον όρισε ως «να κάνεις τους άλλους να θέλουν αυτό που θέλεις εσύ». Αλλά ο Nye δεν προσπαθούσε απλώς να φωτίσει ένα στοιχείο εθνικής ισχύος. Απωθούσε επίσης τα επιχειρήματα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν μια επικείμενη παρακμή. Αντίθετα, ο Nye υποστήριξε ότι παράλληλα με την στρατιωτική τους ικανότητα και την οικονομική τους δύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες απολάμβαναν ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι οποιουδήποτε πιθανού αντιπάλου χάρη στην άφθονη ήπια ισχύ τους, η οποία βασιζόταν σε «άυλους πόρους: πολιτισμό, ιδεολογία, [και] την ικανότητα χρησιμοποιούν διεθνείς θεσμούς για να καθορίζουν το πλαίσιο της συζήτησης».

13042023-2.jpg

Brian Stauffer
----------------------------------------------------------------

Η ιδέα της ήπιας ισχύος απέκτησε ελκυστικότητα την δεκαετία του 1990, αλλά δοκιμάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τα χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001. Μετά τον καταστροφικό πόλεμο των ΗΠΑ στο Ιράκ και την απότομη άνοδο του αντιαμερικανικού αισθήματος στη Μέση Ανατολή και πέρα από αυτήν, ο Nye επέμεινε ότι η ήπια ισχύς δεν ήταν απλώς συμπληρωματική της σκληρής ισχύος, αλλά αναπόσπαστη από αυτήν. «Όταν μειώνουμε την σημασία της ελκυστικότητάς μας σε άλλες χώρες, πληρώνουμε το τίμημα», υποστήριξε στο βιβλίο του το 2004 [2], υπό τον τίτλο Soft Power, προτρέποντας μια πιο σκόπιμη ανάπτυξη της δημόσιας διπλωματίας. Τέτοια επιχειρήματα είχαν μικρή επιρροή στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, αλλά αργότερα έγιναν δεκτά από την κυβέρνηση Ομπάμα˙ το 2013, ένα άρθρο [3] σε αυτές τις σελίδες περιέγραφε την πρώτη κορυφαία διπλωμάτη του Ομπάμα, την Χίλαρι Κλίντον, ως «την υπουργό Εξωτερικών της ήπιας ισχύος». Το εκκρεμές της ήπιας ισχύος ταλαντεύτηκε ξανά κάτω από την πιο φιλοπόλεμη και λιγότερο διεθνιστική διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και για άλλη μια φορά όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, δεσμευόμενος να αποκαταστήσει το ηθικό ανάστημα της χώρας και να «ηγηθούμε όχι μόνο με το παράδειγμα της δύναμής μας, αλλά με την δύναμη του παραδείγματός μας».

Εν μέσω αυτών των ταλαντεύσεων στην πολιτική τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η έννοια της ήπιας ισχύος μόνο αύξησε την σημαντικότητά της, έχοντας γίνει δημοφιλής από μια λεγεώνα ειδικών που την χρησιμοποίησαν ως συντομογραφία για να περιγράψουν τα πολιτιστικά περιγράμματα της Pax Americana. «Η ήπια ισχύς της Αμερικής δεν είναι μόνο ποπ και σλοκ [στμ: schlock, τα φθηνά προϊόντα και αναγνώσματα]˙ η πολιτιστική της επιρροή είναι τόσο υψηλή όσο και χαμηλή», έγραψε ο Γερμανός σχολιαστής Josef Joffe σε μια χαρακτηριστική επίκληση της ιδέας το 2006. «Είναι grunge και Google, Madonna και MoMA, Hollywood και Harvard».

Η ρευστότητα της έννοιας και η ιδέα ότι η ήπια ισχύς έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια βοήθεια στην πορεία τους προς την ηγεμονία [4] έχουν επίσης κάνει την ιδέα δελεαστική σε στοχαστές και ηγέτες σε πολλές άλλες χώρες και περιοχές. Και μεταξύ των τόπων όπου η έννοια της ήπιας ισχύος έχει υιοθετηθεί με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό είναι η Κίνα. Ξεκινώντας περίπου το 2007, υπό την ηγεσία του τότε προέδρου Χου Τζιντάο, κορυφαίοι Κινέζοι αξιωματούχοι άρχισαν να ενσωματώνουν την ήπια ισχύ στις ομιλίες και τις δημοσιεύσεις τους. Εκείνο το έτος, στο 17ο Εθνικό Συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Χου προέτρεψε τα στελέχη του κόμματος «να τονώσουν την πολιτιστική δημιουργικότητα ολόκληρου του έθνους και να ενισχύσουν τον πολιτισμό ως μέρος της ήπιας ισχύος της χώρας μας». Στα χρόνια που πέρασαν, οι Κινέζοι μελετητές έχουν δημιουργήσει ένα πλούσιο σύνολο κειμένων για το θέμα, και το ΚΚΚ έχει κάνει τεράστιες επενδύσεις στην δημόσια διπλωματία, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας επέκτασης των κρατικών μέσων ενημέρωσης και των πολιτιστικών και γλωσσικών κέντρων που είναι γνωστά ως Ινστιτούτα και Αίθουσες Διδασκαλίας Κομφούκιου, τα οποία έχει ιδρύσει σε 162 χώρες. Εν τω μεταξύ, το κόμμα προσπάθησε να διεθνοποιήσει το κινεζικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στρατολογώντας ξένους φοιτητές και μελετητές.

Όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ήπια ισχύς αντιμετωπίζεται ως μια ελπιδοφόρα ιδέα στην Κίνα: ένα σημαντικό πρόσθετο στην άνοδο της χώρας, ειδικά στην οικονομική της επέκταση. Στην πραγματικότητα, οι Κινέζοι εμπειρογνώμονες και αξιωματούχοι ενστερνίζονται τώρα την ήπια ισχύ με περισσότερη αίσθηση του επείγοντος από τους Αμερικανούς ομολόγους τους. Υπάρχει μια εγγενής κατανόηση ότι η θέση της Κίνας στο διεθνές σύστημα είναι περιορισμένη και επισκιασμένη από την Δύση [5] και ότι για να ανταγωνιστεί πραγματικά τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα χρειάζεται περισσότερη αναγνώριση και περισσότερη επιρροή στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Η εξωτερική νομιμοποίηση και ο σεβασμός, για το κινεζικό κόμμα-κράτος, συνδέεται επίσης με την εσωτερική του νομιμοποίηση. Η κινεζική αντίληψη της ήπιας ισχύος συνδέεται με ιδέες «πολιτιστικής εμπιστοσύνης» και «πολιτιστικής ασφάλειας» που έχει προωθήσει ο πρόεδρος Xi Jinping [6], όροι που δηλώνουν κοινωνική συνοχή γύρω από, και περηφάνια για, την κινεζική κουλτούρα, τις αξίες, και την ιστορία.