Η εποχή του πληθωρισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του πληθωρισμού

Εύκολα χρήματα, δύσκολες επιλογές*

Αμέσως μετά την οικονομική επιβράδυνση που προκλήθηκε από την πανδημία, η κρίση πληθωρισμού των τελευταίων δύο ετών φαινόταν να αιφνιδιάζει μεγάλο μέρος του κόσμου. Μετά από τρεις δεκαετίες κατά τις οποίες οι τιμές αυξάνονταν αργά στις προηγμένες οικονομίες του κόσμου, ξαφνικά το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η ευρωζώνη αντιμετώπισαν σχεδόν διψήφιο πληθωρισμό. Οι τιμές σε πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν αυξηθεί ακόμη πιο γρήγορα, για παράδειγμα, με τον πληθωρισμό να ξεπερνά το 80% στην Τουρκία και να πλησιάζει το 100% στην Αργεντινή.

21042023-1.jpg

Πλοία εμπορευματοκιβωτίων κοντά στο λιμάνι του Λος Άντζελες, τον Σεπτέμβριο του 2021. Mario Tama / Getty Images
-------------------------------------------------------

Είναι αλήθεια ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός της δεκαετίας του 2020 δεν ανταγωνίζεται ακόμη τις χειρότερες πληθωριστικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Στην δεκαετία του 1970, οι ετήσιες αυξήσεις τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν πάνω από το 6% για δέκα χρόνια, φτάνοντας το 14% το 1980. Ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο κορυφώθηκε σε πάνω από 20%. Για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, οι αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν ακόμη χειρότερες: περισσότερες από 40 τέτοιες χώρες είχαν ρυθμούς πληθωρισμού άνω του 40%, με ορισμένες να αγγίζουν το 1.000% ή και περισσότερο. Ωστόσο, το 2021 και το 2022, η παγκόσμια οικονομία κινήθηκε σε μια βαθιά ανησυχητική κατεύθυνση, καθώς οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανακάλυψαν καθυστερημένα ότι αντιμετώπιζαν ραγδαίες αυξήσεις τιμών εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία και άλλων μεγάλης κλίμακας σοκ.

Στους ψηφοφόρους δεν αρέσει ο πληθωρισμός ή η ύφεση. Σε μια δημοσκόπηση του Pew Research Center τον Αύγουστο του 2022, περισσότεροι από τρεις στους τέσσερις Αμερικανούς που συμμετείχαν στην έρευνα –το 77%- δήλωσαν ότι η οικονομία ήταν το νούμερο ένα εκλογικό τους ζήτημα. Ακόμη και τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν οι τιμές στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σταθεροποιηθεί κάπως, μια δημοσκόπηση με επικεφαλής το Marist College διαπίστωσε ότι ο πληθωρισμός συνέχιζε να είναι το κύριο ζήτημα των ψηφοφόρων, πάνω από τις αμβλώσεις και την υγειονομική περίθαλψη. Όπως συμβαίνει με πολλές εκλογές, οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 μπορεί τελικά να εξαρτήθηκαν από μη οικονομικά ζητήματα. Ωστόσο, η κατάσταση της οικονομίας έχει σημαντική προγνωστική δύναμη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, και οι πολιτικοί το γνωρίζουν.

Αν και μεγάλο μέρος της συζήτησης για τον νέο πληθωρισμό έχει επικεντρωθεί στην πολιτική και τα παγκόσμια γεγονότα, εξίσου κρίσιμο είναι το ζήτημα των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών και των δυνάμεων που τις διαμορφώνουν [αυτές τις πολιτικές]. Για χρόνια, πολλοί οικονομολόγοι υπέθεταν ότι ο πληθωρισμός είχε εξημερωθεί οριστικά, χάρη στην έλευση των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών. Ξεκινώντας από την δεκαετία του 1990, οι κεντρικοί τραπεζίτες σε πολλές χώρες άρχισαν να θέτουν στόχους για το επίπεδο του πληθωρισμού˙ ο στόχος 2% έγινε ξεκάθαρο μέρος της πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ το 2012.Πράγματι, όντες για τα καλά μέσα στην πανδημία της COVID-19, οι περισσότεροι θεωρούσαν απίθανη την επιστροφή στον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970. Φοβούμενες μια πανδημική ύφεση, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες αντιθέτως ασχολήθηκαν με την επανεκκίνηση των οικονομιών τους˙ υποτίμησαν τους πληθωριστικούς κινδύνους που δημιουργούσε ο συνδυασμός προγραμμάτων δαπανών μεγάλης κλίμακας με σταθερά εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Λίγοι οικονομολόγοι είδαν τους κινδύνους από τα τεράστια πακέτα τόνωσης που υπέγραψαν οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον Δεκέμβριο του 2020, και Τζο Μπάιντεν, τον Μάρτιο του 2021, τα οποία διοχέτευσαν τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία. Ούτε προέβλεψαν πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να λυθούν τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την πανδημία ή πόσο ευάλωτη θα ήταν η παγκόσμια οικονομία στον υψηλό πληθωρισμό σε περίπτωση μεγάλου γεωπολιτικού σοκ, όπως συνέβη όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Έχοντας περιμένει πολύ καιρό για να αυξήσουν τα επιτόκια καθώς συσσωρευόταν ο πληθωρισμός, οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να τον ελέγξουν χωρίς να στρέψουν τις οικονομίες τους, και μάλιστα την υφήλιο, σε βαθιά ύφεση.

Εκτός από τις συνέπειες της μυωπικής οικονομικής σκέψης, οι κεντρικές τράπεζες έχουν επίσης πληγεί από δραματικές πολιτικές και οικονομικές μεταβολές. Η δεκαετία του 2020 διαμορφώνεται ως η πιο δύσκολη εποχή για τις κεντρικές τράπεζες μετά την δεκαετία του 1970, όταν η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπιζε τόσο το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου όσο και την κατάρρευση του μεταπολεμικού συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς. Σήμερα, μεγάλης κλίμακας παγκόσμιες κρίσεις όπως ο πόλεμος, η πανδημία, και η ξηρασία φαίνεται να έρχονται η μια μετά την άλλη ή ακόμα και ταυτόχρονα. Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης που για μεγάλο μέρος των τελευταίων 20 ετών συνέβαλαν στην διατήρηση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης έχουν στραφεί σε αντίθετους ανέμους, τόσο επειδή η Κίνα γηράσκει γρήγορα όσο και λόγω των αυξανόμενων γεωπολιτικών τριβών μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών. Καμία από αυτές τις αλλαγές δεν είναι καλή για την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη, αλλά όλες συμβάλλουν σε υψηλότερο πληθωρισμό τώρα και στο μέλλον.

Από την φύση τους, οι κεντρικές τράπεζες δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τα σοκ προσφοράς (supply shocks). Στην περίπτωση ενός απλού σοκ ζήτησης (demand shock) —υπερβολική οικονομική κινητροδότηση, για παράδειγμα— οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα επιτόκια για να σταθεροποιήσουν τόσο την ανάπτυξη όσο και τον πληθωρισμό. Ωστόσο, με τα σοκ προσφοράς, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να σταθμίσουν τους δύσκολους συμβιβασμούς μεταξύ της μείωσης του πληθωρισμού και του κόστους για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους από την χαμηλότερη ανάπτυξη και την υψηλότερη ανεργία. Ακόμα κι αν οι κεντρικές τράπεζες είναι έτοιμες να αυξήσουν τα επιτόκια όπως απαιτείται για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, έχουν πολύ λιγότερη ανεξαρτησία από όση πριν από δύο δεκαετίες. Η οικονομική κρίση του 2008 αποδυνάμωσε την πολιτική νομιμοποίηση των κεντρικών τραπεζών υπονομεύοντας την ιδέα ότι οι πολιτικές τους τελικά λειτουργούν προς όφελος όλων. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους στην χειρότερη οικονομική ύφεση μετά τη Μεγάλη Ύφεση [στμ: του 1929]. Καθώς οι κεντρικές τράπεζες σήμερα σκέφτονται πόσο πολύ θα περιορίσουν την ζήτηση, πρέπει να εξετάσουν εάν είναι διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν να προκαλέσουν μια ακόμη βαθιά ύφεση. Εάν κατά την διάρκεια μιας ύφεσης το δίχτυ κοινωνικής ασφάλισης της κυβέρνησης είναι ανεπαρκές, δεν πρέπει η κεντρική τράπεζα να το λάβει αυτό υπόψη της; Όσοι απορρίπτουν τέτοιες ανησυχίες ως μη ούσες εντός της νομισματικής πολιτικής δεν έχουν διαβάσει τις ομιλίες των κεντρικών τραπεζιτών την τελευταία δεκαετία.

Εν μέσω μιας ατελείωτης σειράς σοκ προσφοράς, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται επίσης να αντιμετωπίζουν μια μακροπρόθεσμη αλλαγή που ούτε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ούτε οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν λάβει ακόμη υπόψη. Αν και πολλοί από τους άμεσους παράγοντες της έκτακτης ανόδου των τιμών το 2021 και το 2022 θα εξαλειφθούν τελικά, η εποχή του διαρκούς εξαιρετικά χαμηλού πληθωρισμού δεν θα επανέλθει σύντομα. Αντίθετα, χάρη σε ένα πλήθος παραγόντων, όπως η απο-παγκοσμιοποίηση, οι αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις, και τα συνεχιζόμενα σοκ προσφοράς όπως η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, ο κόσμος μπορεί κάλλιστα να εισέρχεται σε μια εκτεταμένη περίοδο κατά την οποία ο αυξημένος και ασταθής πληθωρισμός είναι πιθανό να είναι επίμονος, όχι σε διψήφιο ποσοστό αλλά σημαντικά πάνω από το 2%. Οι περισσότεροι κεντρικοί τραπεζίτες επιμένουν ότι δεν μπορούν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος από το να επιτρέψουν στον υψηλό πληθωρισμό να παραμείνει τόσο πολύ ώστε να αρχίσει να ωθεί τις προσδοκίες για μακροπρόθεσμο πληθωρισμό σε οποιοδήποτε αξιοσημείωτο ύψος, και είναι μάλλον δίκαιο να πούμε ότι η πλειοψηφία των οικονομολόγων της Wall Street πείθεται από αυτό το επιχείρημα. Μπορεί, όμως, να βρεθούν αντιμέτωποι με πιο οδυνηρές επιλογές την επόμενη δεκαετία, και σίγουρα στο άμεσο μέλλον. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις μιας βαθιάς ύφεσης που προκλήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες -ερχόμενη μετά τις δύο χειρότερες υφέσεις μετά τη Μεγάλη Ύφεση (2008 και 2020)- είναι έντονες.

ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΑΛΛΟΥ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ

Από τότε που ο μηνιαίος πληθωρισμός των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνεται απότομα την άνοιξη του 2021, η Ουάσιγκτον διχάστηκε μεταξύ εκείνων που αποδίδουν την ευθύνη στις υπερβολικές δαπάνες της κυβέρνησης Μπάιντεν για την τόνωση (stimulus) της οικονομίας και εκείνων που υποστηρίζουν ότι προκλήθηκε κυρίως από παγκόσμιους παράγοντες πέραν του ελέγχου της Ουάσιγκτον. Κανένα επιχείρημα δεν είναι τρομερά πειστικό. Η άποψη περί την τόνωση είναι ξεκάθαρα υπερβολική: χώρες σε όλο τον κόσμο σήμερα βιώνουν υψηλό πληθωρισμό, παρά τις τεράστιες διαφορές στον βαθμό στον οποίο τόνωσαν τις οικονομίες τους. Αν και τα πακέτα κινήτρων τους ήταν σημαντικά μικρότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ευρωζώνη είχαν ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία να είναι απλά ελαφρώς χαμηλότερα. Ορισμένοι έχουν επίσης επισημάνει τον περιορισμό στους αγωγούς ορυκτών καυσίμων και την εξερεύνηση [για ορυκτά καύσιμα] από την κυβέρνηση Μπάιντεν ως παράγοντα που συμβάλλει στον πληθωρισμό, αν και οι κύριες επιπτώσεις στην παραγωγή και την προμήθεια [καυσίμων] βρίσκονται πιθανώς στο μέλλον.

Ωστόσο, το να αποδίδεις την ευθύνη για τον πληθωρισμό κυρίως στον πόλεμο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία, στον πόλεμο του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, κατά της COVID-19, ή στις καταστροφές της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την πανδημία είναι επίσης λάθος. Πρώτον, οι τιμές αυξάνονταν ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2021, πολύ πριν ο Πούτιν εισβάλει στην Ουκρανία. Και ο πληθωρισμός αρχικά εκδηλώθηκε σε διάφορες χώρες με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Σε μεγάλο μέρος του κόσμου, το υψηλότερο κόστος τροφίμων και ενέργειας ήταν οι κύριοι παράγοντες, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πιο έντονες αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν στα ενοίκια, τα οχήματα, τα ρούχα, και την αναψυχή. Σε αυτό το σημείο, οι επιπτώσεις δεύτερου και τρίτου κύκλου λειτουργούν στην οικονομία και οι αυξήσεις των τιμών εκπέμπονται ακόμη ευρύτερα σε πολλούς τομείς.

Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο πραγματικός ένοχος ήταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία δεν άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια παρά τον Μάρτιο του 2022, οπότε ο πληθωρισμός ανέβαινε απότομα επί έναν χρόνο. Αυτή η καθυστέρηση ήταν ένα τεράστιο λάθος, αν και πιο εύκολα φαίνεται ως τέτοιο εκ των υστέρων, γνωρίζοντας πια ότι οι χειρότερες επιπτώσεις της πανδημίας θα μπορούσαν να είχαν τεθεί γρήγορα υπό έλεγχο. Και η ρίζα του λάθους δεν έγκειται μόνο στην Fed και στο προσωπικό της, αλλά και σε μια ευρεία συναίνεση στους κύκλους της οικονομίας, η οποία είχε καταστεί πολύ συνδεδεμένη με την άποψη ότι, τις περισσότερες φορές, είναι πολύ καλύτερο να έχουμε πάρα πολλά μακροοικονομικά κίνητρα (stimulus) —υψηλά ελλείμματα, πολύ χαμηλά επιτόκια— παρά πολύ λίγα.

Σχεδόν κανείς δεν αμφισβήτησε τα τεράστια προγράμματα δαπανών που εφαρμόστηκαν σε όλο τον κόσμο στα πρώτα στάδια της πανδημίας. Το νόημα του να έχεις τις κυβερνήσεις να διατηρούν δημοσιονομική ικανότητα έγκειται ακριβώς στο να έχουν τους πόρους για να λάβουν μέτρα μεγάλης κλίμακας για την προστασία των ευάλωτων [ανθρώπων] σε περίπτωση βαθιάς ύφεσης ή καταστροφής. Το θέμα είναι πότε να σταματήσουν. Αναπόφευκτα, οι δαπάνες τόνωσης είναι κάτι πολιτικό, και όσοι προωθούν μεγάλα πακέτα διάσωσης συχνά παρακινούνται επίσης από την ευκαιρία να επεκτείνουν κοινωνικά προγράμματα των οποίων η έγκριση στο Κογκρέσο μπορεί σε συνηθισμένες εποχές να είναι αδύνατη. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο τείνει να γίνεται πολύ λιγότερος λόγος για τη μείωση των κινήτρων μόλις τελειώσει μια κρίση.

Ως υποψήφιος, ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε ότι θα επεκτείνει τις κρατικές δαπάνες εάν εκλεγεί, εν μέρει με στόχο την διευκόλυνση της οικονομικής ανάκαμψης μετά την COVID αλλά κυρίως για να μοιραστεί τα οφέλη της ανάπτυξης πιο ισότιμα και να διαθέσει σημαντικούς πόρους για την εθνική απάντηση στην κλιματική αλλαγή. Ως απερχόμενος πρόεδρος, ο Τραμπ προσπάθησε να ματαιώσει τις φιλοδοξίες του νικητή αντιπάλου του περνώντας το δικό του πακέτο βοήθειας για την COVID-19 ύψους 900 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον Δεκέμβριο του 2020, παρόλο που η οικονομία είχε ήδη ανακάμψει έντονα. Μόλις τρεις μήνες αργότερα, αν και η οικονομία συνέχιζε να ανακάμπτει, οι Δημοκρατικοί υπό τον Μπάιντεν ψήφισαν ένα νέο πακέτο τόνωσης 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, με αρκετούς εξέχοντες οικονομολόγους, συμπεριλαμβανομένου του αρθρογράφου των New York Times και νομπελίστα, Πολ Κρούγκμαν, να τους επευφημούν. Ο Κρούγκμαν και άλλοι υποστήριξαν ότι το πακέτο θα ενίσχυε την ανάκαμψη και θα παρείχε ασφάλιση έναντι ενός άλλου κύματος της πανδημίας και ότι ενέχει ελάχιστους κινδύνους ανάφλεξης του πληθωρισμού.

ΑΣΕ ΤΟΥΣ ΝΑ ΞΟΔΕΥΟΥΝ

Ήδη στις αρχές του 2021, υπήρχαν λόγοι να αμφισβητηθεί η επικρατούσα σοφία σχετικά με την τόνωση [της οικονομίας από τον] Μπάιντεν. Πιο συγκεκριμένα, ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Λόρενς Σάμερς, άρχισε να προειδοποιεί ότι το νομοσχέδιο που εξεταζόταν θα μπορούσε να οδηγήσει σε πληθωρισμό. Αν και δεν είχε εμφανιστεί σοβαρός πληθωρισμός εδώ και δεκαετίες, ο Σάμερς είχε μια απλή και ακατανίκητη γνώση. Η έγχυση τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε μια οικονομία με σοβαρούς περιορισμούς [στην πλευρά της] προσφοράς και μόνο μέτρια έλλειψη ζήτησης, έπρεπε να είναι πληθωριστική. Εάν πάρα πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να αγοράσουν αυτοκίνητα ταυτόχρονα και έχουν τα μετρητά για να το κάνουν, οι τιμές των αυτοκινήτων θα αυξηθούν.

Ένα βασικό στοιχείο της λογικής του Summers ήταν ότι η υπερκατανάλωση που τροφοδοτείται από την τόνωση δεν θα ικανοποιείτο από ξένους προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Κανονικά, όταν οι Αμερικανοί καταναλωτές προχωρούν σε ξεφάντωμα δαπανών, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ παρέχει τουλάχιστον μερική διέξοδο από τις εσωτερικές πιέσεις τιμών: εάν η ζήτηση των ΗΠΑ υπερβεί την παραγωγή των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί μπορούν ακόμα να αγοράσουν από το εξωτερικό. Αλλά την άνοιξη του 2021, με την οικονομία των ΗΠΑ να βγαίνει από την πανδημία πιο γρήγορα από τις περισσότερες άλλες, και με τις παγκόσμιες γραμμές εφοδιασμού σε ακόμη μεγαλύτερη αταξία από τις εγχώριες γραμμές εφοδιασμού των ΗΠΑ, η διαθεσιμότητα ξένων αγαθών ήταν περιορισμένη. Αν και οι οικονομολόγοι διέφεραν ως προς τον ακριβή αριθμό, μια λογική εικασία είναι ότι η υπερβάλλουσα ζήτηση αντιπροσώπευε το ήμισυ της σωρευτικής αύξησης των τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες αμέσως μετά την πανδημία.

21042023-2.jpg

Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ, στην Ουάσιγκτον, τον Ιούλιο του 2022. Elizabeth Frantz / Reuters
-----------------------------------------------------------------

Αντιμέτωπη με αυτό το τεράστιο χάσμα μεταξύ ζήτησης και διαθέσιμης προσφοράς, η Fed θα μπορούσε να είχε παρέμβει και να αναλάβει δράση. Η Fed δεν μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση επιλέγει να διαθέσει κεφάλαια τόνωσης [της οικονομίας] ή να αναιρέσει τυχόν αναποτελεσματικότητα που μπορεί [αυτή η διάθεση κεφαλαίων] να συνεπάγεται. Ωστόσο, διαθέτει ένα ισχυρό μέσο για να αποτρέψει την υπερβολική ζήτηση από το να δημιουργήσει υψηλό πληθωρισμό, δηλαδή το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο, το οποίο ουσιαστικά ελέγχει. Αυξάνοντας τα επιτόκια, η Fed καθιστά πιο ακριβό τον δανεισμό χρημάτων, κάτι που με την σειρά του μειώνει την τιμή όλων των μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων, από τις μετοχές μέχρι τα έργα τέχνης. Το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι η αγορά στέγης, η οποία είναι μακράν το μεγαλύτερο συστατικό του προσωπικού πλούτου των περισσότερων Αμερικανών. Τα υψηλότερα επιτόκια στεγαστικών δανείων καθιστούν πιο ακριβή την αγορά κατοικιών, γεγονός που τελικά ωθεί προς τα κάτω τις αξίες των κατοικιών. Η επακόλουθη πτώση του πλούτου μειώνει την κατανάλωση. Γενικότερα, τα υψηλότερα επιτόκια αποθαρρύνουν τον δανεισμό και ενθαρρύνουν την αποταμίευση, μειώνοντας την ζήτηση των καταναλωτών. Τα υψηλότερα επιτόκια αναγκάζουν επίσης τις επιχειρήσεις να επαναξιολογούν τα μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδιά τους, μειώνοντας άμεσα και έμμεσα την ζήτηση για εργαζομένους.

Αλλά προτού αποφασίσει για μια σειρά αυξήσεων επιτοκίων, η Fed έπρεπε να είναι βέβαιη ότι ο υψηλός πληθωρισμός αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο. Παρά το τρομερό ανάστημα του Σάμερς, οι απόψεις του τον έκαναν περιθωριακό. Αν και λίγοι αξιοσέβαστοι οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένου του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Olivier Blanchard, συμφώνησαν με τις προειδοποιήσεις του, η Wall Street και οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί τις υποτιμούσαν. Σε τελική ανάλυση, ο πληθωρισμός δεν είχε ανέβει πάνω από το 4% για αρκετές δεκαετίες και πολλοί από τους προοδευτικούς που κυριάρχησαν στην οικονομική ομάδα του Μπάιντεν πίστευαν ότι οι επιπτώσεις της τόνωσής τους στον πληθωρισμό θα ήταν μικρές. Ποιο δικαίωμα είχε η Fed να απωθήσει την χαρακτηριστική πολιτική μιας κυβέρνησης που είχε αναλάβει τα καθήκοντά της υποσχόμενη να βοηθήσει τους απλούς Αμερικανούς και που είχε την υποστήριξη πολλών προοδευτικών οικονομολόγων; Εάν η Fed είχε αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια την άνοιξη του 2021 και είχε σημειωθεί ύφεση για οποιονδήποτε λόγο -όπως μια κακή πορεία στην πανδημία της COVID-19- η Fed θα είχε υποστεί έντονη κριτική και θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε θέσει σε κίνδυνο τη μελλοντική της ανεξαρτησία. Δεδομένων αυτών των συλλογισμών, δεν ήταν καθόλου περίεργο το γεγονός ότι η Fed δίσταζε να δράσει.

Ωστόσο, η Fed καθυστέρησε να λάβει μέτρα ακόμη και αφού κατέστη σαφές ότι ο πληθωρισμός αυξανόταν. Μέχρι το φθινόπωρο του 2021 -έξι μήνες μετά την τόνωση [της οικονομίας] από τον Μπάιντεν- η οικονομία θερμαινόταν γρήγορα, ωστόσο η Fed άφησε τα επιτόκια ανέπαφα. Είναι δύσκολο να μας ξεφύγει το γεγονός ότι η θητεία του Τζερόμ Πάουελ ως προέδρου της Fed επρόκειτο να λήξει στο τέλος του έτους και ο Μπάιντεν δεν είχε ακόμη ανακοινώσει τον επαναδιορισμό του. Αν ο Πάουελ είχε επιλέξει να ξεκινήσει έναν κύκλο αυξήσεων των επιτοκίων, είναι απολύτως δυνατόν, και πράγματι πιθανό, ο Μπάιντεν να τον είχε αντικαταστήσει με έναν άλλο πρόεδρο, ίσως τον Lael Brainard. Ένας αξιοσέβαστος οικονομολόγος και εξέχων πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών στην κυβέρνηση Ομπάμα, ο Μπρέιναρντ θεωρήθηκε από τις χρηματοπιστωτικές αγορές ως πιο ήπιος για τα επιτόκια, πιο πρόθυμος να ρισκάρει τον πληθωρισμό για να διατηρήσει την ανάπτυξη. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η Fed δίστασε να αυξήσει τα επιτόκια και ο Μπάιντεν τελικά διόρισε εκ νέου τον Πάουελ. Μόνο τότε, με τον Πάουελ άνετα στη νέα του θητεία, η Fed αύξησε τελικά τα επιτόκια την άνοιξη του 2022. Αν η κυβέρνηση ήθελε να αυξήσει η Fed τα επιτόκια πιο νωρίς, όπως υποστήριξαν κάποιοι αργότερα, η σωστή κίνηση θα ήταν να διορίσει εκ νέου τον Πάουελ το καλοκαίρι του 2021, δίνοντάς του σαφή εντολή να ενεργήσει όπως η Fed έκρινε κατάλληλα.

ΜΑΓΙΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Εν μέσω αυτών των πιέσεων από την Ουάσιγκτον, η Fed επηρεάστηκε επίσης από ένα ολοένα και πιο κυρίαρχο σκέλος της κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας που υποστήριζε ότι υπήρχε σημαντικό περιθώριο για πιο επιθετική χρήση μακροοικονομικών κινήτρων τόνωσης (stimulus). Πολύ πριν από την έναρξη της πανδημίας, πολλοί οικονομολόγοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν δυνατό να αυξηθούν σημαντικά οι κρατικές δαπάνες (ή/και να χαμηλώσουν οι φόροι) χωρίς να χρειάζεται να αυξηθούν τα επιτόκια και χωρίς να προκληθεί πληθωρισμός. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και χαμηλού πληθωρισμού, ορισμένοι πίστευαν ότι οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν ολόκληρη η αύξηση των δαπανών χρηματοδοτείτο με την «εκτύπωση χρήματος» -έχοντας την κεντρική τράπεζα να ρίχνει χρήματα στην οικονομία αγοράζοντας κρατικό χρέος. Η «μοντέρνα νομισματική θεωρία» είναι ίσως η πιο γνωστή εκδοχή αυτής της προσέγγισης, αν και οι πιο μετριοπαθείς εκδοχές είχαν ήδη γίνει κυρίαρχη τάση (mainstream).

Μια εξέχουσα ιδέα ήταν ότι το να λειτουργεί η οικονομία «καυτή», μέσω υψηλών κρατικών δαπανών και εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, θα μπορούσε να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη μείωση της ανισότητας. Καθώς οι χαμηλόμισθοι εργάτες θα έμπαιναν στο εργατικό δυναμικό, θα αποκτούσαν δεξιότητες που θα μεταφράζονταν σε υψηλότερες αποδοχές κατά την διάρκεια της ζωής τους. Μια ισχυρή προσωρινή τόνωση θα μπορούσε επομένως να οδηγήσει σε μόνιμα κέρδη, ή έτσι υπέθεταν πολλοί. Η υποστήριξη αυτής της προσέγγισης δεν περιορίστηκε στους αριστερούς πολιτικούς. Η οικονομική ομάδα του Τραμπ διαλαλούσε συχνά την επίδραση μιας ισχυρής, καθοδηγούμενης από φορολογικές περικοπές οικονομίας πάνω στα εισοδήματα των χαμηλόμισθων εργαζομένων και των μειονοτήτων.

Κατά το 2019, όταν η Fed συγκέντρωσε απόψεις πολιτικής από κορυφαίους ακαδημαϊκούς ως μέρος της αναθεώρησης του θεμελιώδους νομισματικού της πλαισίου, πολλοί οικονομολόγοι μελετούσαν το πώς να τονώσουν μια οικονομία πεισματικά ανθεκτική στον πληθωρισμό και τη νομισματική τόνωση, ακόμη και αφότου τα επιτόκια είχαν πάει στο μηδέν. Στον κύκλο των οικονομολόγων, υπήρχαν αυξανόμενες ανησυχίες για τον «χαμηλοπληθωρισμό» (“lowflation”) -πληθωρισμό πολύ κάτω από το 2%- ένας φόβος που έγινε ο κύριος λόγος για την αδράνεια της Fed δύο χρόνια αργότερα. Μαζί με πολλούς ακαδημαϊκούς οικονομολόγους, η Fed κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γρήγορες αυξήσεις των τιμών δεν αποτελούσαν πλέον σοβαρή ανησυχία, καθώς μπορούσε πάντα να αυξάνει τα επιτόκια για να τις καταπνίξει, ξεχνώντας την δυσκολία επιλογής της σωστής χρονικής στιγμής και τις πολιτικές προκλήσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν. Τον Αύγουστο του 2020, η Fed ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της αναθεώρησης της πολιτικής της, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα ενεργούσε πλέον προληπτικά για την καταπολέμηση του πληθωρισμού μόνο και μόνο επειδή οι αγορές εργασίας γίνονταν δύσκολες, αλλά θα περίμενε έως ότου η οικονομία δείξει σαφή σημάδια ότι ο πληθωρισμός όντως ριζώνει.

Παρά τις ανησυχίες της για τον χαμηλό πληθωρισμό, ωστόσο, η Fed απέτυχε να αγκαλιάσει μια καινοτομία που θα μπορούσε να βοηθήσει στην επακόλουθη κρίση: την πολιτική αρνητικών επιτοκίων. Δηλαδή, θα μπορούσε να είχε επιτρέψει στα πολύ βραχυπρόθεσμα επιτόκια να πέσουν κάτω από το μηδέν, προκειμένου να αυξήσει τις προσδοκίες για πληθωρισμό και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε μια αποπληθωριστική οικονομία. Ίσως να φαίνεται αντιφατικό ότι ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να βοηθήσει και στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Αλλά αν η Fed το 2021 είχε ένα τέτοιο «μπαζούκα» στο οπλοστάσιό της, για να παραφράσω τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Hank Paulson, θα μπορούσε να ήταν πιο προληπτική στην αύξηση των επιτοκίων, γνωρίζοντας ότι αν υπερέβαλε, θα μπορούσε να τα μειώσει όσο χρειαζόταν χωρίς να πέσει πάνω στο τρομακτικό «μηδενικό όριο».

Ομολογουμένως, για να είναι πλήρως αποτελεσματική η πολιτική αρνητικών επιτοκίων, θα πρέπει να εφαρμοστούν ορισμένες νομικές, θεσμικές, και φορολογικές αλλαγές, και η Fed θα χρειαζόταν την συνεργασία του Υπουργείου Οικονομικών και του Κογκρέσου. Η πιο σημαντική μεμονωμένη πρόκληση είναι το πώς να αποτραπεί τα αξιόλογα αρνητικά επιτόκια -ας πούμε -2% ή χαμηλότερα- να αναγκάσουν τους επενδυτές να στραφούν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα γραμμάτια του Δημοσίου στα χαρτονομίσματα, τα οποία έχουν μηδενικό επιτόκιο. Μέχρι στιγμής, ακόμη και η Ιαπωνία και η Ευρώπη, οι οποίες έχουν υποχωρήσει σε αρνητικά επιτόκια, έχουν αποφύγει αυτό το ζήτημα, αλλά υπάρχουν δύο λύσεις που θα αποτρέψουν το αρμπιτράζ στα χαρτονομίσματα. Το ένα περιλαμβάνει την θέσπιση μιας συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του χαρτονομίσματος και των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας (τα οποία είναι ψηφιακά) που υποτιμάται με την πάροδο του χρόνου για να αντισταθμίσει το γεγονός ότι, εκτός από το κόστος αποθήκευσης και ασφάλισης, το χαρτονόμισμα θα μπορούσε διαφορετικά να φαίνεται καλό σε έναν κόσμο με αρνητικά επιτόκια. Το άλλο, φυσικά, είναι να εξαλειφθεί εντελώς το χαρτονόμισμα, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι δωρεάν βασικές τραπεζικές υπηρεσίες είναι διαθέσιμες σε όλους, είτε με το να εισαχθεί ένα ψηφιακό νόμισμα της κεντρικής τράπεζας είτε απαιτώντας από τις τράπεζες να προσφέρουν δωρεάν βασικούς λογαριασμούς σε άτομα που δεν έχουν τραπεζικές συναλλαγές (όπως, ας πούμε, κάνει η Ιαπωνία). Μεταξύ αυτών των δύο εναλλακτικών λύσεων, είναι πιθανό να εφαρμοστούν αρνητικά επιτόκια τόσο χαμηλά όσο ίσως το -3%, απλώς με την σταδιακή κατάργηση των χαρτονομισμάτων μεγάλης ονομαστικής αξίας (των εκατό και των πενήντα) και την λήψη άλλων ρυθμιστικών μέτρων για να καταστεί μη πρακτική η μεγάλης - σε δισ. δολάρια- κλίμακας αποθησαύριση νομισμάτων.

Στην περίπτωση αυτή, η υιοθέτηση της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων απομακρύνθηκε σκόπιμα από το τραπέζι στην αναθεώρηση της Fed το 2019 από φόβο πολιτικών επιπτώσεων, αν και εάν χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά, θα μπορούσε να βοηθήσει την οικονομία να βγει από μια βαθιά ύφεση. (Πράγματι, μεγαλύτερη βραχυπρόθεσμη τόνωση θα ωθούσε όντως προς τα πάνω τα μακροπρόθεσμα επιτόκια λόγω των υψηλότερων προσδοκιών ανάπτυξης και πληθωρισμού). Όταν η Fed επανεξετάσει στην συνέχεια το πλαίσιο πολιτικής της, ελπίζει κανείς ότι θα εξετάσει ποιες νομικές και θεσμικές αλλαγές μπορεί να είναι απαραίτητες για να της επιτραπεί να χρησιμοποιεί τέτοια εργαλεία.

Εν ολίγοις, η αποτυχία της Fed να ανταποκριθεί στον πληθωρισμό το 2021 δείχνει πόσο συχνά επηρεάζεται η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας τόσο από πολιτικά όσο και από διανοητικά ρεύματα —ιδιαίτερα κατά την διάρκεια εκλογών αλλά και όταν η κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία υπόκειται σε λαϊκιστικές πιέσεις. Αλλά δείχνει επίσης ότι στο σημερινό περιβάλλον, η Fed πρέπει να επεκτείνει την δέσμη των εργαλείων της για την τόνωση της οικονομίας σε μια σοβαρή ύφεση, εάν θέλει να ενισχύσει την αποφασιστικότητά της να καταπολεμά τον πληθωρισμό όταν η οικονομία υπερθερμαίνεται.

ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΣΤΟΧΟΣ

Ένα από τα επαναλαμβανόμενα ερωτήματα σχετικά με τον πληθωρισμό της περιόδου 2021-2022 ήταν αν η τρέχουσα πορεία μοιάζει με τον μεγάλο πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970. Πόσο άσχημα μπορεί να πάει; Οι κεντρικοί τραπεζίτες επιμένουν ότι δεν θα επιτρέψουν ποτέ το είδος της συνενοχής και του εφησυχασμού στην οικονομική διαχείριση που χαρακτήριζε εκείνη την εποχή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο πρόεδρος της Fed εκείνης της εποχής, Arthur Burns, διεύρυνε απερίσκεπτα την προσφορά χρήματος σε κάτι που πολλοί θεώρησαν ως μια προσπάθεια να βοηθήσει τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον να επανεκλεγεί. Στην συνέχεια, το 1978, τον Μπερνς διαδέχθηκε ο G. William Miller, ο οποίος ήταν τόσο επικεντρωμένος στο να τυπώνει χρήμα για να διατηρήσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια χαμηλά που δεν κατάλαβε ότι οι προσδοκίες για αύξηση του πληθωρισμού ανέβαζαν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια καθώς οι δανειστές απαιτούσαν υψηλότερες πληρωμές για να συμβαδίσουν με τον πληθωρισμό. Επί Μίλερ, ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε σε διψήφιο ποσοστό.

Μόνο με τον διορισμό του Paul Volcker, ο οποίος διαδέχθηκε τον Miller μετά από ενάμιση χρόνο, η Fed άρχισε να τιθασεύει το πρόβλημα. Ο Volcker είναι αξιομνημόνευτος επειδή αύξησε το επιτόκιο βραχυπρόθεσμης πολιτικής της Fed πάνω από το 19%, ρίχνοντας τελικά τον πληθωρισμό από την κορύφωσή του στο 14% το 1980. Πολύ λιγότερο, ωστόσο, έχει σημειωθεί ότι η Fed του Volcker αρχικά συγκρατήθηκε, ανησυχώντας ότι το να προκαλέσει ύφεση θα επηρέαζε τις προεδρικές εκλογές του 1980˙ αντί γι’ αυτό, επέτρεψε αρχικά να αυξηθεί ο πληθωρισμός, κάνοντας πιθανώς την ύφεση που ήρθε αργότερα ακόμη μεγαλύτερη. Μέχρι το 1982, η Fed του Volcker είχε μειώσει τον ετήσιο πληθωρισμό στο εύρος του 3% έως 4,5%, όπου παρέμεινε έως ότου ο Alan Greenspan ανέλαβε την προεδρία της Fed το 1987. Σημειωτέον, αν και ο Γκρίνσπαν φημίζεται για το ότι κατεύθυνε με μαεστρία την οικονομία ενώ μείωσε ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό, χρειάστηκε λίγος χρόνος για να φτάσει η Fed στο 2%. Μετρούμενος με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ο ετήσιος πληθωρισμός αυξήθηκε τα πρώτα χρόνια του Γκρίνσπαν, φθάνοντας σε περισσότερο από το 5% πριν υποχωρήσει αποφασιστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Είναι αλήθεια ότι ήταν αναμφισβήτητα πολύ πιο δύσκολο έργο τότε, όταν οι υψηλές προσδοκίες για τον πληθωρισμό ήταν βαθιά ριζωμένες. Στην τρέχουσα κρίση, μέχρι στιγμής, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν αυξηθεί σχετικά μέτρια, αν και οι κεντρικοί τραπεζίτες εξακολουθούν να ανησυχούν ότι ενδέχεται να αυξηθούν πολύ περισσότερο.

Την εποχή του Μεγάλου Πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες αντιμετώπιζαν επίσης πολύ διαφορετικές προκλήσεις. Η διάλυση του συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αφαίρεσε κάθε εναπομείνασα σχέση μεταξύ νομίσματος και χρυσού. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεταξύ των λίγων χωρών που είχαν ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες για τις οποίες η διατήρηση σταθερών τιμών ήταν σημαντικό μέρος της εντολής τους. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η εντολή αποδείχτηκε ανεκτίμητη ως αντίβαρο στις πολιτικές πιέσεις για συγκράτηση των αυξήσεων των επιτοκίων, πιέσεις που οι κεντρικοί τραπεζίτες αντιμετωπίζουν και πάλι σήμερα. Οι πολιτικοί πιέζουν συχνότερα τους κεντρικούς τραπεζίτες να το παίρνουν χαλαρά με τις αυξήσεις των επιτοκίων παρά να παρακαλούν για περισσότερες, ειδικά στο έτος πριν από τις εκλογές.

21042023-3.jpg

Το κτίριο του Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, στην Ουάσιγκτον, τον Ιούνιο του 2022. Sarah Silbiger / Reuters
---------------------------------------------------------------------------

Ωστόσο, η τρέχουσα πληθωριστική κρίση και η προηγούμενή της έχουν μερικές αξιοσημείωτες ομοιότητες. Πάνω από όλα, και οι δύο εποχές καταλύθηκαν από νέα είδη σοκ προσφοράς (supply shocks). Το εμπάργκο πετρελαίου του ΟΠΕΚ το 1973-74 ήταν το μεγαλύτερο σοκ που είχε δει η παγκόσμια οικονομία από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επίσης κλονίσει τα θεμέλια του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, επιδεινώνοντας τεράστια προβλήματα στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίες ήταν ήδη ταλαιπωρημένες από την πανδημία. Και στα δύο επεισόδια, οι κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης ήταν πολύ της μόδας μεταξύ των ακαδημαϊκών οικονομολόγων και των σχολιαστών πολιτικής, με τα οικονομικά από την πλευρά της προσφοράς να είναι σχεδόν ξεχασμένα.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες σήμερα φαίνονται σίγουροι όταν λένε ότι ξέρουν πώς να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στο 2%, αλλά είναι λιγότερο πειστικοί όταν επιμένουν ότι δεν θα ησυχάσουν μέχρι να επιστρέψει ο πληθωρισμός σε αυτόν τον στόχο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σπρώχνοντας τα επιτόκια προς τα πάνω κινδυνεύουν να δημιουργήσουν βαθιά ύφεση. Και οι κεντρικοί τραπεζίτες γνωρίζουν ότι μια βαθιά ύφεση θα είναι ιδιαίτερα σκληρή για τα άτομα χαμηλού εισοδήματος, τους νέους, και τους εργαζόμενους από ιστορικά μειονεκτούσες ομάδες. Αυτές είναι ακριβώς οι ομάδες που η Fed, στο νέο πλαίσιο πολιτικής της, σκοπεύει ειδικώς να βοηθήσει. Υπό το πρίσμα των πρόσφατων γεγονότων, η Fed θα χρειαστεί να επανεξετάσει αυτή τη μετατόπιση της έμφασης, αλλά η βοήθεια προς τις μειονεκτούσες ομάδες θα παραμείνει σίγουρα μια προτεραιότητα.

Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν σχηματίσει συναίνεση γύρω από τον στόχο πληθωρισμού 2% εξαρχής και ότι ένας στόχος 3% ή ακόμη και 4% θα ήταν καλύτερος. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, με την οικοδόμηση υψηλότερου προσδοκώμενου πληθωρισμού στα επιτόκια, οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν περισσότερο χώρο να μειώσουν τα επιτόκια σε μια κρίση. Είναι μια σύνθετη συζήτηση με πολλές αποχρώσεις˙ στην ουσία, η αύξηση του επιτοκίου-στόχου θα μπορούσε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση στην πολιτική αρνητικών επιτοκίων. Για τους κεντρικούς τραπεζίτες, το μειονέκτημα μιας τέτοιας κίνησης είναι ότι, έχοντας ορκιστεί ότι είναι απολύτως δεσμευμένοι σε έναν μακροπρόθεσμο στόχο πληθωρισμού 2%, οποιαδήποτε αλλαγή —ιδιαίτερα από θέση αδυναμίας— ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία τους, υποδηλώνοντας ότι ο στόχος θα μπορούσε να ωθηθεί ακόμη πιο ψηλά στο μέλλον. Για τον λόγο αυτό, εάν η οικονομία σταθεροποιηθεί σε υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού για αρκετά χρόνια, οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι πιθανό να πουν ότι αν και ανέχονται συγκρατημένα υψηλότερο πληθωρισμό προς το παρόν, εξακολουθούν να σκοπεύουν να επιστρέψουν στο 2% στο μέλλον και θα ψάξουν πρόσφορους τρόπους για την ομαλή επίτευξή του χωρίς να προκληθεί παρατεταμένη ύφεση. Υπάρχουν και άλλα μειονεκτήματα στο να υπάρχει μόνιμα υψηλότερος πληθωρισμός -οι μισθοί και οι τιμές τελικά θα προσαρμόζονται πιο συχνά, καθιστώντας τη νομισματική πολιτική λιγότερο ισχυρή- και σε μια σοβαρή ύφεση το επιπλέον περιθώριο για μείωση των επιτοκίων μπορεί να μην είναι αρκετό.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ

Παρ’ όλα τα παράπονά τους για τον πληθωρισμό, αναρωτιέται κανείς πόσο προετοιμασμένοι είναι οι ψηφοφόροι για μια ακόμη βαθιά ύφεση. Η Fed σίγουρα ανησυχεί για ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Ένας άλλος κίνδυνος είναι ότι τα μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια -δηλαδή τα προσαρμοσμένα με τον πληθωρισμό επιτόκια, τα οποία κατέρρευσαν μετά την οικονομική κρίση του 2008- θα μπορούσαν να συνεχίσουν να κινούνται προς τα πάνω προς την πολύ μακροπρόθεσμη τάση, η οποία κλίνει προς τα κάτω κατά περίπου 1,6% ανά αιώνα, αλλά τίποτα σαν την πτώση σχεδόν 3% που σημειώθηκε μόλις λίγα χρόνια μετά την οικονομική κρίση. Αυτό θα καθιστούσε πιο ακριβό για τις κυβερνήσεις να δανείζονται χρήματα και θα ασκούσε μεγαλύτερη πίεση στις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τα επιτόκια χαμηλά και να υποτιμήσουν το δημόσιο χρέος μέσω του πληθωρισμού. Πράγματι, οι αλλαγές στο πολιτικό και οικονομικό τοπίο έχουν γίνει τόσο βαθιές που φαίνεται απίθανο για το άμεσο μέλλον η Fed να επιλέξει να μειώσει τον πληθωρισμό σε προπανδημικά επίπεδα και να τον διατηρήσει εκεί.

Η νομισματική πολιτική έχει μεγάλη επίδραση στην πολιτική˙ ο οικονομικός κύκλος είναι ισχυρός προγνωστικός παράγοντας για τις εκλογές σχεδόν παντού στον κόσμο. Όμως, όπως κατέστησε σαφές η τρέχουσα κρίση, η πολιτική επηρεάζει επίσης τη νομισματική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκανε ακροβατικά για να εξηγήσει γιατί έπρεπε να συνεχίσει να αγοράζει μεγάλες ποσότητες χρέους από χώρες στην περιφέρεια της Ευρώπης, κυρίως από την Ιταλία. Αρχικά προώθησε αυτή την πολιτική ως απαραίτητη για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού, αλλά τώρα μετονόμασε το πρόγραμμα ενώ αύξησε τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ο πραγματικός λόγος για την πολιτική, φυσικά, ήταν πάντα η επίδειξη της δέσμευσης των χωρών της βόρειας ευρωζώνης στο να αναχαιτίσουν το δημόσιο χρέος της νότιας ευρωζώνης, ένας βαθιά πολιτικός στόχος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Liz Truss, η οποία έγινε πρωθυπουργός τον Σεπτέμβριο του 2022, είχε υποστηρίξει ανοιχτά την χαλάρωση της Τράπεζας της Αγγλίας, ακριβώς την στιγμή που οι δημοσιονομικές της πολιτικές ήταν πιθανό να ασκήσουν ανοδική πίεση στον μακροπρόθεσμο πληθωρισμό.

Ο οικονομολόγος Milton Friedman είχε κάποτε άποψη ότι ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο. Αυτό είναι, φυσικά, μια πολεμική υπερβολή. Όπως βλέπει τώρα ο κόσμος, πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών δαπανών για την τόνωση [της οικονομίας] και των παγκόσμιων σοκ στην πλευρά της προσφοράς. Είναι αλήθεια ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να κάμψουν τους μακροπρόθεσμους ρυθμούς πληθωρισμού σύμφωνα με την θέλησή τους, εάν είναι αρκετά υπομονετικές και αρκετά ανεξάρτητες. Αλλά δεν είναι σαφές πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν εάν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να υφίσταται σεισμικά σοκ. Μια θετική πλευρά αυτού του επεισοδίου υψηλού πληθωρισμού είναι ότι ίσως να αναγκάσει ολοένα και περισσότερο τους πολιτικούς να αναγνωρίσουν για άλλη μια φορά ότι ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένος και ότι πρέπει να δοθεί στις κεντρικές τράπεζες η ελευθερία και η εστίαση που απαιτούνται για την επίτευξη της βασικής τους εντολής. Οι κεντρικοί τραπεζίτες, από την πλευρά τους, θα πρέπει να είναι πιο ανοιχτοί στην χρήση νέων εργαλείων, όπως η απεριόριστη πολιτική αρνητικών επιτοκίων για την καταπολέμηση των σοβαρών υφέσεων, εργαλεία που θα μπορούσαν να προσφέρουν κρίσιμη βοήθεια στην αντίσταση στις πολιτικές πιέσεις για την συγκράτηση των επιτοκίων σε μια οικονομία που υπερθερμαίνεται. Είτε η Fed καταφέρει είτε όχι να σχεδιάσει μια «ήπια προσγείωση» στην τρέχουσα κρίση, οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει την επόμενη δεκαετία είναι πιθανό να είναι πολύ πιο δύσκολες από εκείνες που αντιμετώπισε στον κόσμο πριν από την πανδημία.

*Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε στο τεύχος αρ. 80 (Φεβρουάριος – Μάρτιος 2023) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/world/age-of-inflation-kenneth-rogoff

Μπορείτε να ακολουθείτε το Foreign Affairs The Hellenic Edition στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition