Η εποχή του πληθωρισμού | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εποχή του πληθωρισμού

Εύκολα χρήματα, δύσκολες επιλογές*
Περίληψη: 

Το να αποδίδεις την ευθύνη για τον πληθωρισμό κυρίως στον πόλεμο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία, στον πόλεμο του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, κατά της COVID-19, ή στις καταστροφές της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την πανδημία είναι λάθος.

O KENNETH S. ROGOFF είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ανώτερος συνεργάτης στο Council on Foreign Relations. Διετέλεσε επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από το 2001 έως το 2003.

Αμέσως μετά την οικονομική επιβράδυνση που προκλήθηκε από την πανδημία, η κρίση πληθωρισμού των τελευταίων δύο ετών φαινόταν να αιφνιδιάζει μεγάλο μέρος του κόσμου. Μετά από τρεις δεκαετίες κατά τις οποίες οι τιμές αυξάνονταν αργά στις προηγμένες οικονομίες του κόσμου, ξαφνικά το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η ευρωζώνη αντιμετώπισαν σχεδόν διψήφιο πληθωρισμό. Οι τιμές σε πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν αυξηθεί ακόμη πιο γρήγορα, για παράδειγμα, με τον πληθωρισμό να ξεπερνά το 80% στην Τουρκία και να πλησιάζει το 100% στην Αργεντινή.

21042023-1.jpg

Πλοία εμπορευματοκιβωτίων κοντά στο λιμάνι του Λος Άντζελες, τον Σεπτέμβριο του 2021. Mario Tama / Getty Images
-------------------------------------------------------

Είναι αλήθεια ότι ο παγκόσμιος πληθωρισμός της δεκαετίας του 2020 δεν ανταγωνίζεται ακόμη τις χειρότερες πληθωριστικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Στην δεκαετία του 1970, οι ετήσιες αυξήσεις τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν πάνω από το 6% για δέκα χρόνια, φτάνοντας το 14% το 1980. Ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο κορυφώθηκε σε πάνω από 20%. Για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, οι αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν ακόμη χειρότερες: περισσότερες από 40 τέτοιες χώρες είχαν ρυθμούς πληθωρισμού άνω του 40%, με ορισμένες να αγγίζουν το 1.000% ή και περισσότερο. Ωστόσο, το 2021 και το 2022, η παγκόσμια οικονομία κινήθηκε σε μια βαθιά ανησυχητική κατεύθυνση, καθώς οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανακάλυψαν καθυστερημένα ότι αντιμετώπιζαν ραγδαίες αυξήσεις τιμών εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία και άλλων μεγάλης κλίμακας σοκ.

Στους ψηφοφόρους δεν αρέσει ο πληθωρισμός ή η ύφεση. Σε μια δημοσκόπηση του Pew Research Center τον Αύγουστο του 2022, περισσότεροι από τρεις στους τέσσερις Αμερικανούς που συμμετείχαν στην έρευνα –το 77%- δήλωσαν ότι η οικονομία ήταν το νούμερο ένα εκλογικό τους ζήτημα. Ακόμη και τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν οι τιμές στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σταθεροποιηθεί κάπως, μια δημοσκόπηση με επικεφαλής το Marist College διαπίστωσε ότι ο πληθωρισμός συνέχιζε να είναι το κύριο ζήτημα των ψηφοφόρων, πάνω από τις αμβλώσεις και την υγειονομική περίθαλψη. Όπως συμβαίνει με πολλές εκλογές, οι ενδιάμεσες εκλογές του 2022 μπορεί τελικά να εξαρτήθηκαν από μη οικονομικά ζητήματα. Ωστόσο, η κατάσταση της οικονομίας έχει σημαντική προγνωστική δύναμη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, και οι πολιτικοί το γνωρίζουν.

Αν και μεγάλο μέρος της συζήτησης για τον νέο πληθωρισμό έχει επικεντρωθεί στην πολιτική και τα παγκόσμια γεγονότα, εξίσου κρίσιμο είναι το ζήτημα των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών και των δυνάμεων που τις διαμορφώνουν [αυτές τις πολιτικές]. Για χρόνια, πολλοί οικονομολόγοι υπέθεταν ότι ο πληθωρισμός είχε εξημερωθεί οριστικά, χάρη στην έλευση των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών. Ξεκινώντας από την δεκαετία του 1990, οι κεντρικοί τραπεζίτες σε πολλές χώρες άρχισαν να θέτουν στόχους για το επίπεδο του πληθωρισμού˙ ο στόχος 2% έγινε ξεκάθαρο μέρος της πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ το 2012.Πράγματι, όντες για τα καλά μέσα στην πανδημία της COVID-19, οι περισσότεροι θεωρούσαν απίθανη την επιστροφή στον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970. Φοβούμενες μια πανδημική ύφεση, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες αντιθέτως ασχολήθηκαν με την επανεκκίνηση των οικονομιών τους˙ υποτίμησαν τους πληθωριστικούς κινδύνους που δημιουργούσε ο συνδυασμός προγραμμάτων δαπανών μεγάλης κλίμακας με σταθερά εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Λίγοι οικονομολόγοι είδαν τους κινδύνους από τα τεράστια πακέτα τόνωσης που υπέγραψαν οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον Δεκέμβριο του 2020, και Τζο Μπάιντεν, τον Μάρτιο του 2021, τα οποία διοχέτευσαν τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία. Ούτε προέβλεψαν πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να λυθούν τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την πανδημία ή πόσο ευάλωτη θα ήταν η παγκόσμια οικονομία στον υψηλό πληθωρισμό σε περίπτωση μεγάλου γεωπολιτικού σοκ, όπως συνέβη όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Έχοντας περιμένει πολύ καιρό για να αυξήσουν τα επιτόκια καθώς συσσωρευόταν ο πληθωρισμός, οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να τον ελέγξουν χωρίς να στρέψουν τις οικονομίες τους, και μάλιστα την υφήλιο, σε βαθιά ύφεση.

Εκτός από τις συνέπειες της μυωπικής οικονομικής σκέψης, οι κεντρικές τράπεζες έχουν επίσης πληγεί από δραματικές πολιτικές και οικονομικές μεταβολές. Η δεκαετία του 2020 διαμορφώνεται ως η πιο δύσκολη εποχή για τις κεντρικές τράπεζες μετά την δεκαετία του 1970, όταν η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπιζε τόσο το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου όσο και την κατάρρευση του μεταπολεμικού συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς. Σήμερα, μεγάλης κλίμακας παγκόσμιες κρίσεις όπως ο πόλεμος, η πανδημία, και η ξηρασία φαίνεται να έρχονται η μια μετά την άλλη ή ακόμα και ταυτόχρονα. Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης που για μεγάλο μέρος των τελευταίων 20 ετών συνέβαλαν στην διατήρηση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης έχουν στραφεί σε αντίθετους ανέμους, τόσο επειδή η Κίνα γηράσκει γρήγορα όσο και λόγω των αυξανόμενων γεωπολιτικών τριβών μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών. Καμία από αυτές τις αλλαγές δεν είναι καλή για την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη, αλλά όλες συμβάλλουν σε υψηλότερο πληθωρισμό τώρα και στο μέλλον.