Γιατί η Αμερική χρειάζεται ακόμα την Ευρώπη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Αμερική χρειάζεται ακόμα την Ευρώπη

Η ψευδής υπόσχεση μιας προσέγγισης «Πρώτα η Ασία»

Η γενική πεποίθηση ήταν -και δικαίως παραμένει- ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα είναι πρόθυμες να αποφύγουν μια σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας. Αυτή η επιθυμία έγινε σαφής από την δήλωση του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, στις αρχές Απριλίου ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να «εμπλακεί σε κρίσεις που δεν είναι δικές μας». Αλλά ένα μαζικό χτύπημα στις δυνάμεις των ΗΠΑ ή στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να αφήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες με ελάχιστες επιλογές από το να βοηθήσουν με κάποιο τρόπο. Και τα τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής έχουν πλησιάσει περισσότερο στην ανοιχτή υποστήριξη για τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό. Αρκετά μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένου του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας, και του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν στείλει πλοία στον Ινδο-Ειρηνικό. Μόνο το 2021, υπήρξαν 21 τέτοιες αναπτύξεις. Το ΝΑΤΟ εμβαθύνει επίσης τις θεσμικές του συνεργασίες με την Αυστραλία, την Ιαπωνία, την Νέα Ζηλανδία, και τη Νότια Κορέα αναγνωρίζοντας την κινεζική απειλή. Δεν προκαλούν έκπληξη όλες αυτές οι αναπτύξεις. Η Γαλλία έχει εδώ και καιρό παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό και εξακολουθεί να έχει πάνω από 7.000 στρατιώτες εκεί. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσης ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή και η συμμετοχή του, με την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο τριμερές σύμφωνο ασφαλείας AUKUS το έχει δεσμεύσει άμεσα με την ασφάλεια του Ινδο-Ειρηνικού. Τα επίσημα έγγραφα στρατηγικής του ΝΑΤΟ είναι όλο και πιο ξεκάθαρα στον προσδιορισμό της Κίνας ως απειλή.

Αυτές οι δεσμεύσεις παραμένουν άκρως υπό όρους, και τα μέλη του ΝΑΤΟ, με μικρότερες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και επίμονες ευρωπαϊκές και μεσογειακές ευθύνες, θα μπορούσαν να στείλουν μόνο μέτριες δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό. Ακόμη και σε περίπτωση εισβολής στην Ταϊβάν, πολλοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι ίσως κάλλιστα να επιλέξουν να περιορίσουν την βοήθειά τους σε μη μαχητικούς ρόλους. Αλλά μια τέτοια υποστήριξη μπορεί να είναι κρίσιμη με πολλούς τρόπους: ανταλλαγή πληροφοριών˙ συνεργασία στον τομέα της κυβερνοάμυνας˙ αύξηση της παραγωγής πυρομαχικών˙ παροχή υλικοτεχνικών, ιατρικών, και άλλων λειτουργιών υποστήριξης˙ και πιθανή ανάπτυξη συμβολικών μονάδων σε άλλες χώρες του Ινδο-Ειρηνικού [5]. Μια τέτοια βοήθεια θα μπορούσε να απαλλάξει τις Ηνωμένες Πολιτείες από άλλες ευθύνες, να καλύψει κενά και να στείλει ισχυρά μηνύματα για μια ενιαία απάντηση σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιθετικότητα.

Ο στενός συντονισμός με την Ευρώπη είναι επίσης κρίσιμος για τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιταχθούν στην εκστρατεία της Κίνας να κυριαρχήσει στις νόρμες, τους κανόνες, και τους θεσμούς του διεθνούς συστήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μόνες τους. Η ευρωπαϊκή υποστήριξη σε πολλά αναδυόμενα ζητήματα —από το κλίμα και τις απειλές στον κυβερνοχώρο έως την τεχνητή νοημοσύνη— θα είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι αυτοί οι κανόνες δεν τίθενται με τρόπους που υπονομεύουν τα κοινά συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι κάποιο επίπεδο συνεργασίας θα συνεχιζόταν αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούσαν από την συμμαχία. Αλλά το πληγωμένο κύρος, τα αισθήματα εγκατάλειψης, και το πολιτικό χτύπημα που θα ξεσπούσε αν η Ουάσιγκτον θεωρείτο ότι αποκόπτετο από την Ευρώπη θα έκανε τις απογοητευμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιο αποφασισμένες να χαράξουν μια πορεία ανεξάρτητη από τους στόχους των ΗΠΑ. Τέλος, οι άλλοι θα παρακολουθούν οποιαδήποτε αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Η Ουάσιγκτον δύσκολα θα περίμενε από τις κυβερνήσεις του Ινδο-Ειρηνικού να εμπιστευθούν ένα έθνος που θα είχε αθετήσει τις δεσμεύσεις του προς τους πιο ένθερμους συμμάχους του. Το Πεκίνο θα αμφέβαλλε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες που είχαν εγκαταλείψει την Ευρώπη θα εκπληρώσουν πραγματικά την δέσμευσή τους να υπερασπιστεί την Ταϊβάν.

ΕΓΩ ΕΠΙΣΗΣ, ΟΧΙ ΕΓΩ ΠΡΩΤΟΣ

Η πρόταση για την αποδέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη παρερμηνεύει την τρέχουσα στρατηγική εποχή. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστηρίξει τον διεθνή ρόλο τους ως χορηγού μιας κοινής τάξης αμοιβαίου οφέλους. Μετά από δύο δεκαετίες απειλών για το κύρος των ΗΠΑ -από το Ιράκ έως την οικονομική κρίση, το «πρώτα η Αμερική» και μέχρι το Αφγανιστάν- ο συντονισμός των απαντήσεων στην ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία επιβεβαίωσε την αξία της αμερικανικής ηγεσίας.

Η απογύμνωση, ή ακόμη και η σημαντική υποβάθμιση, των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων των Ηνωμένων Πολιτειών θα κατέστρεφε μεγάλο μέρος αυτής της συσσωρευμένης νομιμότητας. Θα επιβεβαίωνε την ζοφερή εικόνα που παρουσιάζουν τώρα η Κίνα και η Ρωσία για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ότι είναι ανελέητα ιδιοτελείς και συναλλακτικές, και θα υπονόμευε σοβαρά τις επίπονες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να χτίσουν την φήμη αυτής της σπάνιας μεγάλης δύναμης που προσφέρει κάτι στον κόσμο εκτός από καθαρή φιλοδοξία. Το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας στον διαγωνισμό με την Κίνα είναι το κυρίαρχο παγκόσμιο δίκτυο φίλων και συμμάχων της. Τώρα είναι η ώρα να ενισχύσουμε αυτούς τους πολυπόθητους δεσμούς —στην Ευρώπη και αλλού.