Το κακό στοίχημα της Αμερικής στην Ινδία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το κακό στοίχημα της Αμερικής στην Ινδία

Το Νέο Δελχί δεν θα ταχθεί με την Ουάσιγκτον εναντίον του Πεκίνου

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Ουάσιγκτον έχει κάνει ένα τεράστιο στοίχημα στον Ινδο-Ειρηνικό -ότι το να αντιμετωπιστεί η Ινδία ως βασικός εταίρος θα βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό τους με την Κίνα. Από τον George W. Bush και μετά, διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ ενίσχυσαν τις δυνατότητες της Ινδίας με την υπόθεση ότι κάτι τέτοιο ενισχύει αυτόματα τις δυνάμεις που ευνοούν την ελευθερία στην Ασία.

04052023-1.jpg

Πρόβα για την παρέλαση της Ημέρας της Δημοκρατίας, στο Νέο Δελχί, τον Ιανουάριο του 2021. Adnan Abidi / Reuters
------------------------------------------------

Η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν αγκάλιασε με ενθουσιασμό αυτό το σενάριο. Στην πραγματικότητα, το πήγε ένα βήμα παραπέρα: η κυβέρνηση ξεκίνησε μια φιλόδοξη νέα πρωτοβουλία για την επέκταση της πρόσβασης της Ινδίας σε τεχνολογίες αιχμής, εμβάθυνε περαιτέρω την αμυντική συνεργασία, και έκανε την Quad (Τετραμερής Διάλογος για την Ασφάλεια) που περιλαμβάνει την Αυστραλία, την Ινδία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, πυλώνα της περιφερειακής στρατηγικής της. Έχει επίσης παραβλέψει την δημοκρατική διάβρωση της Ινδίας και τις καθόλου βοηθητικές επιλογές της στην εξωτερική πολιτική, όπως η άρνησή της να καταδικάσει την συνεχιζόμενη επιθετικότητα της Μόσχας στην Ουκρανία. Τα έκανε όλα αυτά με την υπόθεση ότι το Νέο Δελχί θα ανταποκριθεί ευνοϊκά όταν η Ουάσιγκτον ζητήσει μια χάρη κατά την διάρκεια μιας περιφερειακής κρίσης που θα περιλαμβάνει την Κίνα.

Οι τρέχουσες προσδοκίες της Ουάσιγκτον για την Ινδία είναι άστοχες. Οι σημαντικές αδυναμίες της Ινδίας σε σύγκριση με την Κίνα και η αναπόφευκτη γειτνίασή της με αυτήν, εγγυώνται ότι το Νέο Δελχί δεν θα εμπλακεί ποτέ σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση των ΗΠΑ με το Πεκίνο που δεν θα απειλεί άμεσα την δική του ασφάλεια. Η Ινδία εκτιμά την συνεργασία με την Ουάσιγκτον για τα απτά οφέλη που φέρνει, αλλά δεν πιστεύει ότι πρέπει, με την σειρά της, να υποστηρίξει υλικά τις Ηνωμένες Πολιτείες σε οποιαδήποτε κρίση —ακόμη και για μια [κρίση] που εμπλέκει μια κοινή απειλή όπως η Κίνα.

Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία έχουν αποκλίνουσες φιλοδοξίες για την συνεργασία τους στον τομέα της ασφάλειας. Όπως έχει κάνει με τους συμμάχους σε όλο τον κόσμο, η Ουάσιγκτον προσπάθησε να ενισχύσει την θέση της Ινδίας στην φιλελεύθερη διεθνή τάξη και, όταν είναι απαραίτητο, να ζητήσει την συνεισφορά της στην άμυνα του συνασπισμού. Ωστόσο, το Νέο Δελχί βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Δεν τρέφει καμία έμφυτη πίστη προς την διατήρηση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης και διατηρεί μια διαρκή αποστροφή για την συμμετοχή στην αμοιβαία άμυνα. Επιδιώκει να αποκτήσει προηγμένες τεχνολογίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να ενισχύσει τις δικές του οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες και έτσι να διευκολύνει την ανάδειξή του ως μεγάλη δύναμη ικανή να εξισορροπήσει την Κίνα ανεξάρτητα, αλλά δεν προϋποθέτει ότι η αμερικανική βοήθεια επιβάλλει περαιτέρω υποχρεώσεις στον εαυτό του.

Καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν προχωρά στην επέκταση της επένδυσής της στην Ινδία, θα πρέπει να βασίσει τις πολιτικές της σε μια ρεαλιστική αξιολόγηση της ινδικής στρατηγικής και όχι σε αυταπάτες ότι το Νέο Δελχί θα γίνει συμπολεμιστής κατά την διάρκεια κάποιας μελλοντικής κρίσης με το Πεκίνο.

ΚΑΛΟΙ ΦΙΛΟΙ

Για το μεγαλύτερο μέρος του Ψυχρού Πολέμου, η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συμμετείχαν σε καμία σοβαρή συζήτηση για την εθνική άμυνα, καθώς το Νέο Δελχί προσπάθησε να ξεφύγει από τις περιπλοκές της ένταξης είτε στο αμερικανικό είτε στο σοβιετικό μπλοκ. Η σχέση ασφαλείας των δύο χωρών άνθισε μόνο αφότου ο Μπους πρόσφερε στην Ινδία μια μετασχηματιστική συμφωνία για πολιτικούς πυρηνικούς σκοπούς.

Χάρη σε αυτήν την σημαντική πρόοδο, η συνεργασία ΗΠΑ-Ινδίας στον τομέα της ασφάλειας σήμερα κόβει την ανάσα ως προς την ένταση και το εύρος της. Η πρώτη και πιο ορατή πτυχή είναι οι αμυντικές διαβουλεύσεις. Οι πολιτικοί ηγέτες των δύο χωρών, καθώς και οι γραφειοκρατίες τους, διατηρούν τακτικό διάλογο για διάφορα θέματα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για την Κίνα, της προμήθειας προηγμένων στρατιωτικών τεχνολογιών των ΗΠΑ από την Ινδία, της θαλάσσιας επιτήρησης, και του υποθαλάσσιου πολέμου. Αυτές οι συνομιλίες ποικίλλουν σε ποιότητα και βάθος, αλλά είναι κρίσιμες για την αναθεώρηση των στρατηγικών αξιολογήσεων, τον καθορισμό των παραμέτρων της επιθυμητής συνεργασίας, και την επινόηση εργαλείων για την εφαρμογή της πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία συνεργάζονται με τρόπους που θα ήταν αδιανόητοι κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Για παράδειγμα, συνεργάζονται για την παρακολούθηση των οικονομικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων της Κίνας [1] σε όλη την ευρύτερη περιοχή του Ινδικού Ωκεανού και πρόσφατα επένδυσαν σε μηχανισμούς για την ανταλλαγή πληροφοριών σχεδόν σε πραγματικό χρόνο σχετικά με τις ναυτικές κινήσεις στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού με άλλες παράκτιες χώρες.

Ένας δεύτερος τομέας επιτυχίας ήταν η στρατιωτική συνεργασία, μεγάλο μέρος της οποίας λαμβάνει χώρα εκτός κοινής θέας. Τα προγράμματα για επισκέψεις ανώτερων αξιωματικών, οι διμερείς ή πολυμερείς στρατιωτικές ασκήσεις, και η αμοιβαία στρατιωτική εκπαίδευση έχουν επεκταθεί δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι ασκήσεις υψηλού προφίλ αποτελούν το πιο ορατό παράδειγμα της κλίμακας και της ποικιλομορφίας αυτής της διευρυμένης σχέσης: οι ετήσιες ασκήσεις Malabar, που φέρνουν μαζί το ναυτικό των ΗΠΑ και της Ινδίας, έχουν πλέον επεκταθεί για να συμπεριλάβουν μόνιμα την Ιαπωνία και την Αυστραλία˙ οι ασκήσεις Cope India παρέχουν την ευκαιρία στις αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Ινδίας να ασκήσουν προηγμένες αεροπορικές επιχειρήσεις˙ και η σειρά [ασκήσεων] Yudh Abhyas εμπλέκει τις χερσαίες δυνάμεις τόσο σε θέσεις διοίκησης όσο και σε δραστηριότητες εκπαίδευσης πεδίου.

Τέλος, οι αμερικανικές εταιρείες γνώρισαν αξιοσημείωτη επιτυχία στην διείσδυση στην αμυντική αγορά της Ινδίας. Ο ινδικός στρατός έχει περάσει από το να μην έχει σχεδόν κανένα αμερικανικό όπλο στο απόθεμά του πριν από περίπου δύο δεκαετίες, στο να διαθέτει τώρα αμερικανικά μεταφορικά και θαλάσσια αεροσκάφη, ελικόπτερα μεταφοράς και μάχης, καθώς και πυραύλους κατά πλοίων και όπλα πυροβολικού. Το αμυντικό εμπόριο ΗΠΑ-Ινδίας, το οποίο ήταν αμελητέο στην αλλαγή του αιώνα, έφτασε τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020.

Αλλά η εποχή των μεγάλων εξαγορών [αμυντικών] πλατφορμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον έχει κάνει τον δρόμο της. Οι εταιρείες των ΗΠΑ παραμένουν διεκδικητές σε πολλά εξαιρετικά προγράμματα προμηθειών της Ινδίας, αλλά φαίνεται απίθανο να απολαύσουν ποτέ κυρίαρχο μερίδιο αγοράς στις αμυντικές εισαγωγές της Ινδίας. Τα προβλήματα είναι εντελώς δομικά. Παρά το σύνολο των εντεινόμενων απειλών για την ασφάλεια της Ινδίας, ο προϋπολογισμός της για αμυντικές προμήθειες εξακολουθεί να είναι μέτριος σε σύγκριση με την συνολική Δυτική αγορά. Οι απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης εμπόδισαν τις εκλεγμένες κυβερνήσεις της Ινδίας να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες με τρόπους που θα μπορούσαν να επιτρέψουν εξαιρετικά διευρυμένες στρατιωτικές αποκτήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κόστος των αμυντικών συστημάτων των ΗΠΑ είναι γενικά υψηλότερο από εκείνο των άλλων προμηθευτών λόγω της προηγμένης τεχνολογίας τους, ένα πλεονέκτημα που δεν είναι πάντα επαρκώς ελκυστικό για την Ινδία. Τέλος, η απαίτηση του Νέου Δελχί να στραφούν οι εταιρείες των ΗΠΑ από την πώληση εξοπλισμού στην παραγωγή του με τοπικούς εταίρους στην Ινδία -που απαιτεί τη μεταβίβαση πνευματικής ιδιοκτησίας- συχνά αποδεικνύεται εμπορικά μη ελκυστική, δεδομένης της μικρής ινδικής αμυντικής αγοράς.

Η ΙΝΔΙΑ ΠΡΟΧΩΡΑ ΜΟΝΗ

Ενώ η συνεργασία ΗΠΑ-Ινδίας στον τομέα της ασφάλειας γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία, η ευρύτερη αμυντική σύμπραξη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Και τα δύο έθνη επιδιώκουν να αξιοποιήσουν την εμβάθυνση των δεσμών τους για να περιορίσουν την θεληματικότητα της Κίνας, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό χάσμα στον τρόπο με τον οποίο στοχεύουν να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό.

Ο στόχος των ΗΠΑ στην στρατιωτική συνεργασία είναι η διαλειτουργικότητα: το Πεντάγωνο θέλει να είναι σε θέση να ενσωματώσει έναν ξένο στρατό σε συνδυασμένες επιχειρήσεις ως μέρος συμμαχικών εχθροπραξιών. Η Ινδία, ωστόσο, απορρίπτει την ιδέα ότι οι ένοπλες δυνάμεις της θα συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε συνδυασμένη στρατιωτική επιχείρηση εκτός της ομπρέλας του ΟΗΕ. Κατά συνέπεια, αντιστάθηκε στις επενδύσεις σε ουσιαστική επιχειρησιακή ολοκλήρωση, ειδικά με τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, επειδή φοβάται ότι θα θέσει σε κίνδυνο την πολιτική της αυτονομία ή θα σηματοδοτήσει μια στροφή προς μια στενή πολιτική ευθυγράμμιση με την Ουάσιγκτον. Ως αποτέλεσμα, οι διμερείς στρατιωτικές ασκήσεις μπορεί να βελτιώνουν την τακτική επάρκεια των εμπλεκόμενων μονάδων, αλλά δεν επεκτείνουν την διαλειτουργικότητα στο επίπεδο που θα απαιτείτο σε μεγάλες συνδυασμένες επιχειρήσεις εναντίον ενός ικανού αντιπάλου.

Η άποψη της Ινδίας για την στρατιωτική συνεργασία, η οποία δίνει έμφαση στην καλλιέργεια διαφοροποιημένων διεθνών δεσμών, αποτελεί μια περαιτέρω πρόκληση. Η Ινδία αντιμετωπίζει τις στρατιωτικές ασκήσεις περισσότερο ως πολιτικά σύμβολα παρά ως επενδύσεις για την αύξηση της επιχειρησιακής επάρκειας και, ως εκ τούτου, εξασκείται με πολλούς εταίρους σε διάφορα επίπεδα πολυπλοκότητας. Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν έμφαση σε σχετικά έντονες στρατιωτικές ασκήσεις με μικρότερο σύνολο ομολόγων.

Η προτεραιότητα της Ινδίας ήταν να λάβει αμερικανική βοήθεια για την οικοδόμηση των δικών της εθνικών ικανοτήτων, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τις απειλές ανεξάρτητα. Οι δύο πλευρές έχουν προχωρήσει πολύ σε αυτό, για παράδειγμα, ενισχύοντας τις δυνατότητες πληροφοριών της Ινδίας σχετικά με τις κινεζικές στρατιωτικές δραστηριότητες κατά μήκος των συνόρων των Ιμαλαΐων και στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού. Οι υπάρχουσες ρυθμίσεις [2] για την ανταλλαγή πληροφοριών είναι επίσημα δομημένες για αμοιβαιότητα και το Νέο Δελχί μοιράζεται ό,τι πιστεύει ότι είναι χρήσιμο. Αλλά επειδή οι δυνατότητες συλλογής [πληροφοριών] των ΗΠΑ είναι τόσο ανώτερες, η ροή των χρησιμοποιήσιμων πληροφοριών συχνά καταλήγει να είναι μονόδρομος.

Υπό τον πρωθυπουργό Narendra Modi, η Ινδία έχει επικεντρωθεί όλο και περισσότερο στην αμυντική βιομηχανική συνεργασία ως τον βασικό μοχλό της εταιρικής σχέσης ασφάλειας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο βασικός της στόχος είναι να εξασφαλίσει τεχνολογική αυτονομία: από την ίδρυσή της ως σύγχρονο κράτος, η Ινδία επιδίωξε να επιτύχει κυριαρχία σε όλες τις κρίσιμες αμυντικές, διπλής χρήσης, και μη στρατιωτικές τεχνολογίες και, προς αυτόν τον σκοπό, δημιούργησε μεγάλες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα που προορίζονται να γίνουν παγκόσμιοι ηγέτες. Επειδή αυτό το όνειρο παραμένει ακόμη απραγματοποίητο, το Νέο Δελχί έχει πλέον δώσει προτεραιότητα στην υποστήριξη της Ουάσιγκτον για τις αμυντικές βιομηχανικές φιλοδοξίες της σε συνδυασμό με παρόμοιες εταιρικές σχέσεις με την Γαλλία, το Ισραήλ, την Ρωσία, και άλλα φιλικά κράτη.

Για πάνω από μια δεκαετία, η Ουάσιγκτον προσπάθησε να βοηθήσει την Ινδία να βελτιώσει την αμυντική της τεχνολογική βάση, αλλά αυτές οι προσπάθειες συχνά αποδείχθηκαν μάταιες. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, οι δύο χώρες ξεκίνησαν την Πρωτοβουλία Αμυντικού Εμπορίου και Τεχνολογίας (Defense Trade and Technology Initiative), η οποία είχε ως στόχο να προωθήσει την ανταλλαγή τεχνολογίας και την συμπαραγωγή αμυντικών συστημάτων. Ινδοί αξιωματούχοι οραματίστηκαν την πρωτοβουλία ως ότι τους επέτρεπε να προμηθευτούν πολλές προηγμένες στρατιωτικές τεχνολογίες των ΗΠΑ, όπως αυτές που σχετίζονται με κινητήρες τζετ, πλατφόρμες επιτήρησης και αναγνώρισης, και δυνατότητες stealth, ώστε να μπορούν να κατασκευαστούν ή να συν-αναπτυχθούν στην Ινδία. Ωστόσο, ο δισταγμός της Ουάσιγκτον σχετικά με την αδειοδότηση τέτοιων μεταβιβάσεων συνδυάστηκε με την απροθυμία των αμερικανικών αμυντικών εταιρειών να αποχωριστούν την πνευματική τους ιδιοκτησία και να κάνουν εμπορικές επενδύσεις για αυτό που τελικά ήταν πενιχρές επιχειρηματικές ευκαιρίες.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν καταβάλλει πλέον κάθε δυνατή προσπάθεια για να αντιστρέψει την αποτυχία της Πρωτοβουλίας Αμυντικού Εμπορίου και Τεχνολογίας. Πέρυσι, ανακοίνωσε την Πρωτοβουλία για την Κρίσιμη και Αναδυόμενη Τεχνολογία (Initiative on Critical and Emerging Technology), η οποία στοχεύει να μεταμορφώσει ριζικά την συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων, και των ερευνητικών φορέων των δύο χωρών σχετικά με την τεχνολογική ανάπτυξη. Αυτή η προσπάθεια περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία πεδίων, συμπεριλαμβανομένων των ημιαγωγών, του διαστήματος, της τεχνητής νοημοσύνης, των τηλεπικοινωνιών επόμενης γενιάς, των υπολογιστών υψηλής απόδοσης, και των κβαντικών τεχνολογιών, τα οποία έχουν αμυντικές εφαρμογές αλλά δεν περιορίζονται σε αυτές.

Παρ' όλες τις δυνατότητές της, ωστόσο, η Πρωτοβουλία για την Κρίσιμη και Αναδυόμενη Τεχνολογία δεν εγγυάται συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορεί να προωθήσει ή να χαλάσει την πρωτοβουλία, καθώς ελέγχει την έκδοση των αδειών που θα απαιτηθούν για πολλές από τις κοινοπραξίες. Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να είναι πιο φιλελεύθερη σε αυτό σε σύγκριση με τους προκατόχους της, μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν η πρωτοβουλία ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες της Ινδίας για μεγαλύτερη πρόσβαση στην προηγμένη τεχνολογία των ΗΠΑ για την υποστήριξη της προσπάθειας του Modi «Make in India, Make for World» η οποία στοχεύει να μετατρέψει την Ινδία σε έναν σημαντικό παγκόσμιο κόμβο παραγωγής που θα μπορούσε μια μέρα να ανταγωνιστεί, αν όχι να αντικαταστήσει, την Κίνα ως το εργαστήριο του κόσμου.

Το μεγαλύτερο ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν η γενναιοδωρία της Ουάσιγκτον προς την Ινδία θα βοηθήσει στην επίτευξη των στρατηγικών της στόχων. Κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Μπους και Ομπάμα, οι φιλοδοξίες των ΗΠΑ επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην βοήθεια για την οικοδόμηση της ισχύος της Ινδίας προκειμένου να αποτραπεί η κυριαρχία της Κίνας στην Ασία. Καθώς οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας επιδεινώθηκαν σταθερά κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ -όταν και οι σχέσεις Κίνας-Ινδίας έφτασαν στο έσχατο σημείο- η Ουάσινγκτον άρχισε να διασκεδάζει την πιο εκτεταμένη ιδέα ότι η υποστήριξή της στο Νέο Δελχί θα ωθούσε σταδιακά την Ινδία να παίξει μεγαλύτερο στρατιωτικό ρόλο στον περιορισμό της αυξανόμενης ισχύος της Κίνας.

Υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι δεν θα γίνει. Η Ινδία έχει επιδείξει προθυμία να συμμετάσχει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους της στην Quad σε ορισμένους τομείς χαμηλής πολιτικής, όπως η διανομή εμβολίων, οι επενδύσεις σε υποδομές, και η διαφοροποίηση της αλυσίδας εφοδιασμού, παρόλο που επιμένει ότι καμία από αυτές τις πρωτοβουλίες δεν στρέφεται κατά της Κίνας. Αλλά για την πιο επαχθή πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον στον Ινδο-Ειρηνικό -την εξασφάλιση ουσιαστικών στρατιωτικών συνεισφορών για να νικήσει οποιαδήποτε πιθανή κινεζική επίθεση- η Ινδία πιθανότατα θα αρνηθεί να παίξει ρόλο σε καταστάσεις όπου η δική της ασφάλεια δεν απειλείται άμεσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Νέο Δελχί μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να προσφέρει σιωπηρή υποστήριξη.

Αν και η Κίνα είναι ξεκάθαρα ο πιο εκφοβιστικός αντίπαλος της Ινδίας, το Νέο Δελχί εξακολουθεί να επιδιώκει να αποφύγει οτιδήποτε οδηγεί σε αμετάκλητη ρήξη με το Πεκίνο. Οι Ινδοί πολιτικοί έχουν πλήρη επίγνωση της έντονης ανισότητας μεταξύ κινεζικής και ινδικής εθνικής ισχύος, η οποία δεν θα διορθωθεί σύντομα. Η σχετική αδυναμία του Νέου Δελχί το αναγκάζει να αποφύγει να προκαλέσει το Πεκίνο, όπως σίγουρα θα έκανε η συμμετοχή σε μια υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του. Η Ινδία επίσης δεν μπορεί να ξεφύγει από την φυσική της εγγύτητα με την Κίνα. Οι δύο χώρες μοιράζονται μακρά σύνορα, επομένως το Πεκίνο μπορεί να απειλήσει την ινδική ασφάλεια με σημαντικούς τρόπους -μια ικανότητα που μόνο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

Κατά συνέπεια, η εταιρική σχέση ασφάλειας της Ινδίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνει θεμελιωδώς ασύμμετρη για πολύ καιρό ακόμη. Το Νέο Δελχί επιθυμεί την αμερικανική υποστήριξη στην δική του αντιπαράθεση με την Κίνα, ενώ ταυτόχρονα σκοπεύει να αποφύγει οποιαδήποτε αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας που δεν επηρεάζει άμεσα τις δικές του ισορροπίες. Σε περίπτωση που ξεσπάσει μια μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου στην Ανατολική Ασία ή στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Ινδία θα ήθελε σίγουρα να επικρατήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά είναι απίθανο το να εμπλακεί στη μάχη.

Ως εκ τούτου, οι ενισχυμένοι αμυντικοί δεσμοί του Νέου Δελχί με την Ουάσιγκτον δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως καθοδηγούμενοι είτε από την ισχυρή υποστήριξη για την φιλελεύθερη διεθνή τάξη είτε από την επιθυμία συμμετοχής στην συλλογική άμυνα κατά της κινεζικής επιθετικότητας [3]. Αντίθετα, η εντατικοποίηση της σχέσης ασφάλειας θεωρείται από τους Ινδούς πολιτικούς ως μέσο ενίσχυσης των εθνικών αμυντικών δυνατοτήτων της Ινδίας, αλλά δεν περιλαμβάνει καμία υποχρέωση υποστήριξης των Ηνωμένων Πολιτειών σε άλλες παγκόσμιες κρίσεις. Παρόλο που αυτή η εταιρική σχέση έχει αναπτυχθεί με άλματα, παραμένει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των δύο χωρών, δεδομένης της σταθερής επιθυμίας της Ινδίας να αποφύγει να γίνει ο κατώτερος εταίρος —ή ακόμα και συνένοχος— οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει οπωσδήποτε να βοηθήσουν την Ινδία σε βαθμό συμβατό με τα αμερικανικά συμφέροντα. Αλλά δεν πρέπει να τρέφουν αυταπάτες ότι η υποστήριξή τους, όσο γενναιόδωρη κι αν είναι, θα δελεάσει την Ινδία να συμμετάσχει σε οποιονδήποτε στρατιωτικό συνασπισμό κατά της Κίνας. Η σχέση με την Ινδία είναι ουσιαστικά διαφορετική από αυτές που απολαμβάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τους συμμάχους τους. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αναγνωρίσει αυτήν την πραγματικότητα αντί να προσπαθήσει να την αλλάξει.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/china/trouble-roof-world
[2] https://www.foreignaffairs.com/china/china-has-lost-india
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2020-06-22/china-losing-india

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/india/americas-bad-bet-india-modi

Μπορείτε να ακολουθείτε το Foreign Affairs The Hellenic Edition στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition