Οι πηγές της τουρκικής συμπεριφοράς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές της τουρκικής συμπεριφοράς

Η πολιτική σημασία του ερντογανικού ιδεολογήματος

Οι σχέσεις του Ερμπακάν με τα στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας δεν περιορίστηκαν στο ιδεολογικό επίπεδο κατά τις σπουδές του Ερμπακάν, καθώς η ανιψιά του πρώτου ισλαμιστή πρωθυπουργού της Τουρκίας παντρεύτηκε τον επικεφαλής της JIM στην Δυτική Γερμανία, Ιμπραχίμ ελ Ζαγιάτ. Όπως υπογραμμίζει ο δρ. Συμεών Ανάνιτς, «Τα μέλη του Millî Görüş διατηρούσαν στενές ιδεολογικές και προσωπικές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όπως και με την JIM οι Τούρκοι ισλαμιστές λάτρευαν την ιδέα του Πανισλαμισμού και την αρχή της συνέχειας της ένωσης όλων των Μουσουλμάνων, ασχέτως της υποδοχής τους σε διαφορετικά κύματα του Ισλάμ … μια συμπεριφορά που επέτρεψε στο κίνημα να δει με θετικό τρόπο την ισλαμική επανάσταση των Σιιτών στο Ιράν» [16].

Μια από βασικές αντιλήψεις των Τούρκων ισλαμιστών έγκειται στο ότι με την επανάστασή του ο Κεμάλ πρόδωσε και εγκατάλειψε τις παραδόσεις της Οθωμανικής Τουρκίας και του Χαλιφάτου υποχρεώνοντας την Τουρκία να ακολουθεί τα κελεύσματα της Δύσης κατά τον τρόπο που παραβίαζε την βασική αρχή του «Όρκου του Έθνους» (Misak-ı Millî ) δηλαδή το ψήφισμα της πρώτης τουρκικής εθνοσυνέλευσης που συνεδρίασε υπό την προεδρία του Ατατούρκ περιγράφοντας μια σειρά από εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας έναντι των γειτόνων της οι οποίοι στην ουσία επεδίωκαν να ανατρέψουν τα τετελεσμένα των Βαλκανικών Πολέμων και της Συνθήκης των Σεβρών. Για τους Τούρκους ισλαμιστές, και προφανώς για τον ίδιο τον Ερντογάν, το ότι επετεύχθη μόνο το δεύτερο αλλά όχι το πρώτο αποτελεί εθνική μειοδοσία και μεγάλη αποτυχία για το τουρκικό έθνος που ο ίδιος θα επιδιώξει να επανορθώσει.

Συνεπώς, για τους Τούρκους ισλαμιστές, η Συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε όχι νίκη που διέσωσε το τουρκικό έθνος-κράτος αλλά ήττα, γιατί πρόδωσε τις επιδιώξεις του «Όρκου του Έθνους». Όπως είπε άλλωστε ο ίδιος ο Ερντογάν σε μια ομιλία του στο προεδρικό παλάτι τον Οκτώβριο του 2016, «Το βλέπετε το Αιγαίο έτσι δεν είναι; Στην Λωζάννη δώσαμε νησιά τα οποία είναι τόσο κοντά σε εμάς που έτσι και φωνάξουμε από απέναντι θα μας ακούσουν. Είναι αυτό νίκη; Είναι δικά μας. Είναι τα δικά μας τζαμιά, τα δικά μας ιερά εκεί. Αυτοί που κάθισαν [να διαπραγματευθούν] στο τραπέζι δεν πήραν την καλύτερη συμφωνία και σήμερα υποφέρουμε από τις συνέπειες» [17]. Σε αυτή του την αποστροφή ο Ερντογάν συνοψίζει το σύνολο των προσδοκιών του έναντι της Ελλάδας και εξηγεί ξεκάθαρα γιατί η ελληνικής κυριαρχία στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο ακυρώνει τον δικό του «Όρκο του Έθνους».

Μετά την επεισοδιακή επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017 όπου ο Τούρκος πρόεδρος απαίτησε την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, μια ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο κρατικά ελεγχόμενο δορυφορικό κανάλι της τουρκικής τηλεόρασης TRT World υπογράμμιζε ότι «Σήμερα στην Τουρκία, οι Κεμαλιστές, οι σκληροπυρηνικοί υπερασπιστές του κοσμικού κράτους (σεκιουλαρισμού) υποστηρίζουν την Συνθήκη, ενώ τα θρησκευτικώς εμπνεόμενα πολιτικά κινήματα την αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Ο Ερντογάν αποτελεί ένα προϊόν του Millî Görüş, ενός πολιτικού κινήματος που εμπνεύσθηκε από προοδευτικές μουσουλμανικές αξίες και που έχει επηρεάσει σημαντικά την τουρκική πολιτική από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Για το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του καριέρας, η θέση του Ερντογάν σε ό,τι αφορά την συνθήκη της Λωζάννης έχει παραμείνει συνεπής. Μετά την άνοδό του στην εξουσία, οι απόψεις του για την αναθεώρηση και επικαιροποίηση της Συνθήκης σταδιακά επηρέασαν την ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας» [18].

Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να υπογραμμισθεί ότι η αναθεώρηση της Λωζάννης και το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου ούτε αποτελεί προεκλογικό «σποτάκι» του Ερντογάν ούτε του επιβλήθηκε από το υπερεθνικιστικό ΜΗΡ. Αποτελεί πάγια γεωπολιτική του επιδίωξη που προέρχεται από την ιδεολογική παρακαταθήκη του ερμπακανικού Millî Görüş, επί της οποίας μάλιστα συγκλίνουν και οι Κεμαλιστές αντιπολιτευόμενοι αντίπαλοί του με πρώτο τον πρόεδρο του Κεμαλικού CHP, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος υποσχέθηκε τον Ιούνιο του 2022 να στηρίξει τον Τούρκο πρόεδρο «εάν αποφάσιζε να κινηθεί κατά των κατεχόμενων [από την Ελλάδα] και στρατιωτικοποιημένων [ελληνικών] νησιών στο Αιγαίο» [19].

Από ιδεολογικής άποψης, ο λόγος της κεμαλικής «υποχωρητικότητας», ωστόσο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό την άποψη ότι αναλύεται μέσα από το πρίσμα της σεκιουλαριστικής «παραβατικότητας» και αντι-ισλαμικότητας της Ατατουρκικής επανάστασης η οποία θυσίασε τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του «Όρκου του Έθνους» στον βωμό της πολιτικής επιβολής του κοσμικού κεμαλικού κράτους στο εσωτερικό της Τουρκίας. Για τους Τούρκους ισλαμιστές, ο Κεμάλ και οι πολιτικοί του επίγονοι υπέταξαν τις γεωπολιτικές προτεραιότητες της Τουρκίας στα κελεύσματα των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως των ΗΠΑ προκειμένου να διασφαλίσουν την διαιώνιση του αντι-ισλαμικού συστήματος εξουσίας, το οποίο έθετε στο περιθώριο τον μέσο συντηρητικό Τούρκο Μουσουλμάνο, την εκδίκηση του οποίου προσωποποίησε πολιτικά ο Ερντογάν και το ΑΚΡ.

Κατά την ερντογανική οπτική, οι ταγοί του Κεμαλισμού στην Τουρκία, επειδή ακριβώς στερούντο εσωτερικής νομιμοποίησης, επεδίωξαν την συμμαχία με την «Δύση» και τις ΗΠΑ προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία σε βάρος της συντριπτικής ισλαμικής πλειοψηφίας του τουρκικού λαού. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ΗΠΑ υποστήριξαν πολιτικά όλες τις επεμβάσεις του τουρκικού στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του προνουντσιαμέντου του 1998 με το οποίο οι στρατηγοί απομάκρυναν τον Ερμπακάν από την πρωθυπουργία, θέτοντας εκτός νόμου το Refah Partisi και φυλακίζοντας τον ίδιο τον Ερμπακάν και το σύνολο των ηγετικών προσωπικοτήτων του τουρκικού ισλαμιστικού κόμματος, του Ερντογάν συμπεριλαμβανομένου [20].