Η Αμερική, η Κίνα, και η αρετή των χαμηλών προσδοκιών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική, η Κίνα, και η αρετή των χαμηλών προσδοκιών

Πώς οι μετριοπαθείς στόχοι και η ενεργή διπλωματία μπορούν να ανακατευθύνουν την σχέση τους

Ακόμη και αν η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο διαχειριστούν επιτυχώς τις προσδοκίες, άλλες πιθανές παγίδες βρίσκονται μπροστά. Είναι προβλέψιμο ότι κάθε πλευρά θα προβεί σε ενέργειες τους επόμενους μήνες που ίσως να απογοητεύσουν την άλλη πλευρά. Οι ηγέτες της Κίνας επικεντρώνονται επί του παρόντος στην σκλήρυνση της χώρας τους έναντι της Δυτικής πίεσης, ακριβώς όπως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ επιταχύνουν τις προσπάθειες να περιορίσουν τα τρωτά σημεία της χώρας τους που σχετίζονται με την Κίνα. Η πραγματική δοκιμασία θα είναι αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορέσουν να διαχειριστούν αυτούς τους παράγοντες πίεσης μέσω προσεκτικής διπλωματίας ή θα προκαλέσουν αντίποινα.

Επιπλέον, η κυβέρνηση των ΗΠΑ και η κινεζική ηγεσία δεν θα είναι φιλικές μεταξύ τους σύντομα. Οι δύο πλευρές έχουν διαφορετικά πολιτικά και οικονομικά πλαίσια και ανταγωνιστικά παγκόσμια οράματα. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει μονιμότητα στις διεθνείς σχέσεις. Οι προηγούμενοι αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία, είναι τώρα οι στενότεροι εταίροι τους. Οι ηγέτες τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στο Πεκίνο πρέπει να παραμείνουν μετριοπαθείς όσον αφορά την ικανότητά τους να προβλέπουν το μέλλον. Με άλλα λόγια, καμία από τις δύο πλευρές δεν πρέπει να αποκλείσει την πιθανότητα μιας μελλοντικής αλλαγής στις σχέσεις, όσο κι αν αυτή φαίνεται αδιανόητη τώρα.

Για να αποφευχθεί ο στρατηγικός λάθος υπολογισμός, οι Αμερικανοί και οι Κινέζοι ηγέτες θα πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό να αναζητήσουν ιστορικές αναλογίες για να κατανοήσουν την τρέχουσα στιγμή. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν δυνάμεις που να οδηγούν την σχέση προς μια στιγμή τύπου «Όπλα του Αυγούστου» (στμ: αναφορά στο βιβλίο της Barbara W. Tuchman με τίτλο “Guns of August” που εστιάζει στον πρώτο μήνα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου), κατά την οποία διπλωματικά λάθη και λανθασμένες υποθέσεις για την αντίπαλη πλευρά οδήγησαν στο καταστροφικό ξέσπασμα του πολέμου το 1914. Ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα δεν δοκιμάζουν η μια την άλλη μέσω πολέμων δι' αντιπροσώπων ή παρόμοιων τέτοιων δοκιμασιών θέλησης σε μια επανάληψη των πρώτων ετών του Ψυχρού Πολέμου.

Δεν υπάρχει κανένας ιστορικός παραλληλισμός με την σημερινή δυναμική μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με αυξημένες εντάσεις μεταξύ δύο πυρηνικά εξοπλισμένων, βαριά στρατιωτικοποιημένων μεγάλων δυνάμεων που μοιράζονται ταυτόχρονα βαθιές οικονομικές, περιβαλλοντικές, και κοινωνικές αλληλεξαρτήσεις. Μια σειρά από αποφάσεις των ηγετών αμφότερων των χωρών οδήγησαν την σχέση σε αυτή την κατάσταση αυξανόμενης αντιπαλότητας, όπως και οι αποφάσεις των ηγετών αμφότερων των χωρών θα καθορίσουν την κατεύθυνση των σχέσεων στο μέλλον.

Στο σημερινό πολιτικό κλίμα, κάθε ηγέτης μπορεί να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τον άλλον για να αποκτήσει πολιτικό πλεονέκτημα στο εσωτερικό του. Τον Φεβρουάριο, ο Μπάιντεν χλεύασε τον Σι κατά την διάρκεια της ομιλίας του για την κατάσταση της Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι κανένας ηγέτης δεν θα ήθελε να ανταλλάξει θέσεις με τον Κινέζο ηγέτη λόγω της κλίμακας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Κίνα. Και μόλις λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη του Μπλίνκεν αυτόν τον μήνα, ο Μπάιντεν περιέγραψε τον Σι σε έναν πολιτικό έρανο ως «δικτάτορα» που δεν γνώριζε ότι ένα κατασκοπευτικό αερόστατο διέσχιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες προτού καταρριφθεί, ένα σχόλιο που προκάλεσε άσκοπη τριβή με το Πεκίνο. Με την σειρά του, ο Σι εξέτρεψε την κινεζική οργή για τα αυξανόμενα εσωτερικά προβλήματα με το να κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους τους ότι επιδιώκουν να «περιορίσουν, να περικυκλώσουν, και να καταστείλουν» την Κίνα. Αν η διμερής σχέση παραμείνει όμηρος των εσωτερικών πολιτικών απαιτήσεων και στις δύο χώρες, θα υπάρχει ένα χαμηλό ανώτατο όριο για το πόσο δυνατή είναι η πρόοδος στην διαμόρφωση μιας πιο ανθεκτικής σχέσης.

Για να αποφευχθεί αυτή η παγίδα, τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Σι θα πρέπει να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στην κατανόηση των απαιτήσεων του άλλου. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Σι έχει τις δικές του επιτακτικές ανάγκες στην επιδίωξη της μείωσης της έντασης με τις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς να φαίνεται ότι συμβιβάζεται ή μαλακώνει την στάση του απέναντι στην Ουάσινγκτον κατά την διαδικασία. Ο Σι αντιμετωπίζει την ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης, την κρίση των ακινήτων, το αυξανόμενο χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης, την αυξανόμενη ανεργία των νέων και τη μείωση της παραγωγικότητας στο εσωτερικό, και τον αυστηρότερο συντονισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της μεγάλης πλειοψηφίας των ανεπτυγμένων χωρών σε θέματα που αφορούν την Κίνα. Το μεγάλο στοίχημα του Σι στην Ρωσία ως προπύργιο ενάντια στην Δυτική πίεση φαίνεται επίσης λιγότερο ελπιδοφόρο υπό το φως της πρόσφατης εξέγερσης των δυνάμεων της Βάγκνερ. Αν το κύρος του Πούτιν διαλύεται εκ των έσω, αυτό θα μπορούσε να κάνει την Κίνα να επιδιώξει να μειώσει την στρατηγική πίεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εφόσον η Ουάσινγκτον αποφεύγει ενέργειες που θα μπορούσαν να εκληφθούν από το Πεκίνο ως εκμετάλλευση των αυξανόμενων τρωτών σημείων της.

Με άλλα λόγια, τώρα για τον Σι είναι μια ακατάλληλη στιγμή να δώσει ώθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους τους να εντείνουν την οικονομική, τεχνολογική, ή χρηματοπιστωτική πίεση στην χώρα του. Ο Μπάιντεν, ομοίως, εισέρχεται σε μια πολιτική περίοδο κατά την οποία θα θελήσει να επιδείξει ικανή διαχείριση του ανταγωνισμού των ΗΠΑ με την Κίνα. Αυτό θα του επιτρέψει να αντιπαραβάλει ευνοϊκά την διοίκησή του με εκείνη του πιθανού προεδρικού αντιπάλου του στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024.