Η ψευδαίσθηση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ψευδαίσθηση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων

Γιατί οι μεσαίες δυνάμεις -και οι μικρές χώρες- είναι ζωτικής σημασίας για την στρατηγική των ΗΠΑ

Όμως, μια επιτυχημένη στρατηγική οικοδόμησης συνασπισμού θα απαιτήσει την πλοήγηση στις λειτουργικές και διαρθρωτικές πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν αυτοί οι εταίροι, και μάλιστα με επιφυλάξεις και υπομονή. Ίσως το πιο σημαντικό, τα μέλη κάθε συνασπισμού ή ομάδας θα έχουν πιθανώς επίσης βαθιές οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα, με μικρό ενδιαφέρον να ενταχθούν σε ένα ρητά αντι-κινεζικό μπλοκ -και μικρή δυνατότητα να το κάνουν, δεδομένων των εσωτερικών πολιτικών πραγματικοτήτων. Αυτό ισχύει τόσο για τις μεγάλες όσο και για τις μικρές χώρες˙ ακόμη και η Ιαπωνία, αναμφισβήτητα η χώρα στην Ασία που ανησυχεί περισσότερο για την αυξανόμενη ισχύ της Κίνας, εξαρτάται βαθιά από την οικονομία της Κίνας για την δική της ευημερία. Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες της Ένωσης Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations, ASEAN), οι οποίες έχουν όλες βαθιές και αυξανόμενες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Έτσι, εκτός από τις δικές τους αλληλεξαρτήσεις με την Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επηρεαστούν και θα περιοριστούν ως προς το πόσο μπορούν να πιέσουν την Κίνα από τις αλληλεξαρτήσεις των εταίρων του συνασπισμού τους. Αν και πολλές χώρες στην περιοχή τρέφουν βαθιές ανησυχίες για τις φιλοδοξίες της Κίνας, καμία δεν είναι πρόθυμη να ευθυγραμμιστεί ρητά εναντίον της, και οι περισσότερες είναι ακόμη και επιφυλακτικές σχετικά με το βαθμό στον οποίο μπορούν να επιτεθούν άμεσα κατά του Πεκίνου˙ οι εταίροι αυτοί θα συνεχίσουν να ακολουθούν στρατηγικές αντιστάθμισης που επιδιώκουν να εξισορροπήσουν την εμπλοκή μεταξύ των εξωτερικών δυνάμεων. Μια πρόσφατη έρευνα [3] διαπίστωσε ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων σε ολόκληρη την Ασία πιστεύει ότι οι συνέπειες του στρατηγικού ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας θα είναι αρνητικές˙ πάνω από το 60% πιστεύει ότι η εθνική ασφάλεια της χώρας τους θα τεθεί σε κίνδυνο. Και για τις χώρες που βρίσκονται κοντά στην Κίνα, η προοπτική σύγκρουσης είναι υπαρξιακή. Όπως δήλωσε ο πρόεδρος των Φιλιππίνων, Ferdinand Marcos, Jr., σε πρόσφατη συνέντευξή του [4] σχετικά με τις αμερικανοκινεζικές εντάσεις για την Ταϊβάν: «έμαθα ένα αφρικανικό ρητό: όταν οι ελέφαντες μάχονται, το μόνο που χάνει είναι το γρασίδι. Εμείς είμαστε το χορτάρι σε αυτήν την κατάσταση. Δεν θέλουμε να ποδοπατηθούμε».

Από την πλευρά της, η Κίνα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξίσου πολύπλοκο γεωπολιτικό πεδίο. Ακόμα και με όλο το οικονομικό και στρατιωτικό του βάρος, το Πεκίνο εξαρτάται από βασικές διμερείς και εμπορικές σχέσεις για την τροφοδοσία της οικονομίας του και τον εκσυγχρονισμό του στρατού του. Η Κίνα είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, απαιτεί συνεχή πρόσβαση σε ένα παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ελέγχεται από τις ΗΠΑ, και βρίσκεται πολύ πίσω από την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τα βασικά ευρωπαϊκά κράτη στον σχεδιασμό και την κατασκευή προηγμένων ημιαγωγών. Παρά τον λεονταρισμό του Πεκίνου για την ανωτερότητα του πολιτικού του συστήματος και την συζήτηση για αυτάρκεια, το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αντιμετωπίζει κρίσιμες εξαρτήσεις που δεν πρόκειται να εξαφανιστούν στο ορατό μέλλον. Αυτό εξηγεί την αμήχανη επιδίωξη της Κίνας για καλές σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες (που είναι μερικοί από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και τεχνολογικούς εταίρους της) και τη Μόσχα (βασικός εταίρος σε θέματα ασφάλειας και ενέργειας), παρά το γεγονός ότι η σχέση της με την τελευταία απειλεί την σχέση της με τις πρώτες. Το Πεκίνο, όπως και η Ουάσινγκτον, έχει κολλήσει σε έναν κόσμο συμβιβασμών.

ΣΟΒΑΡΕΥΤΕΙΤΕ

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες παλεύουν με ένα ρευστό διεθνές σύστημα, θα πρέπει να ακολουθούν μερικές βασικές αρχές. Πρώτον, σε έναν κόσμο στον οποίο λίγες χώρες είναι πρόθυμες να ευθυγραμμιστούν ρητά εναντίον της Κίνας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι προσεκτικές όταν παρουσιάζουν στους εταίρους τους επιλογές μηδενικού αθροίσματος, περιορίζοντας αυτές τις στιγμές σε περιπτώσεις όπου η ρητή ευθυγράμμιση εναντίον της Κίνας είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ. Πρέπει να ορίσουν στενά εκείνα τα στοιχεία του στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα που απαιτούν περισσότερο την συνεργασία από τους άλλους, και σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να επιστρατεύσουν όλο το βάρος της αμερικανικής διπλωματίας και πειθούς. Αλλά κατά τα άλλα, η Ουάσινγκτον πρέπει να δώσει στις κυβερνήσεις των εταίρων το περιθώριο να καθορίσουν τις σχέσεις τους με την Κίνα με τρόπους που συνάδουν με τα συμφέροντα και τις τοπικές πραγματικότητες. Εδώ, η διακηρυγμένη προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν στον τεχνολογικό ανταγωνισμό -δημιουργώντας έναν «ψηλό φράχτη» γύρω από μια «μικρή αυλή» προηγμένων τεχνολογιών με στρατιωτικές εφαρμογές- έχει νόημα αν εφαρμοστεί δυναμικά. Αλλά η Ουάσινγκτον πρέπει να αντισταθεί στην πίεση από το εσωτερικό της να επεκτείνει αδιάκοπα τον κατάλογο των ελεγχόμενων τεχνολογιών και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της προόδου της Κίνας, για τον απλούστατο λόγο ότι όσο ψηλότερος είναι ο φράχτης, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να οικοδομηθεί και να διατηρηθεί ένας συνασπισμός. Σε ορισμένες τεχνολογίες-κλειδιά, όπως οι ημιαγωγοί, αξίζει να ασκηθεί σημαντική πίεση στις χώρες-εταίρους και τους εμπορικούς φορείς να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΠΑ, αλλά θα υπάρξουν και άλλες τεχνολογίες και δράσεις -όπως ο έλεγχος των εξερχόμενων επενδύσεων- όπου η Ουάσινγκτον ίσως χρειαστεί να βαθμονομήσει με σύνεση την προσέγγισή της για να διατηρήσει την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητα του ευρύτερου συνασπισμού και να αποφύγει να βλάψει τα συμφέροντα των αμερικανικών εμπορικών δρώντων.