Η ψηφιοποίηση των εκλογών | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ψηφιοποίηση των εκλογών

Προώθηση ή απειλή της δημοκρατίας;*

Το εκλογικό μάρκετινγκ είναι μια σειρά ενεργειών πολιτικών οργανώσεων, υποψηφίων, ή ομάδων συμφερόντων που επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν την εκλογική τους απόδοση και να αναπτύξουν τεχνικές προώθησης και χρηματοδότησης για να επηρεάσουν την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος. Παραδείγματα εκλογικού μάρκετινγκ είναι τα εκλογικά μηνύματα, η προβολή της εικόνας των πολιτικών, και η δημιουργία κοινωνικών δικτύων και λογαριασμών για την εύρεση υποστηρικτών [4]. Στο πλαίσιο του εκλογικού μάρκετινγκ παρουσιάζεται η κακόβουλη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακών πλατφορμών από πληρωμένους σχολιαστές και στοχευμένες διαφημίσεις. Επιπροσθέτως, τα πολιτικά κόμματα και οι υποψήφιοί τους χρησιμοποιούν πρόσωπα από το κοινωνικό στερέωμα που έχουν μεγάλη κοινωνική απήχηση αλλά και αρκετούς ακόλουθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να προωθήσουν την πολιτική τους ατζέντα. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε κατά την διάρκεια των προεδρικών εκλογών το 2020, ότι τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι συνεργάστηκαν με πρόσωπα από το κοινωνικό στερέωμα επί πληρωμή, οι οποίοι είχαν εκατοντάδες χιλιάδες ακόλουθους [5]. Ο εντοπισμός και η καταστολή αυτών των λογαριασμών είναι μια δύσκολη και πολύ απαιτητική διαδικασία, αλλά και η απόδοση ευθύνης δυσχεραίνει ως διαδικασία.

Άλλη μια τακτική που έχει παρατηρηθεί έντονα είναι η μικρο-στόχευση, που αφορά την χρήση ψηφιακών δεδομένων για την δημιουργία στοχευμένων μηνυμάτων σε συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, προκειμένου να επηρεάσει τις ενέργειες και τις απόψεις τους. Με άλλα λόγια, είναι μια τακτική δημιουργίας εξατομικευμένων μηνυμάτων, δηλαδή μια μορφή διαδικτυακής στοχευμένης προπαγάνδας, που βασίζεται στα ενδιαφέροντα του χρήστη στον οποίο απευθύνεται. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται ο εντοπισμός και η καταγραφή των προτιμήσεων και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων των χρηστών στο Διαδίκτυο [6]. Η μικρο-στόχευση επηρεάζει όχι μόνο την δημοκρατική διαδικασία, αλλά και το απόρρητο των πολιτών, την ιδιωτικότητά τους, και περιορίζει τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων. Σε πολλές περιπτώσεις, τα δεδομένα του χρήστη εξακολουθούν να συλλέγονται, να υποβάλλονται σε επεξεργασία, και να κοινοποιούνται ακόμη και χωρίς την συναίνεση του χρήστη.

Η μικρο-στόχευση εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, όπως αποδείχθηκε από το σκάνδαλο με την εταιρεία Cambridge Analytica. Η τελευταία ήταν μια εταιρεία υπεύθυνη για την δημιουργία προφίλ των ψηφοφόρων και είχε συγκεντρώσει ιδιωτικές πληροφορίες από τους προσωπικούς λογαριασμούς περισσότερων από 50 εκατομμυρίων χρηστών στο Facebook χωρίς την συγκατάθεσή τους [7]. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξαν καταγγελίες ότι το Facebook επέτρεψε στην εταιρεία Cambridge Analytica να έχει πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα 87 εκατομμυρίων χρηστών του. Η εταιρεία φέρεται να χρησιμοποίησε αυτές τις πληροφορίες για να στοχεύσει ψηφοφόρους με πολιτικές διαφημίσεις στο Facebook, κατά την διάρκεια της εκλογικής περιόδου του 2016 στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία.

Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσφέρει και την δυνατότητα του ψηφιακού οστρακισμού των πολιτικών υποψηφίων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα με δημοσιεύσεις ψευδών πληροφοριών από χρήστες του ψηφιακού κόσμου, με σκοπό να δημιουργήσουν αρνητικό αντίκτυπο στους υποψηφίους ή στους υποστηρικτές τους, με απώτερο σκοπό την περιθωριοποίησή τους. Ο κοινωνικός αποκλεισμός ενός ατόμου στο ψηφιακό περιβάλλον, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που οδηγεί σε αρνητικές και αντικοινωνικές καταστάσεις. Ο ψηφιακός οστρακισμός μπορεί να επιτευχθεί με απλό και άμεσο τρόπο, όπως είναι τα αρνητικά δημόσια σχόλια, οι αρνητικές αναδημοσιεύσεις και η επιλογή του κουμπιού «δεν μου αρέσει». Αυτό το φαινόμενο μπορεί να οδηγήσει στην δολοφονία χαρακτήρων, η οποία είναι η συκοφαντία ενός ατόμου συνήθως με σκοπό να καταστρέψει την εμπιστοσύνη του κοινού στο πρόσωπο αυτό. Η προπαγάνδα στον ψηφιακό κόσμο πραγματοποιείται με την χρήση λεκτικής επίθεσης, με σκοπό να αποδομήσει πολιτικά αφηγήματα, να καταστρέψει τη φήμη πολιτικών προσώπων και να προκαλέσει έντονο πολιτικό ανταγωνισμό [8].

Η ψηφιακή εκλογική παρέμβαση περιλαμβάνει και την παράνομη χρηματοδότηση μέσω του κυβερνοχώρου με τη χρήση των παρακάτω μεθόδων: ξέπλυμα χρήματος, παράνομη οικονομική υποστήριξη, πληρωμένες ψηφιακές πολιτικές διαφημίσεις και εκστρατείες, ηλεκτρονικές πλατφόρμες για δωρεές, οικονομικές ενισχύσεις με τη μορφή κρυπτονομισμάτων κ.α. [9]. Οι παραπάνω μέθοδοι χρηματοδότησης αυξάνουν την πολιτική διαφθορά. Ειδικότερα, η διαδικτυακή συγκέντρωση οικονομικών κεφαλαίων έχει αναδειχθεί σε ένα ισχυρό μέσο για τα πολιτικά κόμματα για να εξασφαλίσουν την απαραίτητη χρηματοδότηση από ένα ευρύ φάσμα υποστηρικτών τους [10].

Η τακτική «hack and leak» (παραβίαση και διαρροή πληροφοριών) είναι ένα σύνηθες εργαλείο και μέρος της παραπληροφόρησης και προκαλεί τοξικό πολιτικό περιβάλλον. Οι κακόβουλοι δρώντες μπορούν να παραβιάσουν προσωπικούς λογαριασμούς, εκλογικές βάσεις, πληροφοριακά συστήματα πολιτικών κομμάτων και πολιτικών, όπου θα αποκτήσουν πληροφορίες, τις οποίες θα δημοσιεύσουν. Η διεξαγωγή κακόβουλων δραστηριοτήτων στον κυβερνοχώρο (πειρατεία διεύθυνσης URL, ηλεκτρονικό ψάρεμα, εγκατάσταση κακόβουλου λογισμικού, κυβερνοεπιθέσεις) αποτελούν ένα άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ψηφιακής εκλογικής παρέμβασης. Για παράδειγμα, οι δρώντες μπορούν να αναπτύξουν κακόβουλες διαδικτυακές δραστηριότητες σε ηλεκτρονικές εκλογικές μηχανές και καταλόγους και σε πληροφοριακά συστήματα, με σκοπό να παραποιήσουν τα εκλογικά αποτελέσματα. Όπως, είχε δηλώσει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, «Μπορείτε να διακόψετε ολόκληρες εκλογές με ένα smartphone και μια σύνδεση στο διαδίκτυο» [11].

ΤΙ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ