Η εποχή της ενεργειακής ανασφάλειας
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αξιωματούχοι και ειδικοί πίστευαν ότι οι υπερβολικοί φόβοι για την ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον αγώνα για το κλίμα. Σήμερα, ισχύει το αντίθετο: καθώς προχωρά η μετάβαση σε έναν κόσμο καθαρού μηδέν (net-zero) για τις εκπομπές άνθρακα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το κλίμα θα είναι η ανεπαρκής προσοχή στην ενεργειακή ασφάλεια.
Ο JASON BORDOFF είναι ιδρυτικός διευθυντής του Center on Global Energy Policy στην Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια και συνιδρυτής κοσμήτορας του Columbia Climate School. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, υπηρέτησε ως Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και Ανώτερος Διευθυντής για την Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή στο προσωπικό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η MEGHAN L. O’SULLIVAN είναι διευθύντρια του Belfer Center for Science and International Affairs και καθηγήτρια Πρακτικής Διεθνών Υποθέσεων στην έδρα Jeane Kirkpatrick στην Σχολή Κένεντι στο Harvard. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, υπηρέτησε ως Ειδική Βοηθός του Προέδρου και Αναπληρώτρια Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας για το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
- previous-disabled
- Page 1of 9
- next
Μόλις πριν από 18 μήνες, πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, ακαδημαϊκοί, και ειδήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη κήρυτταν λυρικά τα γεωπολιτικά οφέλη της επερχόμενης μετάβασης σε καθαρότερη, πιο πράσινη ενέργεια. Κατάλαβαν ότι η απομάκρυνση από ένα ενεργειακό σύστημα έντασης άνθρακα που βασιζόταν στα ορυκτά καύσιμα θα ήταν δύσκολη για ορισμένες χώρες. Αλλά γενικά, η συμβατική σοφία υποστήριζε ότι η στροφή σε νέες πηγές ενέργειας δεν θα βοηθούσε μόνο την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αλλά και θα έθετε τέλος στην ενοχλητική γεωπολιτική της παλιάς ενεργειακής τάξης.
Christian Gralingen
-----------------------------------------------------------
Τέτοιες ελπίδες, ωστόσο, βασίστηκαν σε μια ψευδαίσθηση. Η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια ήταν βέβαιο ότι θα ήταν χαοτική στην πράξη, προκαλώντας νέες συγκρούσεις και κινδύνους βραχυπρόθεσμα. Μέχρι το φθινόπωρο του 2021, εν μέσω μιας ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, των εκτοξευόμενων τιμών του φυσικού αερίου, και της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, ακόμη και ο πιο αισιόδοξος ευαγγελιστής της νέας ενεργειακής τάξης είχε συνειδητοποιήσει ότι η μετάβαση θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση δύσκολη. Κάθε ρομαντισμός που είχε απομείνει εξατμίστηκε όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ο πόλεμος αποκάλυψε όχι μόνο τον βάναυσο χαρακτήρα του καθεστώτος του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, και τους κινδύνους μιας υπερβολικής ενεργειακής εξάρτησης από επιθετικές απολυταρχίες, αλλά και τους κινδύνους που ενέχει ένας σαν καρδιογράφημα, σε μεγάλο βαθμό ασυντόνιστος αγώνας να αναπτυχθούν νέες πηγές ενέργειας και να απογαλακτιστεί ο κόσμος από τις παλιές, παγιωμένες [ενεργειακές πηγές].
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της αναταραχής ήταν η αναβίωση ενός όρου που είχε αρχίσει να φαίνεται αναχρονιστικός κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών της άνθησης του ενεργειακού εφοδιασμού και των ουτοπικών οραμάτων για ένα πράσινο μέλλον: ενεργειακή ασφάλεια. Για πολλούς Αμερικανούς, αυτή η φράση θυμίζει την δεκαετία του 1970, δημιουργώντας εικόνες σεντάν και στέισον βάγκον με ξύλινη επένδυση σε ουρές μιλίων, περιμένοντας να γεμίσουν τις δεξαμενές τους με βενζίνη σε υψηλές τιμές χάρη στο αραβικό εμπάργκο πετρελαίου του 1973 και την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Αλλά η ενεργειακή ασφάλεια δύσκολα ανήκει στο παρελθόν: θα είναι κρίσιμη για το μέλλον.
Η ενεργειακή ασφάλεια έχει ιστορικά οριστεί ως η διαθεσιμότητα επαρκών προμηθειών σε προσιτές τιμές. Αλλά αυτός ο απλός ορισμός δεν αποτυπώνει πλέον την πραγματικότητα. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει τώρα ο κόσμος είναι πιο πολλοί και πιο περίπλοκοι από όσοι σε προηγούμενες εποχές. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις νέες προκλήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της ενεργειακής ασφάλειας και να αναπτύξουν νέα μέσα για την διασφάλισή της. Τέσσερις γενικές αρχές θα πρέπει να καθοδηγούν αυτή την διαδικασία: διαφοροποίηση, ανθεκτικότητα, ενσωμάτωση, και διαφάνεια (diversification, resilience, integration, transparency). Αν και αυτές οι αρχές είναι γνωστές, οι παραδοσιακές μέθοδοι εφαρμογής τους θα αποδειχθούν ανεπαρκείς σε αυτήν τη νέα εποχή˙ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα χρειαστούν νέα εργαλεία.
Δεν υπάρχει λόγος απελπισίας ακόμα. Εξάλλου, η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 πυροδότησε πολλές καινοτομίες, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης των σημερινών τεχνολογιών αιολικής και ηλιακής ενέργειας, μεγαλύτερης αποδοτικότητας στα οχήματα, και νέων κυβερνητικών και πολυμερών θεσμών για την χάραξη και τον συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής. Οι πολιτικές και οι τεχνολογίες που τώρα φαίνονται παλιές και ξεπερασμένες ήταν κάποτε λαμπερές και νέες. Η σημερινή κρίση ίσως επίσης να οδηγήσει σε νέες ιδέες και τεχνικές, αρκεί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να κατανοήσουν πλήρως τις νέες πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΦΤΑΣΕ ΝΩΡΙΣ
Τα γεγονότα του τελευταίου ενάμιση έτους αποκάλυψαν δραματικά τους πολλούς τρόπους με τους οποίους μπλέκονται η ενεργειακή μετάβαση και η γεωπολιτική. Οι δυναμικές που κάποτε θεωρούνταν θεωρητικές ή υποθετικές είναι τώρα συγκεκριμένες και εμφανείς ακόμη και στον περιστασιακό παρατηρητή.
Πρώτον, οι τελευταίοι 18 μήνες ανέδειξαν την δυναμική του «συμποσίου πριν από τον λιμό» που αντιμετωπίζουν οι παραδοσιακοί παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, των οποίων η ισχύς και η επιρροή θα αυξηθούν προτού εξασθενίσουν. Το 2021, για παράδειγμα, η Ρωσία και άλλοι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου είχαν μια χρονιά-ορόσημο όσον αφορά τα έσοδα, καθώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η ανάδυση του κόσμου από την επιβράδυνση της πανδημίας ενίσχυσαν την ζήτηση για φυσικό αέριο. Τέτοιοι κραδασμοί είχαν μεγάλες επιπτώσεις σε μια αγορά με ισχνό μαξιλάρι. Τα προηγούμενα χρόνια, οι κακές αποδόσεις, η αβεβαιότητα για τη μελλοντική ζήτηση ενέργειας, και η πίεση για απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα συνέβαλαν στη μείωση των επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα ανεπαρκείς προμήθειες. Η Ρωσία εκμεταλλεύθηκε αυτές τις στενές ενεργειακές αγορές αποστραγγίζοντας τις ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου και μειώνοντας τις πωλήσεις φυσικού αερίου, ακόμη και καθώς εκπλήρωνε τις μακροπρόθεσμες συμβατικές δεσμεύσεις της. Οι μέσες τιμές του φυσικού αερίου τριπλασιάστηκαν από το πρώτο έως το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, αυτές οι εξελίξεις χάρισαν στην Ρωσία ένα πανηγύρι ετήσιων εσόδων που ήταν 50% υψηλότερα για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο από όσα περίμενε το Κρεμλίνο.
- previous-disabled
- Page 1of 9
- next