Η εποχή της ενεργειακής ανασφάλειας
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αξιωματούχοι και ειδικοί πίστευαν ότι οι υπερβολικοί φόβοι για την ενεργειακή ασφάλεια θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον αγώνα για το κλίμα. Σήμερα, ισχύει το αντίθετο: καθώς προχωρά η μετάβαση σε έναν κόσμο καθαρού μηδέν (net-zero) για τις εκπομπές άνθρακα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το κλίμα θα είναι η ανεπαρκής προσοχή στην ενεργειακή ασφάλεια.
Ο JASON BORDOFF είναι ιδρυτικός διευθυντής του Center on Global Energy Policy στην Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια και συνιδρυτής κοσμήτορας του Columbia Climate School. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, υπηρέτησε ως Ειδικός Βοηθός του Προέδρου και Ανώτερος Διευθυντής για την Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή στο προσωπικό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η MEGHAN L. O’SULLIVAN είναι διευθύντρια του Belfer Center for Science and International Affairs και καθηγήτρια Πρακτικής Διεθνών Υποθέσεων στην έδρα Jeane Kirkpatrick στην Σχολή Κένεντι στο Harvard. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, υπηρέτησε ως Ειδική Βοηθός του Προέδρου και Αναπληρώτρια Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας για το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Ο περασμένος ενάμισης χρόνος απέδειξε επίσης ότι ορισμένοι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν ακόμη έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν την ενεργειακή τους ικανότητα για να προωθήσουν ανελέητα τους πολιτικούς και γεωστρατηγικούς στόχους τους. Οι ελπίδες ότι ο κόσμος είχε προχωρήσει πέρα από μια τέτοια συμπεριφορά διαψεύστηκαν με την βάναυση ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Τους μήνες που ακολούθησαν, η Ρωσία μείωσε σταδιακά τις μέσω αγωγών παραδόσεις φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά περισσότερο από τρία τέταρτα, πυροδοτώντας μια κρίση που οδήγησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δαπανήσουν ένα εκπληκτικό ποσό 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για να προστατέψουν τις εταιρείες και τα νοικοκυριά από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος. Η εξάρτηση του κόσμου από την Ρωσία για ενέργεια [1] αρχικά αποδυνάμωσε την παγκόσμια απάντηση στην εισβολή: για πολλούς μήνες, οι ρωσικές ροές πετρελαίου εξαιρούνταν από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις. Μέχρι σήμερα, η ΕΕ δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου. Πράγματι, τα μέλη της συνεχίζουν να εισάγουν σημαντικές ποσότητες ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου. Οι στενές αγορές ενέργειας επέτρεψαν στα ρωσικά έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο να αυξηθούν στα ύψη και έδωσαν στη Μόσχα ένα δυνητικό μέσο διχασμού μιας πρόσφατα ενωμένης Ευρώπης.
Μέχρι πέρυσι, η αναντιστοιχία μεταξύ της μείωσης των προμηθειών και της αυξανόμενης ζήτησης είχε ήδη ζορίσει την αγορά πετρελαίου. Οι τιμές εκτινάχθηκαν ακόμη περισσότερο, σε υψηλό 14 ετών, λόγω των φόβων της αγοράς ότι η παράδοση εκατομμυρίων βαρελιών ρωσικού πετρελαίου ημερησίως θα διακοπτόταν ακόμη και καθώς η ζήτηση αυξανόταν. Στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ, International Energy Agency, IEA) προέβλεψε ότι η ρωσική παραγωγή θα μειωνόταν κατά τρία εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Οι φόβοι για σοκ στην προσφορά ανέβασαν τις τιμές του πετρελαίου και ενίσχυσαν τόσο το εισόδημα όσο και το γεωπολιτικό βάρος των μεγάλων παραγωγών πετρελαίου, ιδιαίτερα της Σαουδικής Αραβίας [2]. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι οι μέρες που παρακαλούσαν την Σαουδική Αραβία να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου είχαν περάσει. Ωστόσο, ενόψει των υψηλών τιμών, τα παλιά πρότυπα επιβεβαίωσαν ξανά τον εαυτό τους, καθώς η Ουάσιγκτον ζήτησε –ως επί το πλείστον ματαίως- περισσότερη παραγωγή από την Σαουδική Αραβία, τη μόνη χώρα με σημαντική πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής πετρελαίου.
Πυρκαγιά σε ενεργειακή εγκατάσταση στο Κίεβο, τον Νοέμβριο του 2022.
State Emergency Service of Ukraine / Reuters
-------------------------------------------------------------
Οι δονήσεις των τελευταίων 18 μηνών δείχνουν επίσης το πώς το γεωπολιτικό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει τον ρυθμό και το εύρος της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια. Πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δεσμευτεί να μεταμορφώσουν τις οικονομίες τους για να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές άνθρακα τις επόμενες δεκαετίες. Η βαρβαρότητα των ενεργειών της Ρωσίας και η γνώση ότι αυτές οι ενέργειες χρηματοδοτούνταν από εισπράξεις από ορυκτά καύσιμα ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα πολλών στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρυνθούν από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, και τον άνθρακα. Στην Ουάσιγκτον, ένα αποτέλεσμα ήταν η νομοθεσία ορόσημο για το κλίμα με τη μορφή του Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού. Η Ευρώπη επιτάχυνε επίσης τα πράσινα σχέδιά της, παρά τις μικρές βραχυπρόθεσμες αυξήσεις στην χρήση άνθρακα.
Πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούν, ωστόσο, ότι μια πιο επιταχυνόμενη ενεργειακή μετάβαση θα συνεπάγεται αναγκαστικά μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα, δεδομένης της κυριαρχίας της στις αλυσίδες εφοδιασμού καθαρής ενέργειας [3]. Ο Αμερικανός γερουσιαστής Joe Manchin, Δημοκρατικός από την Δυτική Βιρτζίνια, προειδοποίησε ότι δεν ήθελε να περιμένει στην ουρά για να αγοράσει μπαταρίες αυτοκινήτων από την Κίνα όπως περίμενε στην ουρά την δεκαετία του 1970 για να αγοράσει βενζίνη από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Τέτοιοι φόβοι οδήγησαν το Κογκρέσο να δημιουργήσει κίνητρα για την εγχώρια παραγωγή, την διύλιση, και την επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών που είναι πλέον συγκεντρωμένα στην Κίνα. Ωστόσο, αντί να επαινεί την Ουάσιγκτον για την ψήφιση ουσιαστικής νομοθεσίας για την κλιματική αλλαγή, μεγάλο μέρος του κόσμου δυσανασχετούσε με αυτές τις κινήσεις ως πράξεις προστατευτισμού των ΗΠΑ, προκαλώντας συζητήσεις για εμπορικούς πολέμους που προκαλούνται από το κλίμα.